Σε αυτούς τους άνυδρους καιρούς, οι άνθρωποι μοιάζουνε λαθρεπιβάτες πάνω σε φτερά πουλιών και κάτω ακροβολισμένοι κυνηγοί πυροβολούνε κατά ριπάς. Οι ρήτορες, ενημερωτές της κοινής γνώμης, σαν τους λαχειοπώλες διαφημίζουν όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις.
Αμείλικτος χειμώνας στην επαρχία. Τα σπίτια σκοτεινά. Ο αγέρας που αυξομειώνεται, σαν τα «κρούσματα» των καιρών, παίζει με τους καπνούς της καμινάδας, στέλνοντας μηνύματα καπνού, μα οι ινδιάνοι μακριά για να μεταφράσουν.
Η μπάμπω βογκά στο κρεβάτι. Το μάτι στο άδειο από φάρμακα ράφι. Ο γέροντας ψάχνοντας αποφάγια, του όρμησαν άγρια σκυλιά κι έχασε το τελευταίο του τσιγάρο. Τα παιδιά χωρίς παιχνίδια, με τα δάκτυλα ζωγραφίζουν αγγελάκια κι αστέρια πάνω στο λεκιασμένο χαρτί.
Αμπαρωμένα τα παραθύρια, μη βρει πέρασμα το αόρατο θανατικό. Λησμονημένες χαραυγές, κι ο «άρχων» της αποικίας, προσφέρει δωρεάν ένα κερί, για να βλέπουν οι άνθρωποι αχνά τη λύπη και τα όνειρα που τα υγραίνει η μούχλα.
Κάπου μακριά σε ένα στάβλο γεννιέται η ειρήνη επί γης, αλλά οι άνθρωποι στα καταφύγια. Έχουμε πόλεμο λέει ο εκφωνητής. Δεν είναι ώρα για χαρές, για συζητήσεις, για προσευχές και έρωτα. Ακολουθήστε τις εντολές. Καληνύχτα.
Κάποτε τις νύχτες ξαγρυπνούσε μονάχα ο έρωτας. Τώρα ξαγρυπνάει ο τρόμος. Έξω βρέχει φτώχεια, φόβο, διαγγέλματα και ενημερώσεις, κι ο πόνος σε ακατάσχετη ροή.
Η θέληση του ανθρώπου ψοφίμι στον ήλιο, αποσυντίθεται κι η δυσωδία μάρανε το ρόδο! Στον τοίχο του σπιτιού η πινακίδα, οδός πενίας και στέρησης. Αυτόν που έμενε εκεί τον λέγανε αξιοπρεπή και την γυναίκα του εντιμότητα. Αυτές οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Στις εξόδους προς τη ζωή, μπάρες ασφαλείας φράζουν τα περάσματα στην άνοιξη.
Στους δρόμους της γειτονιάς θα μοιράσουν τα πιάτα της πείνας. Οι δρόμοι καθαροί. Δεν περισσεύουν σκουπίδια. Τα μικρά φοβούνται να βγούνε στην αυλή. Εκεί χορεύουν τώρα καλικάντζαροι.
Τα κάλαντα θα αργήσουν να τα πούνε τα παιδιά, κι οι μάγοι δεν θα έρθουν γιατί δεν έχουν πιστοποιητικά μετακίνησης και δεν μπορούν να ταξιδέψουν. Όμως τα παιδιά χαμογελούν, χαμογελούν. Έχουν το αστέρι της αθωότητας. Αυτό το αστέρι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο…
Η Ελευθερία, η αιωνόβια γιαγιά, πέθανε από ανακοπή και την κηδέψανε χωρίς παπά, γιατί ήταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Τα Χριστούγεννα σε ασπρόμαυρο φόντο. Τα χρώματα ανταύγεια μνήμης. Η φτώχεια είναι σιωπηλή σαν τα πράγματα.
Κοιμήθηκαν τα ρολόγια αλλά οι άνθρωποι ξαγρυπνούν από φόβο.
Λιβάνι καίει η γριά για να ξορκίσει την αξιοπρέπεια που μύρισε θάνατο. Τα γεροντάκια κρέμασαν τις στερνές τους ανάσες σε ηλεκτροφόρα σύρματα.
Δεν έχουν χέρια οι λέξεις να κρατήσουν την ελπίδα, σ’ αυτούς που βρέθηκαν πεταμένοι στις απόμακρες συνοικίες της ηλικίας. Κι η αρρώστια μεγαλώνει την φτώχια, μεγαλώνει την αδικία, μεγαλώνει τους φράχτες. Μεγαλώνουν κι οι μετοχές των ειδικών και οι άυλες καταθέσεις.
Οι πόρτες κλειστές στην πορεία διαφυγής. Τα διαγγέλματα της προστασίας ορίζουν πάντα τα σύνορα. Θέλει ο βυθός μακρύ σχοινί για τον πνιγμένο που βογκά.
Και είναι η ώρα του ποιητή, να σταθεί εκεί που καίει ο δρόμος και να μην μείνει στο στόμα του ούτε λεπτό ο λόγος. Κραυγάζει σε όλα τα στενά.
Μην τους φοβάσαι. Στο φόβο σου ποντάρουν και σε κερδίζουν πάντα στη σκακιέρα.
Ο εκφωνητής σκεπάζει τη φωνή του. Βρήκαν το φάρμακο του φόβου οι φαρμακευτικές πολιτικές. Υπνωτικά χάπια για τη νύχτα και διεγερτικά για την ημέρα.
Στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν ο «άρχων» της αρχαίας χώρας, έχει στολίσει τα κόλλυβα με ζαχαρωτά, για τους εκλεκτούς καλεσμένους. Η δημοκρατία, η ισονομία, η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπειά, η εντιμότητα, και ο εξ οφίτσιο καλεσμένος και ο άνθρωπος. Θα παραστούν στο μνημόσυνο που παραθέτει, στο όνομά τους, η εξουσία.
Η πέννα δεν γράφει πάντα ιστορίες. Η πέννα μετράει και πόσο κοστίζει η σάρκα του ανθρώπου στις αγορές και στα χρηματιστήρια. Η πέννα βλέπει πως ξεσχίζουν τα ανθρώπινα στήθη, για να δούνε τι όνειρα γεννούν. Η πέννα μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Το Χριστός γεννάται σήμερα στα ηχεία της εκκλησίας, κι ο άνθρωπος που έχει στην καρδιά τον άνθρωπο ψέλνει αέναα το αλληλούια στο Έβερεστ.
Αν τελειώσει ο φόβος τη νέα χρονιά, θα είναι αλλιώτικος στο μέλλον. Ο φόβος πάντα ήταν όπλο του δυνάστη. Το χέρι που ματώνει το αστέρι του κόσμου και στάζει αιμάτινες κηλίδες που λεκιάζουν την ανθρωπότητα. Αυτό το χέρι αν κοπεί θα αλλάξει ο κόσμος.
Όποιος δεν αγαπά τα άστρα, είπε ο βοσκός, τα αρνιά μου θα τον μισήσουν.
Υπότιτλος. Έχω και γω απωθημένους ουρανούς, μα δεν σκοτώνω τα άστρα….