Στην παράξενη και ιδιόμορφη πολιτεία που κάθε χρόνο οι Κοζανίτες επισκέπτονται, επικρατεί απόλυτος τάξη, γαλήνη και ησυχία.
Όχι δεν υπάρχουν μίση και έριδες. Δεν υπάρχουν δικαστήρια και διαφορές. Μικρά φωτάκια, κεριά και καντηλάκια, φέγγουν αυτή την ξεχωριστή πολιτεία. Μόνο το Ανοιξιάτικο αεράκι που κουνά τα μικρά κλωνιά των κυπαρισσιών θυμίζει την ύπαρξη της ζωής.
Μόνιμοι κάτοικοι αυτής της πολιτείας τα σπουργίτια και τα διάφορα άλλα αγριοπούλια που κουρνιάζουν πάνω στα ψηλά και λυγερά κυπαρίσσια.
Στην άκρη του τελευταίου οικίσκου, ένα γοερό κλάμα μιας απαρηγόρητης μάνας διαταράσσει την ησυχία του χώρου και πιο κει το γέρικο άσπρο κεφάλι γνέφει αποχαιρετώντας τη μονάκριβη αγαπημένη του, που του την πήρε ο χάροντας, πριν πολλά χρόνια, ανήμερα γιορτής, σα νάταν χθες..
Μα ξαφνικά η νεκρή πολιτεία άρχισε να ζωντανεύει. Σιγά – σιγά καλοντυμένες οικογένειες φορώντας καθαρά ρούχα και κρατώντας κεριά στα χέρια αρχίζουν να επισκέπτονται το χώρο. Σε λίγο και άλλοι και άλλοι ώστε ο χώρος της πολιτείας αυτής να έχει γεμίσει ασφυκτικά.
Σιωπηλοί , σοβαροί, χαρούμενοι ή λυπημένοι, με μαύρα ή άσπρα ρούχα περιμένουν κάτι το αναπάντεχο. Κάτι το εξαιρετικό.
Πριν απ’ αυτό και για να υποδεχθούν το χαρμόσυνο γεγονός που περιμένουν, καλλωπίζουν το χώρο. Οι σκούπες παίρνουν φωτιά και σε λίγο όλα τακτοποιημένα στη θέση τους, τα κεράκια, τα μάρμαρα, οι σταυροί, όλα πεντακάθαρα, περιμένουν και αυτά αυτό το ξεχωριστό γεγονός.
Όχι πως τον προηγούμενο χρόνο ήταν σε εγκατάλειψη, αλλά σήμερα είναι μια διαφορετική μέρα.
Από το βάθος του κήπου, ακούγεται μια μελωδία. Ο ιερέας βροντοφωνάζει με τρεμάμενη φωνή το «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός» και σε λίγο όλες οι λαμπάδες που φυλάσσονταν τυλιγμένες σε άσπρα χαρτιά με μιας εμφανίζονται και γεμίζει ο χώρος από το ευωδιαστό φως του Πανάγιου Τάφου.
Και πριν καταλαγιάσει η οχλοβοή και πριν ηρεμήσει το περιβάλλον και ξανακυριεύσει στο χώρο η σιωπή, μεγαλοπρεπώς και κατά το Βυζαντινό πρότυπο, ακούγεται η φωνή του καλόφωνου ιερέα.
«Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και την εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενη».
Καμπάνες χαρμόσυνα αναγγέλλουν αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός. Η ήττα του θανάτου, ο θρίαμβος της αθάνατης και μέλλουσας ζωής στον παράδεισο. Η αθανασία και η προσμονή της συνάντησης με το προσφιλές μας πρόσωπο εν τω παραδείσω.
Ένα χαμόγελο στα άκρα των χειλιών της μαυροφορεμένης και χαροκαμένης μάνας και η φουντωμένη ελπίδα της συνάντησης με το σπλάχνο της στον παράδεισο, αρκεί ώστε να επαναλαμβάνεται το ίδιο γεγονός κάθε βράδυ στην Ανάσταση των κοιμητηρίων της πόλης μας.
Χριστός Ανέστη. Φωνάζουν όλοι. Αληθώς Ανέστη αποκρίνονται οι άλλοι. Με τη βέβαιη ελπίδα ότι αυτό το χαρμόσυνο και ανεπανάληπτο γεγονός της Αναστάσεως το ακούν και οι νεκροί μας.
Ύστερα όλοι οι ζώντες θα αποχωρήσουν με το αίσθημα της ικανοποίησης αφού γιόρτασαν μαζί με τα απόντα προσφιλή τους πρόσωπα.
Η νεκρή πολιτεία θα επανέλθει στην ηρεμία της απραξίας και οι ψυχές των νεκρών θα φτερουγίζουν στη δική τους διάσταση μ’ ένα αίσθημα μιας έστω μικρής ανακούφισης, καθώς ομολογεί ο Απόστολος των Εθνών Παύλος.
Μια λαμπάδα που θα παραμείνει καρφωμένη στον τάφο του νεκρού δίπλα στα λουλούδια της άνοιξης, θυμίζει το ανέσπερο φως που σκέπασε τη νεκρή πολιτεία που έστω και για λίγο, έστω μια φορά το χρόνο αναστήθηκε.