Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ένα μικρόσωμο πτηνό έχει προσαρμοστεί ώστε να επιβιώνει βασισμένο στην ανθρώπινη δραστηριότητα. O Passer domesticus, όπως είναι η επιστημονική του ονομασία, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο ζει κλέβοντας δημητριακά που καλλιεργούν κι αποθηκεύουν οι Homo sapiens. Μέσα στον χειμώνα επιβιώνει τρώγοντας τα απορρίμματά των ανθρώπων, ενώ την άνοιξη τα έντομα που φωλιάζουν στις αυλές των σπιτιών και των χωραφιών. Κάτω από τις στέγες των ξυλόσπιτων του ανθρώπου, αλλά και σε εσοχές που σχηματίζονται σε φθαρμένες λιθοδομές μεγαλύτερων κατασκευών, το μικρό αυτό πουλάκι φτιάχνει την φωλίτσα του, γεννάει τα αβγουλάκια του και μεγαλώνει τους νεοσσούς του.
Εικόνα 1 Λουόμενοι Passer Domesticus (Φωτογράφος Christian)
Λόγω του ότι στην προϊστορική Ελλάδα, τα μικρόσωμα αυτά πουλάκια φώλιαζαν στις ξερολιθιές πέτρινων κατασκευών, οι οποίες ήταν κυρίως αμυντικές υποδομές, έλαβαν από τους Αρχαίους Έλληνες το όνομα «στρούθοι πυργίτες», δηλαδή «Πυργοπούλια». Σήμερα, οι Κύπριοι τα ονομάζουν στρουθία οι Πόντιοι καστροπέντικους και οι Ελλαδίτες σπουργίτια. To ζωωνύμιο σπουργίτης προέκυψε από το υποκοριστικό του πυργίτης, πυργίτιο, με την συνηθισμένη ανάπτυξη προθετικού /s/ και την διατήρηση της αρχαίας προφοράς του «υ», ως /u/.
Στο ιδίωμα της Κοζάνης ονομάζονται τζιουρτζιούφια. Στον ενικό, (το) τζιουρτζιούιφ, ή (ο) τζιόρτζιουφας. Είναι ζωωνύμιο που μπορεί, επίσης, να αναφέρεται γενικά στα πτηνά μικρού μεγέθους.
Εκ πρώτης όψεως, η λέξη τζιουρτζιούφι δεν φαίνεται να είναι δάνειο από κάποια «γειτονική», με τα Κοζανίτικα, γλώσσα του κοντινού ή μακρινού παρελθόντος. Οι Πρωτοσλάβοι πιθανόν να το ονόμαζαν *vorbьľь, από όπου παράγονται οι σύγχρονες λέξεις για τον σπουργίτη σε Βουλγαρικά (врабец/vrabets), Σερβικά (врабац/vrabats), και Αλβανικά (harabel). Οι Αρμάνοι χρησιμοποιούν μια λέξη για όλα τα μικρόσωμα πτηνά, τσιόνα ή τσιόνι. Την ίδια λέξη που χρησιμοποιούν και πολλά ελληνικά ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Παρομοίως, οι περισσότεροι αναγνώστες θα γνωρίζουν τι περιγράφει συνήθως η βορειοελλαδίτικη λέξη «τσιουτσιούνι».
Οι Τούρκοι το ονομάζουν serçe, και ενίοτε χρησιμοποιούν την αραβική λέξη για το μικροπούλι, عصفور (esfur, usfur).
Αν και το τζιόρτζιουφας έχει φωνητικές ομοιότητες με Τούρκικο serçe, η κατάληξη -ουφας δεν εξηγείται εύκολα. Είναι όμως η ίδια κατάληξη με του κότσυφας, ενός άλλου ζωωνυμίου, προελληνικής μάλλον προέλευσης (κόσσυφας). Η υπόθεση ότι το τζιόρτζιουφας είναι εξέλιξη κάποιας προελληνικής ή παλαιοβαλκανικής λέξης για το σπουργίτη, που επιβίωσε μόνο στην περιοχή Κοζάνης, είναι μάλλον εξωπραγματική. Ούτε είναι πιθανό οι παλιότεροι κάτοικοι της περιοχής, να άκουγαν τα τιτιβίσματα του πτηνού ως «τζιουρτζιούιφ», όταν ο Παπαντωνίου τα άκουγε ως «τσιριτρό». Άρα δεν πρόκειται ούτε για ηχομιμητικό ζωωνύμιο.
