Ο κόσμος όλος σε ταραχή. Στην ατμόσφαιρα χορεύουν οι λέξεις: πόλεμος, ενεργειακή κρίση, φτώχεια, ακρίβεια, μεγαβατόρες, βενζίνη, Fuel passé, φυσικό αέριο, σκάνδαλα, παρακολουθήσεις, υποκλοπές, ψέματα, σαν να χορεύουν σκληρό ροκ, ή να πετάνε βέλη η μια στην άλλη και κάπου στο βάθος για τους τυχερούς η θερινή ραστώνη.
Οι άνθρωποι παραζαλισμένοι ή κολλημένοι στην οθόνη του κινητού. Οι κάμερες κατά χιλιάδες καταγράφουν τα πάντα, παντού και ανά πάσα ώρα.
Ένα δεν βλέπουν μόνο οι κάμερες των αρμοδίων, τη Μαρία, το νεκρό πεντάχρονο κορίτσι, στο ξερονήσι στη μέση του ποταμού.
Αυτό το ξερονήσι είναι η σκηνή που παίζεται το έργο, βουβό. Ο θίασος 40 άνθρωποι στη μέση του πουθενά, στο σημείο κενό, ανάμεσα σε δύο κράτη. Τα σύνορα λες και είναι σχοινιά, που τα παρασέρνει το νερό του ποταμού και το νησί τη μια είναι του ενός και την άλλη του άλλου κράτους. Και οι αρμόδιοι και από τις δυο πλευρές σπρώχνουν τους ανθρώπους στους απέναντι, να μην τους αγγίξει η προσφυγιά.
Εκεί λοιπόν στο μετέωρο σημείο, ο θίασος, οι 40 άνθρωποι χωρίς πατρίδα και η μικρή Μαρία χωρίς κρεβάτι, κουρνιάζει στο χώμα και είναι εκεί απροστάτευτη από τους κινδύνους της φύσης. Έτσι απλά, χωρίς να την πυροβολήσει όπλο ξεψύχησε νικημένη από το δηλητήριο του σκορπιού. Δεν είναι μέσα στον ατελείωτο αριθμό των νεκρών των πολέμων, ούτε των θαλασσοπνιγμένων.
Είναι ένα μικρό παιδί, που δεν έχει τόπο ούτε να θαφτεί.
Οι δικοί της άνθρωποι ανήμποροι, παγιδευμένοι, μένουν εκεί και περιμένουν να τους δει ο έξω κόσμος, ο πολιτισμένος, ο οποίος όμως είναι τόσο απασχολημένος και ήρθε και η γιορτή της Παναγίας – Μαρίας, και το όνομα του άθαφτου κοριτσιού είναι Μαρία.
Και μας θύμισε την αγάπη για το συνάνθρωπο και πλημμύρισε το σύμπαν από ευχές και προσευχές.
Και η μικρή Μαρία εκεί, ακίνητη, άθαφτη, να περιμένει πότε θα πιάσουν οι ευχές ή θα υψωθούν φωνές διαμαρτυρίας, οργής και αγανάκτησης για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης.
Πού είναι η Αντιγόνη, που αψηφά τη διαταγή του Κρέοντα και το θάνατο, για να θάψει τον αγαπημένο αδερφό;
Η μικρή Μαρία περιμένει.
Ώσπου τα φώτα της σκηνής έσβησαν και φωτίστηκε μόνο η μάννα με τη μικρή Μαρία αγκαλιά. Και η ατμόσφαιρα συνταράχτηκε από φωνές οργισμένες, που φωνάζουν, είναι ντροπή, είναι έγκλημα, πρέπει να σωθούν οι άνθρωποι, να βοηθήσουμε.
Το κοινό ταράχτηκε. Σήκωσε τα μάτια από το κινητό και είδε τη βουβή σκηνή. Και ντράπηκε γιατί δεν άκουγε, δεν έβλεπε, γιατί αυτό ήταν δουλειά των αρμοδίων αρχών.
Μόνο που οι αρμόδιοι και οι αρχές δεν βλέπουν, δεν ακούνε, αν δεν φωνάξουν οι άλλοι
Αυτοί οι άλλοι είμαστε όλοι που νιώθομε τον πόνο του άλλου και απαιτούμε το δίκιο και το σεβασμό στον άνθρωπο. Αυτές οι φωνές ενόχλησαν τους αρμόδιους και είδαν το δράμα στη σκηνή. Έτσι η μικρή Μαρία θα βρει έναν τόπο να θαφτεί στην αγκαλιά της γης, που δεν γνωρίζει σύνορα, ούτε «δικούς» και ξένους.
Σ’ εμάς θα μείνει το να βλέπουμε και να ακούμε έξω από την οθόνη του κινητού, τη ζωή στα μάτια.
Γκουτζιαμάνη Γιάννα