Πάνε τόσες νύχτες που στη «κοιλάδα των νεκρών» τ’ αστεράκια σκορπίστηκαν στη γη κι’ άφησαν τον ουρανό στα σκοτάδια του. Πάνε τόσες νύχτες που ο χρόνος πάγωσε την ψυχή, την καρδιά και το νου, στο ρολόι του άφατου πόνου. Πάνε τόσες νύχτες, νύχτες βουβές, αδυσώπητες σ’ ένα αδιανόητο Αααμάν…
Προσπάθησα να εκφράσω και τη δική μου θλίψη και την συμπαράστασή μου για την τραγωδία των Τεμπών, μέσα από τα κείμενά μου, αλλά ένας κόμπος εμπόδιζε τη σκέψη μου και πάγωνε τα δάχτυλά μου. Δεν ήθελα, δεν μπορούσα να μαζέψω το μυαλό μου, σ’ ένα αρρύθμιστο πληκτρολόγιο με τους κτύπους της καρδιάς μου. Τα γράμματα , οι λέξεις, οι έννοιες, έχαναν το νόημα τους στις ράγες μιας απελπισμένης οργής, σ’ ένα αναπάντητο ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ ΘΕΕ μου; Γιατί εμπιστεύτηκες τα περιούσια παιδιά σου στη μοίρα, άμοιρων ευθυνών;
Με παρηγόρησε χωρίς να εκπλαγώ η αυθόρμητη ανταπόκριση ειδικά των νέων ανθρώπων, που ξεπερνώντας το ΣΟΚ και τις όποιες δυσκολίες τους, έσπευσαν αμέσως να προσφέρουν το ΑΙΜΑ τους, σχηματίζοντας ανθρώπινες αλυσίδες ζωής. Αυτά τα παιδιά, αυτοί οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ έδειξαν το βήμα μιας Κοινωνίας που ελπίζουμε. Ακολούθησαν οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας από έναν κόσμο που η απλή συμμετοχή του «βροντοφώναζε» όχι άλλες τραγωδίες. Όχι άλλο αίμα αθώων παιδιών. Όχι άλλη ανευθυνότητα στα κοστολόγια του θανάτου.
Ένας κόσμος αλληλέγγυος στο δράμα που συγκλόνισε τη Χώρα μας. Ένας βόμβος αφύπνισης, των «κρατούντων» από τα χειριστήρια ευθύνης των σιδηροδρόμων, μέχρι τα πολιτικά διαθέσιμα της απραξίας. Ναι, ένας κόσμος αυθόρμητος, που κάποιοι τον είδαν σαν ευκαιρία να προστεθούν με ετικεταρισμένους στόχους και προθέσεις. Πάμε για σελφς, για επαναστατική γυμναστική και για εμπρηστικές προκλήσεις, που θα ζωντανέψουν το ανούσιο κυνηγητό «κλέφτες και αστυνόμοι».
Έτσι δυστυχώς κάθε Λαϊκή αντίδραση, που φέρνει τον Πολίτη απέναντι από το χρέος του και τη συνείδησή του, όταν πνίγεται στα καπνογόνα και στα αποκαΐδια των μολότοφ από τους εμφατικά υπαινισσόμενους, χάνει τη χρηστικότητά και τη δυναμική της. Όταν μάλιστα διαπιστώνεις αμέσως μετά, τον βανδαλισμό του μνημείου για τους ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥΣ της ΜΑΡΦΙΝ, τότε αποκαλύπτεται απροκάλυπτα πως οι φόνοι στην ΜΑΡΦΙΝ είναι ένα διαρκές έγκλημα που μένει ατιμώρητο και οι δολοφόνοι δεν κυκλοφορούν απλά ανάμεσά μας, αλλά μας χλευάζουν ξεδιάντροπα.
Θα περίμενε κανείς ότι το πολιτικό μας σύστημα θα το διέκρινε η σοβαρότητα και ο σεβασμός απέναντι στα θύματα, τους συγγενείς και όσους πληγώθηκαν από την τραγωδία των σιδηροδρόμων στα Τέμπη. Θα περίμενε κανείς ότι αναλογιζόμενοι τις ευθύνες τους θα έσκυβαν με οδύνη το κεφάλι τους απέναντι στην τραγικότητα των στιγμών. Θα περίμενε κανείς η σιωπή τους να ήταν το ελάχιστο, πριν οι ίδιοι ζητήσουν από τη Δικαιοσύνη την εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Θα περίμενε κανείς… Όμως, δεν περίμενε ΚΑΝΕΙΣ… Όπως δεν περιμένουμε χρόνια τώρα σ’ αυτό το δόλιο Τόπο να πληρώσουν οι πραγματικοί ένοχοι για τις τραγωδίες που χαράκωσαν με ανεπούλωτες πληγές την Κοινωνία μας.
Ακολουθώντας την πεπατημένη οι πολιτικοί μας Ταγοί δεν περίμεναν καν να στεγνώσουν τα δάκρυα και ο κορνιαχτός της οργής και έστησαν τις παραστάσεις του πολιτικού τους μικρόκοσμου. Σ’ έναν υπό κατασκευή σταθμό τηλεδιοίκησης – τηλεπαρακολούθησης των συρμών – αν καλά κατάλαβα – από έναν σταθμό της Λάρισας ο ένας, κατήγγειλε στην ουσία, ότι η καθυστέρηση του να ολοκληρωθεί απέβη μοιραία για την τραγωδία. Ο άλλος πάρα δίπλα στον υπάρχοντα σταθμό, παρουσίαζε την υπάρχουσα περιορισμένη σε κάποια χιλιόμετρα τηλεδιοίκηση – τηλεπαρακολούθηση – αν σωστά πάλι κατάλαβα – που αντικρούει τα καταγγελλόμενα από τον άλλον και πάει λέγοντας. Και να ήταν μόνο αυτά, ακόμα και στα προτεταμένα στήθη της μια κυρία έγραφε στη μπλούζα της : 57 ΝΕΚΡΟΙ 156 ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ. Μόνο 156 υποκριτές; Μόνο; Η πολιτική στις ράγες μιας τραγωδίας πως λέγεται;
Μαγκλάρας Βασίλης