Στις 27 Ιουλίου, ημέρα του Αγ. Παντελεήμονος, εγκατέλειψε τα γήινα η Βαρβάρα Μωυσίδου σε ηλικία 94 ετών. Η μακαριστή υπήρξε δεύτερο παιδί των Χαραλάμπους και Σοφίας Τσακαλίδη από τον Σιδερά Κοζάνης. Βρέθηκε στην Παναγίτσα Εδέσσης με τον γάμο της με τον Γεώργιο Μωυσίδη, έναν γάμο που κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να τη στείλει στη χηρεία, πριν γνωρίσει καν τα αγαθά του γάμου.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο να συγκατανεύσει η Βαρβάρα σ’ έναν τέτοιο γάμο. Δεν θέλησε όμως να αντισταθεί στη βούληση του πατέρα της και του αγαπημένου θείου της Γιάννη. Ο γαμπρός είχε όλα τα εχέγγυα σοβαρού και προκομμένου νέου, που τον φοβόταν η δουλειά.
Ο γάμος της έγινε αστραπιαία, με προξενιό. Ο υποψήφιος γαμπρός είχε επιλεχθεί ως στρατιώτης να λάβει μέρος στον πόλεμο της Κορέας, και έλπιζε ότι νυμφευόμενος θα μπορούσε να εξαιρεθεί από την επιστράτευση για τον πόλεμο της Κορέας.
Ο γάμος τελέστηκε όχι στον ναό του Αγ. Γεωργίου Σιδερών, αλλά στο πατρικό σπίτι της Βαρβάρας από τον ιερέα του χωριού, π. Θεμιστοκλή Σαλαπασίδη, και με ελάχιστους παρευρισκόμενους. Αμέσως μετά τη στέψη το ζεύγος αναχώρησε για την Παναγίτσα και πριν καν γνωρίσουν τη συνάφεια του γάμου χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο ένας για το μέτωπο –το πιστοποιητικό γάμου δεν τον διευκόλυνε να παραμείνει εντός των ελληνικών συνόρων- και η άλλη για το σπίτι του πεθερού της. Υπήρχε μόνο η αλληλογραφία, από την οποία πληροφορούνταν η Βαρβάρα τα νέα από τον νιόγαμπρο σύζυγό της, που συμμετείχε σε καθημερινές μάχες εναντίον του στρατού της Βόρειας Κορέας.
Ο θεός θέλησε και δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο ο σύζυγός της, Γιώργος Μωυσίδης. Επέστρεψε από την Κορέα τέλη του 1953, όταν και ολοκλήρωσαν το γάμο τους. Το 1954 έφεραν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, την Άννα. Τα επόμενα χρόνια τους χάρισε ο Θεός άλλες δύο κόρες: την Ελπίδα και τη Μαρία. Δούλεψαν σκληρά και οι δύο. Ο Γιώργος ως οπλουργός στα Τ.Ε.Α. στην αρχή και στο στρατό στη συνέχεια και η Βαρβάρα στις γεωργικές εργασίες. Στην άδειά του ο Γιώργος εργαζόταν σε εταιρία εμπορίας ξύλου με διπλό ημερομίσθιο. Ο εργοδότης τον αντάμειβε διπλά, επειδή, με τη μεγάλη δύναμη που διέθετε, φόρτωνε στη μία πλευρά του φορτηγού μόνος αυτός και στην άλλη δύο εργάτες. Η Βαρβάρα σκαρφάλωνε στα δέντρα και μάζευε τα άριστης ποιότητος κεράσια και από τις πιο ψηλές κορυφές.
Με την εργατικότητά τους και τη χρηστή διαχείριση του νοικοκυριού τους δημιούργησαν μια πολύ αρμονική οικογένεια, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν ο ισχυρός δεσμός των μελών της.
Ο Θεός, τον οποίο ευλαβούνταν πολύ η Βαρβάρα, της χάρισε μακροζωία και ένα ειρηνικό, ανώδυνο και ανεπαίσχυντο τέλος. Το έβλεπε κανείς στην κηδεία της, στην οποία τη σωρό της περιστοίχιζαν όλα τα κορίτσια της, οι γαμπροί, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της. Είθε ο Κύριος της ζωής και του θανάτου να της χαρίσει την αιώνια ανάπαυση.
Τα Συλληπητήρια μου και την Αγάπη μας Αγαπημένε μου Γιώργο.