Οδοιπόρος στους δρόμους του κόσμου
με το δισάκι της αγάπης κρεμασμένο στην πλάτη,
χιλιοτρυπημένο από την απουσία σου.
Αντάρτης των πόλεων διαρκώς σημαδεύω
και πυροβολώ τη σκιά σου.
Προσκυνητής σε αλειτούργητες εκκλησιές
εκλιπαρώ το ψεύτικο θάμα.
Θαμώνας σε παροπλισμένα καφενεία
μεθάω την αλήτισσα καρδιά μου.
Με τη γραβάτα θηλιά στο λαιμό μου
ποντάρω στις ρουλέτες του κόσμου
για να σε κερδίσω.
Στα τρίστρατα του κόσμου δεν σε συνάντησα.
Στην απέραντη έρημο ουρλιάζω.
Έι, που είσαι;
Κι ο Σιμούν, ο καυτός άνεμος της ερήμου
χαράζει το κορμί μου με τη φωνή σου. Εδώ! Μακριά σου!
Στα θέατρα του κόσμου δεν είχες κανένα ρόλο για να σε δω.
Ο Δίας διαρκώς με κεραυνοβολεί για να μην σε ψάχνω
κι η Ήρα ζηλόφθονα με καταράστηκε.
Στην Κρυσταλλία πηγή συνάντησα την Πυθία που πλένονταν
και ζήτησα το χρησμό της αν θα σε συναντήσω.
Μου απάντησε και ναι και όχι!
Τις μοίρες είδα στο διάβα μου και τις ρώτησα τι επιφυλάσσουν για σένα και για μένα.
Κοίτα εκεί μου είπε η μία. Και είδα ανθρώπους να παλεύουν να σπάσουν
τις αλυσίδες τους για να ελευθερωθούν.
Κοίτα εκεί, μου είπε η άλλη. Κι είδα ανθρώπους να απλώνουν τα χέρια
για να τους περάσουν τις αλυσίδες.
Εμείς, μου είπε η τρίτη,
Δεν ορίζουμε τις ζωές των ανθρώπων.
Εμείς είμαστε οι πράξεις των ανθρώπων.
Οι πυξίδες μου σάρωσαν όλα τα σημεία του ορίζοντα
χωρίς να σε εντοπίσουν.
Μόνο εκεί που σεργιανούσες δεν έψαξα.
Κι όμως εκεί που δεν φανταζόμουν ήσουνα.
Μέσα στο φόβο, την ανασφάλεια και την υποταγή.
Μέσα στα πιο ασήμαντα πράγματα τριγυρνούσες.
Τώρα δεν έχω λόγους να σε ψάχνω.
Τώρα ξέρω σε ποια ελευθερία είσαι εγκλωβισμένη!
Τώρα μου στέρησες και τη χαρά
να σε ψάχνω!