Οι Κοζανίτες χρησιμοποιούν την λέξη τσιουρτσιουβές για ένα είδος συρταρωτού παραθύρου που ανοίγει προς τα πάνω. Πρόκειται για λέξη που δανείστηκαν από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι ονομάζουν çerçeve το πλαίσιο, λέξη περσικής προέλευσης που σημαίνει «τετράπηχο». Άραγε, λόγω της οικειότητας του πτηνού με τον άνθρωπο, «τζιόρτζιουφας» να σημαίνει «το πουλί του παραθύρου»; Επίσης παρακινδυνευμένο…
Εικόνα 2 Τα σπουργίτια αποτελούν αγαπημένο θέμα στην τέχνη. Εδώ, ελαιογραφία του 1885. Θα ταίριαζε με τους στίχους του δημοτικιστή Ζαχαρία Παπαντωνίου(1877-1940):
Σε μια ρώγα από σταφύλι
έπεσαν οχτώ σπουργίτες
και τρωγόπιναν οι φίλοι.
Τσίρι τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί τσιριτρό!
Σε κάποιες περιοχές των Σερρών, το τζιουρτζιούιφ(ι) ονομάζεται σερτσέιδ(ι), και σε κάποιες άλλες τσερσέιδ(ι). Προφανώς προέρχεται από το τούρκικο serçe, που έδωσε αρχικά το (τ)σερτσιέ για το σπουργίτι, και στη συνέχεια το τσερτσιέδ(ι) για το σπουργιτάκι. Κάπως έτσι πρέπει να προέκυψε και το τζιαρτζιόν(ι), στο ιδίωμα της Μαγνησίας. Ίσως στην Κοζάνη, το τσερτσέδ(ι)/τζιουρτζιούδ(ι) εξελίχθηκε σε τζιουρτζιούφ(ι), με τροπή του οδοντικού /δ/ σε /φ/, λόγω ανομοίωσης με τα οδοντικά /τ/ στην ίδια λέξη.
Κάτι αντίστοιχο έγινε και με ένα άλλο ζωωνύμιο. Οι Έλληνες δανείστηκαν από την Σλαβόνικη γλώσσα την λέξη κούνα (куна) για την ατσίδα, την ικτίδα των αρχαίων. Έτσι στον μεσαίωνα ονόμαζαν κουνάδια τα μικρά ικτίδια. Στα νεότερα χρόνια, το κουνάδι(ον) έγινε το κουνάβι με τροπή του οδοντικού /δ/ σε /β/, λόγω ανομοίωσης του οδοντικού /τ/ στο άρθρο ουδετέρου, «το».
Κοντολογίς, το τζιόρτζιουφας είναι μάλλον ακόμη μια από τις πολλές λέξεις τουρκικής προέλευσης στο ιδιωματικό λεξιλόγιο της περιοχής Κοζάνης. H επιρροή των τουρκικών στο τοπικό λεξιλόγιο οφείλεται στη μακρόχρονη γλωσσική τριβή τους με τα ελληνικά, ένεκα των μεγάλων εποικισμών της κοιλάδας του Αλιάκμονα από Καραμανίδες Τούρκους. Εποικισμών που διενέργησαν οι Οθωμανοί τον 15ο και 16ο αιώνα.
Είτε μας αρέσει, είτε όχι, κάθε σύγχρονος τοπικός πολιτισμός, σε κάθε γωνιά της γης, έχει διαμορφωθεί από τον πολιτισμό των αυτοκρατοριών που εμπεριείχαν στην επικράτειά τους τον τόπο του πολιτισμού αυτού. Αντιστρόφως, κάθε αυτοκρατορικός πολιτισμός έχει μπολιαστεί από πάμπολλους τοπικούς πολιτισμούς.
