Θέλοντας να τιμήσω τους προπάτορές μου και όλους τους ενδιάμεσους κρίκους για να υπάρξουμε εμείς, γράφω αυτό το γραπτό. Στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από περιγραφές πονεμένων ανθρώπων που είτε έζησαν ή βουβά και πονεμένα ήταν ακροατές των δικών τους για το ξεριζωμό από την πατρίδα, όπως λέμε τα εδάφη από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Την σπουδαία, πλούσια, όμορφη, περήφανη, τη λατρεμένη, όπως μας μάθαιναν, γη της Ιωνίας.
Θα προσφύγω στο βιβλίο «Κιβωτός» της αγαπημένης φίλης μου Πηνελόπης Ηλιάδου, του εκδοτικού οίκου Κυριακίδη, που με μεγάλο πόνο την αποχωριστήκαμε, όσοι την αγαπούσαν. Γράφει, λοιπόν, η Πηνελόπη Ηλιάδου για την προσφυγιά: «Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονείς άταφους, παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια, το φαΐ στο φούρνο, τη σοδειά στην αποθήκη, τα πορτρέτα των προγόνων τους στους τοίχους και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι από το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μία τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά.
Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια πέρασαν τη θάλασσα σε έναν ομαδικό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου και της Πάτρας. Ενάμιση εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μία θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος «ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ». Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες, τι να σκεφτούν, τι να ξεχάσουν, τι να πράξουν, που να δουλέψουν, πώς να ζήσουν;
Και έφτασαν στην Ελλάδα αποδεκατισμένοι από την πείνα, τις αρρώστιες και τις κακουχίες, με μαρμαρωμένο το πρόσωπο από τις φρικαλεότητες που είδαν τα μάτια τους και με βαριά την ψυχή τους από θύμησες ιστορικές που με πείσμα προσπαθούν να τους κρατήσουν στη ζωή και να δημιουργήσουν γέφυρες ανάμεσα στο χαμένο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον. Πετρωμένα φεγγάρια τα μάτια τους που είδαν σε μία στιγμή όλο το κακό του κόσμου. Αλαφιασμένους ανθρώπους να τρέχουν σαν τρελοί από φόβο και πανικό, πλήθη να κρύβονται στα νεκροταφεία παρέα με νεκρούς, μανάδες να πνίγουν τα μωρά τους για να μην προδοθεί η ομάδα από το κλάμα τους, ξεκοιλιασμένες γυναίκες, σφαγμένους άντρες, παιδιά πεταμένα σε γκρεμούς ή πεθαμένα τους δρόμους. Εφιάλτες που τους κυνηγούν ακόμη και στη νέα πατρίδα.
Αλλά τα μάτια στέρεψαν και δεν κλαίνε πια. Μόνο ένας πονεμένος αναστεναγμός κάθε φορά που θυμούνται:
Όι όι μανίτσα μ’ …
Όι όι μανίτσα μ’ …
Πολλοί ξέμειναν σαράντα μέρες στη θάλασσα. Σε κανένα λιμάνι δεν τους επέτρεπαν να προσαράξουν. Οι πρόσφυγες ζήτησαν να πάνε στον Πειραιά, δεν τους δέχτηκαν όμως. Μετά ζήτησαν να πάνε στο Βόλο. Ήταν και εκεί ανεπιθύμητοι. Εξουθενωμένοι και αποδεκατισμένοι έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και κατέλυσαν στα λαμαρινιένια καταλύματα υποδοχής προσφύγων στην Καλαμαριά. Οι δικοί μας έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη με τρένο στο Αμύνταιο και από κει με κάρα για την Κιβωτό».
13/9/2022