Πάντα είχα μια κρυφή περηφάνια για το δικό μας Πάσχα στο ταξίδι μου στον κόσμο. Το ελληνικό Πάσχα.
Μπορεί στην Ευρώπη τα Χριστούγεννα να ήταν μια εντυπωσιακή πανδαισία, αλλά εμείς ξέραμε… είχαμε ως επίρρωση τη δική μας ταυτότητα. Το δικό μας κατανυκτικό, ταπεινό, πνευματικό, ελληνικό Πάσχα. Με τις ελληνικές μυρωδιές της Άνοιξης, της πασχαλιάς, του βασιλικού, του νυχτολούλουδου. Τί να μας πει τώρα και η Ευρώπη! Φανταχτερή κι εντυπωσιακή… δε λέω, αλλά το δικό μας Πάσχα ήταν η δική μας απάντηση.
Τα ταπεινά χωριά μας απέναντι στις αστραφτερές μητροπόλεις τους, το μοιρολόι απέναντι στο ξεφάντωμα, η συγκίνηση απέναντι στο πάρτι, το ευλαβικό εκκλησίασμα απέναντι στο show, η αγρυπνία απέναντι στο ξενύχτι.
Δεν ήταν θέμα του «καλύτερου» ή «χειρότερου». Ήταν απλά το δικό τους και το δικό μας.
Υπήρχε πάντως η συνειδητότητα αυτής της διαφοράς: Εμείς τα δικά τους Χριστούγεννα θα μπορούσαμε να τα αντιγράψουμε. Αυτοί το δικό μας Πάσχα όμως… μηδέποτε! Είναι τόσο αυθεντικό και μοναδικό που μπορεί να υπάρχει μόνο εδώ! Δε βγαίνει σε αντίτυπα, αλλού δε μεταφέρεται.
Κι όμως! Τα χρόνια πέρασαν και διαπίστωνα με το χρόνο ότι συνέβαινε κάτι αδιανόητο. Ένα νεοελληνίστικο υβρίδιο φθηνής απομίμησης. Η «επιβεβαίωση» του εξευρωπαϊσμού μας, ότι να… γενίκαμε ανθρώποι σαν κι αυτούς, πολιτισμένοι κι εμείς τώρα. Αντιγράψαμε το ξένο, αυτό που αυτοί δε θα μπορούσαν να μιμηθούν ποτέ. Αντί να διαφυλάξουμε τη δική μας ταυτότητα, αντιγράψαμε αυτή των άλλων!
Ένα show με events, σοκολατάκια και «πασχαλινές» αγορές για τα παιδάκια. Αρκουδάκια, χαμογελαστά κουνελάκια, λαγουδάκια με σμόκιν, πεταλουδίτσες, ακόμα και κότες βλέπεις παντού στις δημοτικές διακοσμήσεις χωριών και πόλεων! Πολύχρωμα φωτάκια, κορδελίτσες, αβγουλάκια, γενικά μια happy ατμόσφαιρα, έτοιμοι για το χειροκρότημα στον super star που λες και θα βγει μέσα από καμιά τούρτα σε bachelor party!
Το Πάσχα όχι ως βιωματική εμπειρία, ως μία προσπάθεια ενσυναίσθησης στην κοινωνία μας με τους άλλους μέσα από το βίωμα των Αγίων Παθών, αλλά ως αντίστροφη μέτρηση πριν την έκρηξη μπαλονιών και κομφετί.
Έγινε το Πάσχα, Χριστούγεννα και τα Χριστούγεννα, Απόκριες! Από τον υπερβάλλοντα ζήλο να μοιάσουμε σε κάτι άλλο, «ανώτερο», καταντήσαμε ένα κιτς εξάμβλωμα σαν τους Σκοπιανούς που παρουσίαζαν γαλέρες του Πίτερ Παν αντί για τριήρεις και βιώνουν τη μακεδονική τους ονείρωξη με ροζουλί αγάλματα. Αντί να εξευρωπαϊστούμε, βαλκανοποιηθήκαμε.
Ας διευκρινίσω, ότι δεν κάνω προσπάθεια κριτικής στη Δύση. Άλλωστε και αυτή είναι το θύμα του ίδιου εχθρού: Του νεοφασισμού της πολιτικής ορθότητας.