Στην περίπτωση της Κοζάνης, το μεγαλύτερο μέρος του τοπικού πολιτισμού έχει ρίζες στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και ειδικά στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της, γνωστό ως Βυζάντιο. Το Βυζάντιο πήρε τη θέση των παλιότερων ελληνιστικών αυτοκρατοριών, από τις οποίες επηρεάστηκε πάρα πολύ πολιτιστικά. Η ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης αποτελούσε μέρος αυτών των ελληνιστικών/ρωμαϊκών αυτοκρατοριών για πολύ περισσότερο από χίλια χρόνια, και ως εκ τούτου, ο τοπικός πολιτισμός έχει βαθιές ρίζες στους πολιτισμούς αυτών των αυτοκρατοριών. Κάποια λίγα στοιχεία, όμως, μάλλον αποτελούν κληρονομιά από την μεσαιωνική Βουλγάρικη αυτοκρατορία, η οποία σφράγισε πολιτιστικά όλα τα νότια Βαλκάνια. Κάποια πολύ λιγότερα ίσως από την Αυστροουγγρική, στης οποίας την επικράτεια η πόλη της Κοζάνης δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά βρέθηκαν πολλοί απόδημοί της.
Στην Οθωμανική Κοζάνη δεν επιτρέπονταν να κατοικήσουν Τούρκοι. Παραταύτα, πολλά υλικά και άυλα πολιτιστικά στοιχεία της πόλης αποτελούν Οθωμανική κληρονομιά. Ο λόγος αναφέρθηκε προηγουμένως. Η ευρύτερη περιοχή αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για πάνω από εξακόσια χρόνια. Αυτά τα εξακόσια χρόνια βρίσκονται, χρονικά, πιο κοντά στο σήμερα, από ότι τα χίλια του Βυζαντίου ή τα πολύ λιγότερα της μεσαιωνικής Βουλγαρικής κυριαρχίας και γειτνίασης. Η Κοζάνη γεννήθηκε μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και άκμασε δίπλα σε μεγάλους τούρκικους πληθυσμούς, οι οποίοι ζούσαν δίπλα στην πόλη μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Όλα αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία της Οθωμανικής κληρονομιάς, μέσα από την πολιτιστική ανταλλαγή με τους Τούρκους, δεν περιορίζονται μόνο στη γλώσσα, αλλά εντοπίζονται σε κάθε πτυχή του Κοζανίτικου πολιτισμού. Από την μουσική και την μαγειρική, έως την αρχιτεκτονική. Από το «εθνικό» φαγητό των Κοζανιτών, το γιαπράκι, μέχρι τον ρυθμό του «εθνικού» χορού τους, του «έντεκα».
Σε αυτό το σημείο, εύλογα μπορεί να αναρωτιέται ο αναγνώστης τι σχέση μπορεί να έχει η αρχιτεκτονική της Κοζάνης με τον Τουρκικό πολιτισμό, ή η Οθωμανική της κληρονομιά με τα τζιουρτζιούφια. Έχει ενδιαφέρον να δούμε την ιστορία από την αρχή, κάτι που θα γίνει στα επόμενα δύο μέρη.
Ο Νίκος Σταμκόπουλος, είναι διπλωματούχος μηχανικός περιβάλλοντος και πτυχιούχος βαλκανικών σπουδών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Για τα τζιουρτζιούφια:
- Γιώργος Τσιούνης «ένας Μικρός αλήτης»
https://greenapple.gr/2019/03/05/ένας-μικρός-αλήτης
- Δημήτρης Λιθοξόου. Γλωσσογεωγραφικά-σπουργίτι.
https://www.lithoksou.net/2021/12/spourgiti.html
Για τους αυτοκρατορικούς πολιτισμούς
- Γιουβάλ Νώε Χαράρι. (2014) «Sapiens»