Πάντα τα καλοκαίρια όταν ήμασταν μικροί, περίπου τα τρία τελευταία χρόνια της πρώτης δεκαετίας της ζωής μας, αλλά και τα πρώτα τρία χρόνια της δεύτερης δεκαετίας μας, όλα τα παιδιά του χωριού μας ασχοληθήκαμε με την αγελαδοτροφία. Σαν να λέμε καουμπόι στη γλώσσα της μεγάλης μαμάς της Αμερικής ή αν θέλετε οι ισπανοτραφείς μπορείτε να μας λέτε και «βακέρος».
Όλα τα σπίτια στα χωριά τότες, εκτός από τα λίγα ή πολλά πρόβατα που είχαν, διατηρούσαν και από μία, δύο ή και τρεις αγελάδες για το γάλα τους που είναι όπως λένε οι γιατροί το πιο καλό για τον άνθρωπο. Έτσι τα καλοκαίρια που έκλειναν τα σχολεία μάζευαν και έσμιγαν τα ζώα τους, η κάθε παρέα χωριστά κυρίως σε επίπεδο μαχαλά – γειτονιάς και σχεδίαζαν προς ποια κατεύθυνση του χωριού θα πάνε τα ζώα τους. Η δική μας γειτονιά πήγαινε προς τον Τρίπορο, Κυδωνιές, Σινάμ πηγάδι, Μπεκήρ και Ξηρόλακκο.
Ήταν χαρά Θεού το καλοκαίρι για μας, διότι εκεί που πηγαίναμε τα ζώα για βοσκή, οι ενασχολήσεις μας με τη φύση ήταν πολλές καθώς και μαγευτικές για τις παιδικές μας συνειδήσεις. Το ψάρεμα στα ρέματα ήταν η αγαπημένη μας ασχολία. Πιάναμε δυο και τρεις αρμάθες ψάρια τα οποία ψήναμε στα κάρβουνα.
Η παρακολούθηση με σκοπό το πιάσιμο των πουλιών, ήταν από τις πολυπλοκότερες ασχολίες, γιατί ήθελε μεγάλη επιμονή, εξυπνάδα καθώς και σβελτάδα. Λατρεμένο μας πουλί ήταν η πέρδικα η καμπίσια που είχαμε τότε κοπάδια. Είχαμε και λίγες ορεινές πέρδικες στην περιοχή της Κουπίτσας προς πάνω στην Κούκου ράχη. Έτσι εκτός που ήταν λίγες ήταν και σε μέρη κακοτράχαλα και οι δυσκολίες για το κυνήγι της γινόταν πιο σκληρές. Εκτός τις πέρδικες πιάναμε και τρυγόνια αγριοπερίστερα στης Κουπίτσας στο λάκκο. Όταν δεν μπορούσαμε να κάνουμε ζάπι αυτά τα φτερωτά και πανέμορφα πτηνά, το ρίχναμε στα μικρότερα πουλιά όπως κότσιφας, τσουτσούλιανος (κορυδαλλός), τσίχλες, σταρήθρες και κίσσες.
Δική μου ανάμνηση είναι το παιχνίδι του κρυφτού με Έλληνες και Γερμανούς. Ίσως γιατί οι μνήμες της κατοχής ήταν κοντά στην παιδική μας ηλικία. Πέρασε μόλις μία εικοσαετία από τότε που οι σιδερόφραχτες ναζιστικές μεραρχίες και συντάγματα της ναζιστικής Γερμανίας και φασιστικής Ιταλίας έφυγαν από τον τόπο μας.
Θυμάμαι την ξενοιασιά που νιώθαμε, όταν κάναμε μπάνιο στους βυρούς των λάκκων στα ποτάμια και στις στέρνες, αυτές τις ιδιωτικές πισίνες που κάνουν οι αγρότες μας για να ποτίζουν τους μπαξέδες τους.
Όμως είχαμε και τα αρνητικά μας, τα βάσανά μας. Αυτά τα υπέροχα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το στρέκλιζμα των ζώων. Τι είναι αυτό; Είναι ο ντάβανος, η μύγα η οποία τσιμπάει το ζώο στο σώμα, κυρίως στη ράχη και αυτό αρχίζει να τρέχει και άντε να το πιάσεις. Εκεί που τσιμπάει ο οίστρος – ντάβανος μολύνεται και με τον καιρό δημιουργούνται κάτι πυώδη σπυριά που πρέπει να τα πατήσεις με το χέρι να σπάσουν για να φύγει το πύον. Αυτά στην αρχή δεν φαίνονται με γυμνό μάτι και η εξερεύνησή τους γίνεται με κάτι μεταλλικές χτένες που είχαμε και με αυτές τα εντοπίζαμε και έτσι τα εξολοθρεύαμε, τα λέγαμε «βουγκούρια». Είναι η ίασή τους πιο εύκολη βάζοντας στην πληγή του ζώου ένα φαρμακευτικό υγρό που δεν ξέρω γιατί αλλά το λέγανε «φονικό». Καθάριζε με αυτό το σώμα του ζώου και γέρευε.
Τώρα που γράφω αυτές τις αναμνήσεις σκέφτομαι σε πόσα υγιή σώματα δεν υπάρχουν «βουγκούρια»; Σε καθετί ζωντανό, σε ζώο, ανθρώπους, φυτά, σε κάθε έκφανση της κοινωνικής πραγματικότητας, σε τυπικές και θεσμικές εκφράσεις που αν σπάσεις τα «βουγκούρια» σε αυτές, τότε επέρχεται ίαση, αρκεί να είμαστε προσανατολισμένοι σε αυτήν την κατεύθυνση…