Ερωτηθείς για την γκροτέσκο διακόσμηση της Αθήνας στο περσινό Πάσχα ο περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης σχολίασε: «Αυτό που θέλαμε είναι μέσα σε αυτή τη στεναχώρια που όλοι έχουμε με την πανδημία να δει ο κόσμος μια χαρούμενη πασχαλινή ατμόσφαιρα… Αφού κάναμε τον κόσμο να γελάσει πετύχαμε το στόχο μας, θετικό είναι».
Αυτό είναι το Πάσχα λοιπόν. Να κάνουμε τον κόσμο να γελάσει.
Γιατί σώνει και καλά πρέπει να γελάσω! Γιατί πρέπει να είναι κάτι οπωσδήποτε διασκεδαστικό για να γίνει αρεστό ή αποδεκτό! Διότι οφείλει να αλλάξει το κριτήριο της κοινωνίας. Οφείλει να μεταλλαχτεί κάτι πνευματικό σε ηδονιστικό για να γίνει υπερκαταναλωτικό κι εμπορικό κατά τρόπο μάλιστα παρασιτικό. Το τίμημα όμως που θα κληθεί να πληρώσει η ίδια θα είναι η συνεκτικότητά της, χωρίς επίγνωση συλλογικής πολιτισμικής ταυτοπροσωπίας, χωρίς δυνατότητα αξιολόγησης της κοινής της συνείδησης μπροστά στην προσωπική ευχαρίστηση. «Όλα για την πάρτη μας».
Βεβαίως υπήρχαν πάντα τα λαϊκά έθιμα που το πλαισιώνουν. Αβγά, λαμπάδες, αρνιά, δώρα κοκ. Οι άνθρωποι όμως που επινόησαν όλα αυτά ως παραδοσιακά καταναλωτικά πρότυπα κατά το Πάσχα είχαν γνώση και συναίσθηση της θρησκευτικής του πρεσβείας. Το αρνί δεν το τρώμε μόνοι μας, αλλά σε κοινωνία με συγγενείς και φίλους. Τη λαμπάδα, δεν την αγοράζουμε για τον εαυτό μας, αλλά κάποιος τη δωρίζει σε κάποιον άλλον. Τα αβγά δεν τα τρώμε μόνοι μας, αλλά τα τσουγγρίζουμε μετά ευχών ο ένας προς τον άλλον. Όλα αυτά τα «προϊόντα» συνεπώς, προϋποθέτουν μια κοινωνία ανθρώπων, της οποίας τη συνοχή ενισχύουν.
Υπάρχει η συνειδητότητα της συλλογικότητας.
Το Πάσχα είναι μια χριστιανική, θρησκευτική πανήγυρη. Αυτό που ουσιαστικά γιορτάζουμε είναι η Ανάσταση του Κυρίου που για τον Λαό μας όμως είχε πάντα πολλαπλή σημασία. Είναι μεν η Ανάσταση ως νίκη επί του θανάτου, είναι η συντριβή του κακού, είναι η δυνατότητα κάθε ανθρώπου να αναστηθεί ο ίδιος, αλλά είναι και η ανάσταση του Έθνους μας και η απελευθέρωσή του από κάθε κατακτητή, είναι η ανάσταση του Λαού μας από τα δεινά και δεσμά κάθε δυνάστη και τυράννου. Είναι η νίκη μετά από κάθε δοκιμασία. Είναι η ελπίδα, η προσωπική, αλλά και η συλλογική.
«Σώπα, όπου να’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες…».
Η «διασκέδαση» ως μέσον συλλογικής αποχαύνωσης αντίθετα, είναι ο εχθρός της ελπίδας. Διότι όταν συμβεί το απευκταίο επέρχεται η συντριβή. Χωρίς ψυχικά εφόδια δεν μπορούν οι άνθρωποι, αλλά και χωρίς συνεκτικά εφόδια δεν μπορούν οι κοινωνίες, να αντιμετωπίσουν κρίσεις. Καταρρέουν. Δε φτάσαμε τυχαία ως εδώ. Υπήρχαν λόγοι που τελικά καταφέραμε και περπατήσαμε μια ιστορία αιώνων, απέναντι σε κάθε μαθηματική πιθανότητα να υπάρχουμε.
Γιατί πρέπει λοιπόν, ντε και καλά, να θυσιάσω όλα τα παραπάνω μόνο και μόνο για να γελάσω!
