Ωιμέ, τί ώρα τούτηνε // απού σήμανε στην Κρήτη
ο ήλιος σκέφτεται να βγει // και λέει του Ψηλορείτη:
Ήντα σαλεύεις σύντεκνε // πώς κι είσαι στο ποδάρι;
Τη μέρα τούτη δε θα βγω // κηδεύεται λιοντάρι!
Και τί να κάμω ήλιε μου // βγήκα να αγναντέψω
το μπόι του, να μετρηθώ // τούτο για να ζηλέψω
Κι ο αετός κρυφάκουσε // βόγγει κι αναστενάζει
τι του χουν κόψει τα φτερά // τρανή κραυγή εβγάζει:
Ωχού καημός και σύγκρυο // μου’ρχεται να πλαντάξω
πλιο πάνω από δαύτονε // δε μπόριε να πετάξω
Μήτε λαλιά, μήτε μηλιά // κάθε πουλί δε βγάνει
μον’ τρέχουν κείθε για να βρουν // να πλέξουνε στεφάνι
Το μοιρολόι έπιασε // και η Μακεδονία
θυμάται πως την στήριξε // με θάρρος, με αντρεία:
Ένα μεγάλο ευχαριστώ // υπόσχεση σου δίνω
το όνομά μου σ’άλλη γη // ποτέ δε θα εγκρίνω
Ζηλεύει η Αμερική, // η Ευρώπη χτυπάει τα στήθη,
φθονούν γιατί ο πιο τρανός, // Έλληνας εγεννήθη
Τ’άσπρα τα σπίτια τα λευκά // στα μαύρα εντυθήκαν
και τα’αετόμορφα βουνά // γείραν κι υποκλιθήκαν.
Κι ο ήλιος ο ηλιάτορας // που φέγγει, ο νοητός
σήμερα αργοσβένεται // τον τρώει ο καημός
Σιμά το Αιγαίο τράνταξε // τη γαλανή ποδιά του
δάκρυα τα κάμει, χείμαρρο // τα βαθερά νερά του
Τί κλαίτε, τί μαραίνεστε // προς τί τόση μουντάδα;
Τους λέει κι αποκρένεται // με τόλμη η Ελλάδα
Κλαίτε γι αυτόν που δόξασε // εμέ σ’όλη την πλάση;
Κλαίτε αυτόν που θα’ναι εδώ // το σύμπαν κι αν γεράσει;
Μην κλαίτε, μη μαραίνεστε // το χρέος σας αφήνει
τώρα εσείς σηκώνετε // εκείνου την ευθύνη
Στου ουρανού γυροβολάς // το άγιο το κονάκι
γεια και χαρά σου σύντροφε // Μίκη Θεοδωράκη!
Μια… μαντινάδα του την χρωστούσα.
Τώρα που έπεσε η αυλαία της εγκόσμιας ζωής του στον Γαλατά Χανίων, νιώθω πραγματικά την ηθική υποχρέωση να αναφέρω δύο γυναίκες που στάθηκαν δίπλα του με όλο τους το «είναι» και που δυστυχώς δεν ανέφερε κανείς τούτες τις μέρες.
Η Ρένα Παρμενίδου (δεξιά στη φώτο).
Η «γραμματέας» του Μίκη τα τελευταία 32 χρόνια. Η άγρυπνη φρουρός και φύλακας άγγελος. Η διακριτική, άδολη και ανιδιοτελής σκιά του. Αν δεν ήταν η Ρένα, ο Μίκης θα είχε πεθάνει 20 χρόνια πριν και το λέω μετά λόγου γνώσεως.
Ήταν η γραμματέας του, η οικονόμος του, η νοσοκόμα του, η μαγείρισσά του, του στάθηκε σαν κόρη του. «Τώρα που έφυγε, για ποιον θα ξενυχτίσω;». Αυτό είπε. Φιλόξενη, καρντάσαινα Σαλονικιά. Την έβλεπα και ράγιζε η ψυχή μου. Αυτό που λέμε καμιά φορά χαριτολογώντας είναι, όλα αυτά τα χρόνια που είναι δίπλα του, πόσες ώρες να έχει κοιμηθεί συνολικά αυτή η γυναίκα, άραγε;
Η Ιωάννα Κολοβού, νομικός και δημοσιογράφος.
Το γραφείο τύπου Μίκη Θεοδωράκη τα τελευταία 38 χρόνια. Έζησε τον Μίκη σε όλες τις πολιτικές και μουσικές του στιγμές. Η εικόνα του Μίκη προς τα έξω ως γραφείο επικοινωνίας, η κινητή εγκυκλοπαίδεια όλων των μεγάλων πολιτικών γεγονότων της Πατρίδας μας ως αυτόπτης μάρτυρας, δίπλα του σε όλες τις επαφές του.
Αυτές είναι οι δύο άγνωστες ηρωίδες.
Και στους άγνωστους ήρωες αποδίδω πάντα ιδιαίτερη τιμή.
Η επόμενη μέρα, είναι πάντως μια μέρα ευθύνης και αισιοδοξίας. Είναι η μέρα που ξεκινά η αποτίμηση και επιστημονική έρευνα του έργου του. Το μουσείο του στην Κρήτη θα δέχεται ερευνητές από όλον τον κόσμο.
Και είμαι βέβαιος ότι θα ανακαλύπτουμε κάθε φορά νέα πράγματα.
Δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του κουβέντα.
Οι φωνές κριτικής θα υπάρχουν πάντα και είναι σεβαστές, αλλά για ένα είμαι απολύτως βέβαιος, ότι θα μας ενώσει όλους.
Και μεταξύ μας, τα σημεία τριβής δεν ήταν λίγα. Διαφωνούσαμε σε πολλά. Ένα ήταν ακριβώς αυτό, η θέση μας για την «ενότητα». Για τον Μίκη ήταν απόλυτη έννοια, είχε αδιαπραγμάτευτη ηθική αξία. Η δική μου προσέγγιση ήταν πιο «τεχνοκρατική». Πίστευα και πιστεύω ότι ενότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μεταξύ ομοίων. Αν δεν υπάρχει σύγκλιση και συνεννόηση μπαίνουμε σε ένα φαύλο κύκλο αντεγκλήσεων, διελκυστίνδων και αδιεξόδων, χάνουμε χρόνο.
Πάντως, ό,τι δίδαξε, το δίδαξε με το παράδειγμά του. Και η αλήθεια είναι ότι και με το θάνατό του θα καταφέρει να μας ενώσει όλους γύρω από την προσφορά του στον πολιτισμό μας και στην Ελλάδα.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος.