Ο μεγάλος σεισμός της 13ης Μαΐου 1995 είχε προκαλέσει σοβαρές φθορές στους δύο παλιότερους ναούς της Άνω Κώμης, καθώς και στα περισσότερα ξωκκλήσια πέριξ του οικισμού. Το αποτέλεσμα ήταν τα περισσότερα από αυτά να κηρυχθούν ακατάλληλα προς χρήση, και οι κάτοικοι να περιορίσουν τις λατρευτικές τους ανάγκες στους νεόδμητους ναούς, κυρίως στον ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Αν και οι χώροι επαρκούσαν για τις λατρευτικές ανάγκες των Ανωκωμιτών, το 1997 κρίθηκε αναγκαία η επισκευή του ναού του Αγίου Γεωργίου, για λόγους που είχαν να κάνουν με την μνημειακή αξία του κτηρίου.
Ο υφιστάμενος ναός του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε το 1882, στη θέση παλιότερου ναού. Κρίνοντας από την μεγάλη απόκλιση εσόδων-εξόδων, που ο ναός παρουσίαζε εκείνη την εποχή, στην οικοδόμησή του πρέπει να βοήθησε οικονομικά η μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης. Είναι πολύ πιθανό, ο ναός να χτίστηκε στα πλαίσια της αναβάθμισης της επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης σε μητρόπολη εκείνα τα χρόνια, η οποία φαίνεται ότι επιτράπηκε από τις Οθωμανικές αρχές, στο πλαίσιο κατευνασμού του τοπικού Χριστιανικού πληθυσμού.
Οι λόγοι που οι Οθωμανοί ήθελαν τότε να καλοπιάσουν τους Χριστιανούς του Τσιαρτσιαμπά δεν είναι της παρούσης. Σημειώνεται μόνο πως η ήττα των Οθωμανών στον Ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1877-1878, και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που την επικύρωσε, έφερε μεγάλη αναστάτωση στην αυτοκρατορία, με πολλές αποσχιστικές τάσεις.
Το 1878 οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής Άνω Κώμης είχαν συγκεντρωθεί με όπλα στον Βούρινο, ζητώντας ένωση με το Βασίλειο της Ελλάδας, έχοντας «τάση προς επανάσταση», ενώ σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας σημειώθηκαν ένοπλες συγκρούσεις για τους ίδιους λόγους. Προκειμένου η Οθωμανική αυτοκρατορία να περιορίσει τις συνέπειες της ήττας από τους Ρώσους το 1878, έκανε πολλές παραχωρήσεις στους Βρετανούς. Π.χ. το 1878 παραχώρησε την Κύπρο στην Μ. Βρετανία και το 1881 την Θεσσαλία στο Ελληνικό Βασίλειο, το οποίο ήταν ουσιαστικά Βρετανικό προτεκτοράτο. Παράλληλα, προσπάθησε να κατευνάσει τον Ελληνικό πληθυσμό στην Οθωμανοελλαδική μεθόριο, με όποιον τρόπο μπορούσε. Κοντολογίς, το έτος 1882 αποτελεί ορόσημο στις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Χριστιανούς της περιοχής Σερβίων και Κοζάνης.
Τα ονομάζουμε «μνημεία», γιατί κρατούν την μνήμη ζωντανή. Εκτός από μνημείο της «αλλαγής εποχής» για την περιοχή Σερβίων και Κοζάνης, και τοπόσημο της αναβάθμισης της επισκοπής σε μητρόπολη, ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι σημαντικός και για επιπλέον λόγους. Έχει ενσωματωμένα αρχαία spolia στην τοιχοποιία του, ενώ παράλληλα στεγάζει αξιόλογες εικονογραφίες. Είχε ιστορηθεί από τον Σαμαριναίο Δημήτριο Αδάμο Πιτένη, έναν σπουδαίο αγιογράφο της Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος ιστόρισε πολλούς ναούς στα Κροκοχώρια της Κοζάνης, δίνοντας ταυτότητα στα εκκλησιαστικά μνημεία του Τσιαρτσιαμπά του 19ου αιώνα. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών του ναού καταστράφηκε από τον σεισμό του 1995 και από την επισκευή του ναού που ακολούθησε. Σώζεται ένα μικρότερο μέρος, καθώς και το τέμπλο στο ακέραιο.