Κάθε πρωτοχρονιά, ο ουρανοφάντωρ άγιος ως προστάτης ισχύει, εννοείται, για όλον τον προστρέχοντα προς αυτόν κόσμο, δηλαδή για κανέναν· ότι, αν δεν εξειδικεύεται και δεν ατομοποιείται η αγάπη – ακόμα κι εκείνη η εξ επαγγέλματος, όπως καλή ώρα αυτή των δεσποτάδων iρουτίνας και τα πλασμώδια της συνήθειας. Κάτι σαν τα φιλιά αέρος που ανταλλάσσουν συριστικά καταβαμμένες κυρίες, τα οποία μυρίζουν αυθεντικότητα όσο κι εκείνα τα σκορδόπηχτα αλλαντικά της λαϊκής αγοράς.
Αλλά εκείνη τη χρονιά του 199…, o άγιος έδειξε μια προτίμηση στους φέροντες αποκλειστικά, και επί γης, το όνομά του.
Διότι, λ.χ.:
Α. Είχε χιόνια αποβραδίς το είχε στρώσει κανονικά στη γη και ομοίως το στροβίλιζε από το πρωί στον αέρα. Το είχε δε παγώσει στο δρόμο. Χρονιάρα μέρα κανένα όχημα δεν τον διέσχιζε· όλος ο κόσμος των μικρομεσαίων συνειδήσεων κοιμόταν μετά την ξέφρενη, νυχτερινή, τηλεοπτική, πρωτοχρονιάτικη ευωχία που προηγήθηκε. Εις μάτην χτυπούσαν οι πρώτες καμπάνες και τους καλούσαν, έστω και την ύστατη στιγμή να ‘ρθούν στην δια των καλοριφέρ, θερμότητα της εκκλησίας.
Β. Αυτός, εγερθείς, πήγε κατευθείαν -όπως τα μόλις εξελθόντα της γιδοκοιλιάς κατσίκια της εποχής σπεύδουν για βύζαγμα στις μητρικές ρώγες- στον οικιακό πίνακα της ΔΕΗ και γύρισε τον αυτόματο διακόπτη του καλοριφέρ (ήταν γαρ η εποχή προ της Τηλεθερμάνσεως), κι αυτό δεν άναψε. Η λανθάνουσα υποψία, μετά την άμεση αυτοψία στο υπόγειο με τους καυστήρες και τα ντεπόζιτα πετρελαίου, έγινε ρίγος βεβαιότητας καυτό και κρύο μαζί, αφού ο πανικός είναι τόσο ευμετάβλητο στα ανθρώπινα, άρα επιδεχόμενο κάθε είδους θερμοκρασία, είδος αισθήματος. Είχε τελειώσει το πετρέλαιο ανήμερα Πρωτοχρονιάς! Κι όλα τα πρατήρια ανεφοδιασμού των ολιγωρούντων, φυσικά, ήταν κλειστά κι ευλογημένα. Είχαν και γιορτή στο σπίτι. Ωχ, εις την 3ην.
Γ. Το τι άκουσε, αντί για τις αναμενόμενες ευχές, μόλις ανακοίνωσε ζεματισμένος την αιτία της μη ζέστης, δεν καταχωρείται στην αφήγηση, μέρα που είναι· μόνο ένα μικρό δείγμα, έτσι, για μια πρώτη γνώση: ασυλλόγιστε, χαμένε, που μέσα στα χαρτιά έχασες κάθε αίσθηση του χρόνου και των ευθυνών σου· Τι άλλο; ακαμάτη, (όχι αυτό μάλλον δε λέχτηκε ήταν πολύ ψεύτικο) άφησες το σπίτι χωρίς θέρμανση τη μέρα που γιορτάζεις κιόλας· όλα εγώ θα τα φροντίζω; Εσένα γιατί σ’ έχουμε, δηλαδή κ.λπ.
Δ. Ενιωθε σαν τον μαστρο-Παυλάκη στα «Χριστούγεννα του τεμπέλη» του αξιοτίμου Α. Ππδ. απορριγμένος, που άφησε χωρίς γαλοπούλα τον οίκο του, κι είχε μια διάθεση καταδίκου που του δίδεται ωριαία αναστολή εκτέλεσης της ποινής, μέχρι να αποκαταστήσει την ελλείπουσα θέρμανση στις χειρότερες δυνατές εξωτερικές συνθήκες.
Κρατούμενον πρώτον.
