Χωρισμένο ζευγάρι που είχε αβάπτιστα δίδυμα διαφωνούσε ως προς την ονοματοδοσία τους, με αποτέλεσμα όταν ήταν με τον πατέρα τους να τα φωνάζει έτσι όπως εκείνος είχε επιλέξει και όταν ήταν με τη μητέρα τους να τα φωνάζει με τα ονόματα που εκείνη τους είχε δώσει – Τι αποφάσισε το ανώτατο δικαστήριο
Τον Αρειο Πάγο απασχόλησε περίπτωση χωρισμένων γονιών που είχαν αβάπτιστα δίδυμα παιδιά και ο καθένας ήθελε να τους δώσει διαφορετικό όνομα. Εφτασαν μέχρι του σημείου τα παιδιά να αρχίζουν να αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα γιατί όταν ήταν με τον πατέρα τους τα φώναζε με τα ονόματα που εκείνος είχε επιλέξει και όταν ήταν με τη μητέρα τους τα φώναζε με τα ονόματα που εκείνη τους είχε δώσει.
Στις αρχές Ιουλίου του 2013 το ζευγάρι απέκτησε δίδυμα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ωστόσο, λόγω της πρόωρης γέννησής τους, απαιτήθηκε πολυήμερη παραμονή τους στη θερμοκοιτίδα και στη συνέχεια ιατρική αντιμετώπιση των απότοκων προβλημάτων. Προβλήματα που όσον αφορά το αγόρι αποκαταστάθηκαν πλήρως, ενώ το κορίτσι -η κατάσταση του οποίου ήταν πιο σοβαρή, λόγω εγκεφαλικού αιματώματος και εγκεφαλικής παράλυσης-, παρά τη σημαντική βελτίωση, εξακολουθεί να χρειάζεται ειδική αγωγή, με λογοθεραπείες, εργοθεραπείες και φυσικοθεραπείες.
Έναν χρόνο μετά τη γέννησή τους, όμως, οι γονείς χώρισαν. Με δικαστική απόφαση η επιμέλεια των παιδιών, τα οποία ήταν αβάπτιστα, ανατέθηκε στη μητέρα τους και στον πατέρα καθορίστηκαν οι όροι επικοινωνίας.
Στο πλαίσιο της γενικότερης αντιδικίας των πρώην συζύγων, όπως συνήθως γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις, ενεπλάκησαν (ή σε ελεύθερη μετάφραση αλόγιστα χρησιμοποιήθηκαν) τα παιδιά.
Και αυτό γιατί τα δίδυμα δεν είχαν βαπτιστεί και προκλήθηκαν έριδες που κατέληξαν σε δικαστικές διαμάχες μεταξύ του πρώην ζεύγους για την ονοματοδοσία τους. Η μητέρα, επικαλούμενη σχετικό θρησκευτικό τάμα που είχε κάνει και το αεροβάπτισμα που είχε γίνει καθώς τα δίδυμα γεννήθηκαν πρόωρα, τα προσφωνούσε με τα ονόματα Μ. το αγόρι και Δ. το κορίτσι, δηλαδή τα ονόματα του Ιησού Χριστού και της Παναγίας αντίστοιχα, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, χωρίς να διαφωνεί ο τότε σύζυγός της.
Χρυσή τομή
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως χρυσή τομή και για να αμβλύνει τις τεταμένες σχέσεις των γονιών, καθόρισε διπλή ονομασία για τα δίδυμα, συγκεκριμένα έδωσε τα ονόματα Ε.-Θ. για το αγόρι και Δ.-Β. για το κορίτσι. Στη συνέχεια, το Εφετείο Αθηνών επί αγωγής καθορισμού ονοματοδοσίας ανηλίκων εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και καθόρισε ως κύρια ονόματα των ανηλίκων τέκνων το Μ. για το αγόρι και το Δ. για το κορίτσι.
Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας, αντιδρώντας στην επιθυμία της πρώην συζύγου του, προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας την αναίρεση της εφετειακής απόφασης και αξίωσε να δοθούν στα παιδιά τα ονόματα των γονιών του, δηλαδή Α. και Κ., άποψη την οποία μάλιστα υιοθέτησε και το οικογενειακό του περιβάλλον. Στη συνέχεια ο πατέρας άρχισε να αποκαλεί τα παιδιά με τα ονόματα Α. και Κ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όταν τα παιδιά ήταν στο περιβάλλον του πατέρα να τα προσφωνούν με άλλα ονόματα και όταν ήταν με τη μητέρα τους ή στο σχολείο ή στη γειτονιά όπου έμεναν (καθώς η μητέρα είχε την επιμέλειά τους) με άλλο όνομα.
Τον λόγο πήραν μετά απ’ όλα αυτά παιδοψυχίατρος και ψυχίατρος, οι οποίοι σε γνωμοδότησή τους σημείωσαν ότι τα δύο παιδιά «αντιδρούν αρνητικά στη χρήση οποιουδήποτε άλλου ονόματος πλην των Μ. και Δ., δεν τα αποδέχονται ως προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους, αισθάνονται αμήχανα κατά τη χρήση τους και δεν αντιλαμβάνονται τον λόγο του διπλού ονόματος».
Επεσήμαναν, ακόμη, ότι «τα παιδιά εισέρχονται άθελά τους στο ευρύτερο πλαίσιο αντιπαράθεσης των γονέων τους και των οικογενειών τους, καλούμενα τα ίδια, κατ’ αρχάς, να προσαρμόζονται στις διαφορετικές αξιώσεις και επιλογές των γονέων και παππούδων εκατέρωθεν, κυρίως όμως να υπερασπιστούν το ένα ή το άλλο όνομα αντίστοιχα, παρότι δεν δύνανται να κατανοήσουν, δικαιολογήσουν και αποδεχθούν τη δημιουργούμενη διάσταση».
Εξάλλου, τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα Μ. και Δ. και με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις, αναφέρεται στην ιατρική γνωμάτευση, η οποία επισημαίνει και ότι «η αντικατάσταση αυτών των ονομάτων με άλλα, όπως τα καθορισθέντα διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα Α. και Κ., θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνος διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους».
Ετσι, το Εφετείο έκρινε ότι το συμφέρον των παιδιών «εξυπηρετείται από τον καθορισμό των ονομάτων Μ. για το αγόρι και Δ. για το κορίτσι, που θα τους εξασφαλίζει ομαλή ανάπτυξη και σταθερή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη, ενώ ταυτόχρονα θα θέσει τέρμα στην επιβλαβή για τα παιδιά υφιστάμενη κατάσταση να αποκαλούνται με διαφορετικά ονόματα στο περιβάλλον της κάθε διάδικης πλευράς».
Οι αρεοπαγίτες απέρριψαν ως αβάσιμη την αίτηση του πατέρα που ζητούσε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση, υπογραμμίζοντας ότι το Εφετείο με πλήρη και σαφή αιτιολογία έκρινε την ονοματοδοσία προς το συμφέρον των παιδιών.