Η πρόσφατη άρνηση του Δημάρχου Σερβίων και εκ νέου υποψήφιου για το δημαρχιακό θώκο να αποκαλύψει σε ερώτηση δημοσιογράφου την κομματική του ταυτότητα, αλλά και τον χώρο που ανήκει πολιτικά, δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα για τη στάση της πλειοψηφίας των αυτοδιοικητικών υποψηφίων. Εμφανίζονται ακομμάτιστοι, ως επικεφαλής πολυσυλλεκτικών συνδυασμών, με μόνο τους κίνητρο την «αγάπη τους για τον τόπο». Η στάση τους αυτή είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να ανοίξει ένας ουσιαστικός πολιτικός διάλογος για τον ρόλο των κομμάτων, τον τρόπο παρέμβασης τους στις τοπικές κοινωνίες, καθώς και το τι νοείται ένας πραγματικά ανεξάρτητος, ακομμάτιστος δημοτικός συνδυασμός.
Εξ αρχής και για αποφυγή κάθε παρεξήγησης η θέση μας είναι σαφής. Σε κάθε αντιπροσωπευτική δημοκρατία ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων είναι καθοριστικός. Δημοκρατία χωρίς κόμματα είναι δημοκρατία χωρίς αντιπροσώπευση, χωρίς συμμετοχή, χωρίς έλεγχο. Είναι δημοκρατία των αναθέσεων, των ανεξέλεγκτων εξουσιών, των ομάδων συμφερόντων, των λόμπι. Τα κόμματα αποτελούν τους ενδιάμεσους φορείς ανάμεσα στους πολίτες και τους θεσμούς, το εκλογικό σώμα και τις συνελεύσεις των αντιπροσώπων. Η δημοκρατία πρέπει να οργανώνεται δια μέσου των κομμάτων, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα υπάρχει ένας ανεξέλεγκτος πόλεμος ανάμεσα σε ομάδες συμφερόντων, λόμπι, συμμοριών σε μια κοινωνική, οικονομική και θεσμική ζούγκλα.
Η ιστορία των τελευταίων εκατό και πλέον χρόνων των χωρών της Ευρώπης είναι συνυφασμένη με την ιστορία των κομμάτων της. Τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα αποτέλεσαν τις θεμελιώδεις συνιστώσες για την εθνική τους οικοδόμηση. Μέσω των πολιτικών κομμάτων δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε η εθνική και κοινωνική τους συνείδηση και η πολιτική τους παιδεία. Η εμφάνιση επίσης των πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη συνδέθηκε με τον εκδημοκρατισμό του κράτους, τον εκσυγχρονισμό και την εκβιομηχάνιση. Διαμορφώθηκε έτσι η κοινωνία των πολιτών, ένα ολοκληρωμένο δηλαδή σύστημα πολιτικών θεσμών (κόμματα συνδικάτα αυτοδιοίκηση) αυτόνομων από το κράτος.
Στή χώρα μας συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η ιστορική πορεία των κομμάτων δεν είναι αντίστοιχη των ευρωπαϊκών. Από την αρχή της εμφάνισης τους μετά την ίδρυση του Ελλαδικού Βασιλείου, δεν πρόβαλλαν αντιστάσεις στο κράτος, ενώ αδυνατούσαν να αναπαραχθούν έξω από αυτό. Ο μεταπολιτευτικός κύκλος που ξεκίνησε το 1974, γέννησε πολλές ελπίδες για τη συγκρότηση και ολοκλήρωση πολιτικών θεσμών αυτόνομων από το κράτος. Υπήρχαν άλλωστε οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Όλοι όσοι εκείνη την περίοδο πρωτοεισήλθαμε στην πολιτική μαζί με ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, μορφωτικά και κοινωνικά κινήματα και κινήματα νεολαίας, προσχωρήσαμε μαζικά στα κόμματα. Ζήσαμε την εμπειρία του “κόμματος μαζών” (ένα κόμμα-σχολείο, που μας διαπαιδαγωγούσε και μας ενέπνεε με τα υψηλά ιδανικά της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Κοινωνικής Απελευθέρωσης, και μας δίδασκε ότι η πολιτική είναι χαρά και τέχνη υψηλής μορφής ) και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να δηλώσουμε, περήφανα, την κομματική μας ταυτότητα.