Λοιπόν. Εποχούμενος δρόμο πήρε στην έρημη πόλη του πρωινού, αναζητώντας …ανοιχτό πρατήριο πετρελαίου. Αν είναι δυνατόν! Το χιόνι θέλει προσοχή υψίστη· δεν αστειεύεται. Οσο μαλακό, γλυκό, απαλό στην όψη, την αφή, τη γεύση (και με όποια άλλη λυρική επένδυση το ενδύσεις) κι αν είσαι, ελλοχεύει πάντα η ύπουλη νωχέλειά του, επί της οποίας η παραμικρή διολίσθηση μοιραία σε μετακυλίει στις ακριβώς αντίστροφες διαθέσεις. Αλλά αυτός ήταν έμπλεος οργής για τον εαυτό του -έπρεπε, αλλά δεν πρόσεξε- κι ενοχής· άρα, ό,τι χειρότερο για έναν οδηγό σε συνθήκες χιόνος. Εφερε όλες τις γύρες της πόλης με τα γνωστά πρατήρια, τα οποία ζούσαν το μακάριο κι ειρηνικό ξημέρωμα της πρωτοχρονιάς που χιόνιζε ευτυχισμένα κι αυτός να είναι ο μόνος δυστυχής της ημέρας. Σε άλλες εκδοχές, τι ωραία θα απολάμβανε αυτό πίσω από τζάμι ατενίζοντας, έξωθεν, δήθεν αλλά ένδον του να ψάχνει συνεχώς το παρελθόν του, όσο άσπιλο -τρίχες- ήταν ή νόμιζε πως ήταν έτσι.
Αυτά συλλογιζόταν και δεν είδε το 3/4ων μόνο στρατιωτικό -τι λέω, μοναδικό κινούμενο όχημα στην πόλη- κι έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο, σε έναν γωνιώδη εναγκαλισμό τρυφερότητας· πώς ανταλλάσσουν ανήμερα χρονιάρας μέρας ευχές δι’ ασπασμών, γωνία δεξιά, αλλά αυτό είχε προφυλακτήρα άτρωτο. Πανικόβλητος κατέβηκε να δει αν χτύπησε το …στρατιωτικό. Οι φαντάροι γελούσαν με τον πολίτη -πανικό και τον πολίτη που δεν έβλεπε τα χάλια του αυτοκινήτου του, το οποίο, παρ’ όλα αυτά κινούνταν κανονικά, δηλαδή διολισθαίνοντας. Εδωσαν νοητά τα χέρια και χώρισαν ειρηνικά, χωρίς τίποτε περαιτέρω.
Κρατούμενον δεύτερον.
Επιτέλους στην έξοδο της πόλεως, κοντά στη γέφυρα απ’ όπου περνούσε η ταχεία προς Θεσσαλονίκη, ένα μισοκοιμισμένο πρατήριο έδειχνε ίχνη πετρελαϊκής, ζώσας αναλαμπής. Εφημέρευε ένας γέρος, που δεν θα είχε ύπνο κι ούτε διάθεση για κάτι διαφορετικό εκείνη τη μέρα· πέρασαν κι είχε περάσει τόσες εξ’ άλλου ανούσιες πρωτοχρονιές, μια περισσότερο δεν έβλαπτε, στη ζωή του. Ευτελείς κουβάδες, που είχαν καπάκι όμως -τις καθημερινές εκεί βουτούν τη μάπα καθαριότητας αι κυρίαι καθαρίστριες- γέμισαν με τον πολύτιμο μαύρο χρυσό (τώρα κατανόησε αυτή την κοινοτοπία), και σαν πολύτιμο ροδόσταγμα το πρόσεχε. Θυμήθηκε, παιδί, πως κουβάλησε το γάλα μετά το άρμεγμα των προβάτων από το βουνό, σε ανοιχτό καρδάρι και πάνω στο μουλάρι, γιατί τα γκιούμια είχαν γεμίσει. Θέλησε να το διασκεδάσει, αλλά πώς;
Ηρθε η φωτιά στο σπίτι κι όλα άρχισαν να γυρίζουν τη ρόδα του κανονικού μετά το οδυνηρό αυτό ιντερλούδιο
Ξεφύλλισε κανονικά τον Μέγα Βασίλειο -ανήμερα πάντα είχε συνήθεια να φυλλομετρά μια έκδοση με τους «Λόγους του εξαημέρου» της Δημιουργίας” -έτσι, να νοτίζει το είναι του με μικρή δόση θρησκευτικότητας· τη μεγάλη την άφηνε για το μπιχλιμπιδάτο ιερατείο που κορυβαντιούσε τηλεοπτικά αλλά και σ’ όλους τους ναούς· άλλωστε, κάποιες τέτοιες μικρές δόσεις δίνουν χρώμα σε μέρες που έγιναν πλέον περίοδος λιανεμπορίου.
Αλλά το χιόνι, σχεδόν με όρεξη, έξω έπεφτε· και έγνοια κρυφή τον έκαιγε, γιατί το μεσημέρι είχαν να παν ταξίδι ως την παρακείμενη της πόλεως πολίχνη, να φάνε μαζί με τους μεγάλους, όπως πάντα κι εν παντί καιρώ.
