
Το Δεκέμβριο του 1994, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Μ. Βρετανία και η Ουκρανία (αλλά και η Λευκορωσία και το Καζακστάν) υπέγραψαν στη Βουδαπέστη Μνημόνια, ένα για κάθε χώρα, σύμφωνα με τα οποία η Ουκρανία θα απομάκρυνε όλα τα πυρηνικά όπλα, αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης βρέθηκε να είναι η τρίτη σε κλάση πυρηνική δύναμη παγκοσμίως, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφαλείας. Ταυτόχρονα οι χώρες αυτές θα προσχωρούσαν στη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων του 1968. Ιδιαίτερο ρόλο εκείνη την περίοδο διαδραμάτισε ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Κλίντον, χορηγώντας στην Ουκρανία περισσότερο από μισό δις δολάρια για τον παροπλισμό των πυρηνικών ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε το 2008. Όπως δήλωσε ο ίδιος αργότερα, και αφού στο μεταξύ η Ρωσία εισέβαλε για δεύτερη φορά στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, σε συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση της Ιρλανδίας «I knew that President Putin did not support the agreement President Yeltsin made never to interfere with Ukraine’s territorial boundaries – an agreement he made because he wanted Ukraine to give up their nuclear weapons».
Στο μεταξύ, ήδη από τις αρχές του 2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε περιοριστικά μέτρα αρχικά σε αξιωματούχους της Λευκορωσίας λόγω της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (εξαφανίσεις αντιφρονούντων, νοθεία στις εκλογές κ.α.), μέτρα τα οποία κορυφώθηκαν το 2011-13 με την ΕΕ και τις ΗΠΑ να επιβάλλουν ακόμη αυστηρότερες κυρώσεις, ιδίως σε εφαρμογή και του Belarus Democracy & Human Rights Act, κάτι που η Ρωσία εξέλαβε πως έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 3 του Μνημονίου που αφορούσε τη Λευκορωσία, και ως εκ τούτου θεώρησε πως δεν δεσμεύεται από όλο το πακέτο του Μνημονίου ιδίως ως προς τις εγγυήσεις ασφαλείας. Οι ΗΠΑ αντέτειναν πως οι κυρώσεις στόχευαν σε συγκεκριμένα πρόσωπα και επιχειρήσεις και όχι στον λαό της Λευκορωσίας ενώ επίσης υποστήριξαν μέσω δήλωσης της Πρεσβείας στο Μίσνκ πως δεν θεωρούσαν το Μνημόνιο ως δεσμευτικό «Repeated assertions by the government of Belarus that U.S. sanctions violate the 1994 Budapest Memorandum on Security Assurances are unfounded. Although the Memorandum is not legally binding, we take these political commitments seriously and do not believe any U.S. sanctions… are inconsistent with our commitments to Belarus under the Memorandum or undermine them».
Το αποτέλεσμα ήταν να εισβάλει η Ρωσία στην Κριμαία τον Φεβρουάριο του 2014 με πρόσχημα τις αναταραχές που ξέσπασαν στην Ουκρανία. Η κατάπαυση του πυρός που συμφωνήθηκε στο Μίνσκ το φθινόπωρο του 2014 ήταν απλά το πρελούδιο μιας αναδιοργάνωσης για τα όσα θα ακολουθούσαν. Στο μέτρο που για 8 ολόκληρα χρόνια οι ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, και ιδίως η Γερμανία, εξακολουθούσε να είναι ο καλύτερος (ενεργειακός) πελάτης της Ρωσίας, η αντίδραση της Ένωσης απέναντι στην τελευταία ήταν τέτοια που επέτρεψε τη Ρωσία να χρηματοδοτήσει μια μεγάλης κλίμακας εισβολή το Φεβρουάριο του 2022, προκειμένου να διασφαλίσει τα «ζωτικά της συμφέροντα» απέναντι στην επέκταση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη ή να τονώσει το εθνικό αίσθημα απέναντι σε ένα καθεστώς που παραπαίει.
Στη συνάντηση της Αλάσκας, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ επιφύλαξε στον Ρώσο ομόλογό του μια υποδοχή αντάξια μιας μεγάλης δύναμης σε ένα κόσμο που εκτός της Κίνας, οι πάλαι ποτέ υπερδυνάμεις επίσης παραπαίουν.
Σε πρόσφατο άρθρο τους στο Foreign Affairs με τίτλο «The End of the Long American Century», οι Keohane και Nye περιγράφουν αυτή ακριβώς την κατρακύλα που επιταχύνει η δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ, επισημαίνοντας πως η άσκηση σκληρής ισχύος και ο απομονωτισμός θα καταστήσει γρήγορα της ΗΠΑ πίσω στον ανταγωνισμό, ενώ αντίθετα μια με επικεφαλής τις ΗΠΑ εξωστρέφεια και άσκηση ήπιας ισχύος μαζί με τους παραδοσιακούς τους συμμάχους μπορούν να εγγυηθούν την διατήρηση μιας αμερικανοκεντρικής παγκόσμιας τάξης.
Με τις ΗΠΑ να επιθυμούν να αποτραβηχτούν από αυτόν τον πόλεμο δια αντιπροσώπων στην Ουκρανία, αφήνοντας τις χώρες της Ένωσης από τη μια πλευρά να εμμένουν στη θέση τους για παροχή εγγυήσεων ως αδιαπραγμάτευτο όρο σε μια συμφωνία ειρήνης (αλλά το ζήτημα της κατοχής εδαφών εναπόκειται στην Ουκρανία να το διαπραγματευτεί), και τη Ρωσία να μην επιθυμεί κατάπαυση του πυρός αλλά ούτε και απόδοση των κατεχόμενων εδαφών, ο πόλεμος θα εξακολουθήσει ώσπου η Ουκρανία δεχθεί χωρίς καμία εγγύηση ασφαλείας την αλλαγή των συνόρων της.