Ενώ όμως τα πολιτικά κόμματα αποδείχθηκαν πολύ “ισχυρά” σε σχέση με την κοινωνία, επέβαλλαν τη θέση τους και τελικά την καθήλωσαν, αποδείχθηκαν πολύ “αδύναμα” σε σχέση με το κράτος. Πίστεψαν ότι αν γινόταν “κόμμα κράτος”, θα μεταβαλλόταν αυτόματα σε φορείς αλλαγών, μετασχηματισμών, μεταρρυθμίσεων. Νόμιζαν ότι με νόμους, διατάγματα και διαχείριση μέσω του κράτους θα άλλαζαν την κοινωνία.
Όταν πλέον έπαψαν να συντηρούνται και να αναπαράγονται μέσω του κράτους, δεν μπορούσαν να ξανασυνδεθούν με τα κοινωνικά τους στηρίγματα γιατί τα έβλεπαν σαν παθητικά αντικείμενα και όχι σαν ενεργά υποκείμενα. Η επανασύνδεση αυτή ήταν προβληματική έως αδύνατη. Τα κοινωνικά κινήματα ευρισκόμενα ανάμεσα στην παθητικοποίηση, τις ψευδαισθήσεις της συμμετοχής και την λαϊκίστικη κινητοποίηση, πέρασαν σε ύφεση και κρίση. Οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές ενσωματώθηκαν σε κρατικίστικες λογικές ή αποσύρθηκαν. Το βλέπουμε πλέον καθαρά στο συνδικαλιστικό κίνημα και στα κινήματα της νεολαίας και των γυναικών.
Η περίοδος αυτή της κομματοκρατίας και ο θανάσιμος εναγκαλισμός των κομμάτων με το κράτος, οδήγησε την πολιτική σε κρίση. Ενώ τα πολιτικά κόμματα έπρεπε να καλλιεργούν ένα σύστημα αξιών και ιδανικών, ικανών να προκαλούν και να αντέχουν στο χρόνο, να κινητοποιούν το μυαλό και την ψυχή των πολιτών, αυτά μετατράπηκαν σε κόμματα – μη κόμματα, εκλογικοί μηχανισμοί, που για την αυτοσυντήρηση τους παράγουν κρατικοδίαιτους, πελάτες υποψηφίους για διορισμό, διαφθορά και τιμαριοποίηση του κράτους. Ο διάλογος έπαψε να αποτελεί εσωτερική διαδικασία και ανατέθηκε στα Μ.Μ.Ε. Έχουμε λοιπόν κόμματα-μη κόμματα, τηλεκόμματα, μιζοκόμματα κ.λ.π Αυτά όμως τα κόμματα δεν είναι φορείς απελευθέρωσης των ανθρώπων, αλλά μηχανισμοί αλλοτρίωσης.
Όσον αφορά τώρα το χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκηση και τη σχέση της με τα πολιτικά κόμματα, η κατάσταση είναι η ίδια όπως και με τα άλλα κοινωνικά κινήματα. Το μόνο που ενδιαφέρει τις κομματικές γραφειοκρατίες είναι να δουν το χρώμα που θα έχει ο χάρτης τη βραδιά των δημοτικών εκλογών. Εάν ενδιαφέρονταν πραγματικά, δεν θα ήμασταν χώρα με οξύ περιφερειακό πρόβλημα και με ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα αυτοδιοίκησης στην Ευρώπη. Οι πολίτες όμως που αντιλαμβάνονται ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι η πλησιέστερη σ’αυτόν μορφή πολιτικής, βλέπουν με καχυποψία και επιφυλακτικότητα την παρέμβαση των κομμάτων. Αρνούνται να γίνουν συμμέτοχοι σε εκλογικούς μηχανισμούς που το μόνο που προωθούν είναι οι πολιτικές σκοπιμότητες και οι προσωπικές φιλοδοξίες. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που οι περισσότεροι των υποψηφίων φορούν την προβιά του ακομμάτιστου, ενώ στις τοπικές κοινωνίες είναι γνωστή και η πολιτική τους ταύτιση και η κομματική τους ταυτότητα.
Ακομμάτιστος λοιπόν συνδυασμός είναι αυτός που μέσα από τη συμμετοχή, τον διάλογο, την αλήθεια και τη μνήμη, παράγει συλλογικά πολιτική και διαμορφώνει εκείνο τον προγραμματικό λόγο που υπηρετεί τον τόπο και την κοινωνία. Συγκρούεται με την κομματοκρατία, προωθεί την αξιοκρατία και αποκρούει λογικές αναξιοκρατίας, ίντριγκας και παραγοντισμού. Όποιος έχει κομματική ταυτότητα και αρνείται να την αποκαλύψει, αφενός ψαρεύει στα θολά νερά της αλίευσις ψήφων, αφετέρου κλείνει πονηρά το μάτι στον εκλογικό μηχανισμό του κόμματος του προσδοκώντας στη βοήθεια του.