Ρίχτηκε κάτω υπτίως και πρηνηδόν, κι έγινε ένα με το α-διαμπερές τσιμέντο του διαμπερούς γκαράζ να βάλει αλυσίδες στο αυτοκίνητο, πράγμα που ουδέποτε είχε ξανα-επιχειρήσει. Μαρτύρησε, τα κατάφερε. Με σφιγμένη τη διάθεση ξεκίνησαν. Στο ύψος του δρόμου στο μέσον της σύντομης διαδρομής, μόλις και φαίνονταν προηγηθείσες ροδιές, κι εκεί που το φυσάει, το φέρνει και το κλώθει σε ανεμοσούρια -θυμίζουν τοπία του δόκτορα Ζιβάγκο εξαίσια, αλλά άλλη φορά – πάτησε φρένο επί παγωμένης οδικής χιόνος, διότι έτσι κάνουν όλοι οι ολιγόνοες, περιδεείς οδηγοί σε συνθήκες στιγμιαίας αμυντικής θωράκισης από την ανασφάλειά τους. Ως εκ τούτου, οι φωνές που ακούστηκαν από το θάλαμο των συνεπιβατών οικείων ήταν στην κλίμακα της απόγνωσης και της φρίκης. Σφίχτηκαν, διότι ήδη το αυτοκίνητο πήρε ανάποδα την κατεύθυνση κατ’ ευθείαν προς την πόλη απ’ όπου ερχόταν, διότι, έτσι γίνεται: ή πέφτεις στο παρακείμενο χαντάκι ημιτουμπαρισμένος και βαρυαλγών ή, αν υπάρχει συμπτωματική ευστάθεια οδηγικού λόγου και χέρι αγίου που εφημερεύει εκείνη τη μέρα, μπαίνεις στο αντίθετο ρεύμα, παίρνεις στροφή και συνεχίζεις του καλού καιρού προς τα κει από όπου ήδη ερχόσουν, σαν να μη συνέβη τίποτε. Ετσι κι ένιωθε, διατηρώντας μιαν επιφανειακή ψυχραιμία διάτρητη -κόσκινο- ένδον.
Σκεφτόταν πως ήδη είχε τριτώσει το κακό, ελεγχόμενα βέβαια, οπότε δεν υπήρχε εκκρεμότητα στην καθιερωμένη ακολουθία της ειμαρμένης. Δεν επρόκειτο να τους συμβεί άλλον τι, άρα μπορούσαν να συνεχίσουν σχεδόν αισιόδοξα την κάτασπρη, πρώτη του χρόνου μέρα. Δεν είπε το παραμικρό για να μην προσθέσει, στα ήδη αρχόμενα από το πρωί, κι άλλα επίθετα σχετλιαστικού λόγου στο κομβολόι με τις άσκοπες, πλην χτυπητές στην ηχώ τους, χάντρες.
Γύρισαν όπως όπως με ανάμεικτα τα αισθήματα, αφού ήδη η μπροστινή ρόδα φτερό είχε στραβώσει· αλλά ποιος κοιτάει τώρα αυτές τις επιδερμικές επιπλοκές του αυτοκινήτου. Ηρθε σε εορταστική διάθεση, δηλαδή εκείνη της σιωπής και της εγκαρτέρησης, ώσπου ν’ αρχίσει και να κοπάσει το μικρό, συνήθως, κύμα των επισκέψεων οι οποίες, κατά σύμβασιν εορταστικού λόγου, γίνονται άπαξ, θα έλεγα, του έτους οι περισσότερες κι ανταποδίδονται το ίδιο τυπικές και στο αυτό καλούπι της συμβατικότητας χυμένες.
Προσέγγισε την κουζίνα, καθ’ αυτή, να βάλει να γίνει κάτι ζεστό κι επειδή δοκίμαζε δακτύλω τα μάτια της να δει ποιο άναψε, αφέθηκε σε στιγμιαίες αναπολήσεις τέτοιας πυκνότητας κι ωραιότητας ώστε δεν κατάλαβε ότι πήρε να καίγεται το χέρι και κόλλησε στο μάτι. Βόγγηξε εξωτερικά, βλαστήμησε από μέσα. Ωστε δεν είχαν τελειώσει; Μήπως η απουσία του πετρελαίου και η αναζήτησή του ανήκαν στο ένα και το αυτό πάθημα κι αυτός τα θεώρησε ως δύο διαφορετικά, παρότι είχαν σχέση αιτίου αιτιατού· ή ήταν το τεταρταίο επιχείρημα της ημέρας, με το οποίο ο άγιος έκλεινε τον κύκλο της επίβλεψης των πιστών του επί γης αλλά κι εκείνων ειδικά που έφεραν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, αλλά εν βαπτίσματι, το όνομά του, μεγάλη η χάρη Του.