Για τη διασκέδαση ως μέσο κοινωνικής χειραγώγησης προειδοποιούσε ο δυστοπικός συγγραφέας Άλντους Χάξλεϋ. Ενώ στη δυστοπική κοινωνία του ο Τζωρτζ Όργουελ φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα ελέγχονται μέσω της πρόκλησης πόνου, ο Χάξλεϋ, αντίθετα, φοβόταν ότι θα ελέγχονται μέσω της πρόκλησης ευχαρίστησης. Ο πρώτος φοβόταν την υποτέλεια ενώ ο δεύτερος την γενικότερη αφασία. Ο Όργουελ προειδοποιούσε ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που μισούμε, ενώ ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν τελικά αυτά που αγαπάμε.
Πέρα όμως από το Πάσχα ως θρησκευτική, εορταστική πανήγυρη είναι κάτι άλλο για το οποίο διαμαρτύρομαι. Είναι καθόλα πολιτικό και όχι μόνο θρησκευτικό ζήτημα. Είναι ζήτημα της ταυτότητάς μου, ο κίνδυνος να καταντήσω ένα ουδέτερο τίποτα χωρίς συλλογική αναφορά. Έμαθα να συνυπάρχω με όλους εξίσου αρμονικά, όπως και οι άλλοι έμαθαν να ζουν με εμένα όταν ήμουν στην ξενιτιά. Έμαθα να ανέχομαι τους άλλους όταν και οι άλλοι έπρεπε να ανεχθούν κι εμένα ως ξένο. Κανείς όμως εκεί δε θυσίασε τη δική του ταυτότητα για να την αντικαταστήσει με τη δική μου.
Θα δείτε μάλιστα τους πολιτικούς μας, να μας εύχονται «καλές γιορτές». Η ίδια ευχή, μα Πάσχα, μα Χριστούγεννα, όλα ουδέτερα, προς χάρη ενός πολυπολιτισμικού αφηγήματος. Στο Ραμαζάνι όμως, δε θα ευχηθούν καλές γιορτές. Εκεί εύχονται ξεκάθαρα «καλό Ραμαζάνι». Πολύ καλά κάνουν εφόσον αυτό είναι κι έτσι λέγεται. Ειδικά στους αυτάδελφους Πομάκους μας, οφείλουμε να μην παραλείπουμε ποτέ να τους ευχηθούμε.
Ποιες γιορτές όμως; Μία είναι κάθε φορά κι έχει όνομα. Η χρήση πληθυντικού και η αοριστία συνιστούν υποβάθμιση, απαξίωση και τελικά, αποταυτοποίηση.
Εξομοιώνονται όλα σε πανδαισία ή καλύτερα παρενδυσία!
Όπως μέσα σε κινούμενη άμμο, η αλλαγή συμβαίνει αργά, αλλά σταθερά. Δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή παρά μόνο σε βάθος χρόνου, όταν είναι πια αργά.
Θυμάμαι το Πάσχα, στα παλιά τα χρόνια, πέρα από το τυπικό λειτουργικό της εκκλησίας, όταν οι γιαγιάδες κάθονταν γύρω από τον Επιτάφιο και τραγουδούσαν λαϊκά μοιρολόγια κι έκλαιγαν.
Δεν τραγουδούσαν στα Χριστούγεννα το «happy birthday» ούτε χειροκροτούσαν στην Ανάσταση. Δεν τσίριζαν σε ντελίριο ευτυχίας όπως στις συναυλίες των Beatles για τον super star. Προφανώς και κατά την Κυριακή των Βαΐων δεν έβγαιναν στους δρόμους με βουβουζέλες και ντουντούκες ούτε στη Βάπτιση του Κυρίου μοίραζαν μπομπονιέρες.
Γιατί «επέλεγαν» τη λύπη από τη χαρά, τη δυστυχία από τη χαρμοσύνη και μάλιστα σε μια θρησκευτική γιορτή ελπίδας;
Ο θρήνος είναι στη ζωή μοιραίος, αναπόσπαστο κομμάτι της όπως και οι χαρές της. Και αυτές ακόμα δε χαρίζονται, απαιτούν ως αντίτιμο κόπους και βάσανα. Ήξεραν, ότι κάποια πράγματα δεν αποφεύγονται, έχουν απλώς τη σειρά τους.
Η απάντηση, το δικό τους αντίτιμο, βρίσκονταν στα ροζιασμένα, ταλαιπωρημένα, ρυτιδωμένα χέρια τους. Αυτά που μας σήκωναν πάντα στα δυο πόδια για να κάνουν εμάς χαρούμενους.
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Φιλικά
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος.