Ο ποιητής και πολιτικός ακτιβιστής Αζίζ Νεσίν[1] , σε ένα στίχο του διάσημου ποιήματός του «Σώπα μη μιλάς» : «Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς,
και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς», δείχνει τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και αντιδιαστέλλει την επιθυμία του ατόμου να μιλήσει αυθόρμητα με την κοινωνική προσταγή «Σώπα ή μίλα όπως πρέπει: μην είσαι φαφλατάς»!
Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες δηλώσεων οι οποίες αφορούσαν στην «φλυαρία». Αναφέρονταν δε σ αυτή ως χαρακτηριστικό των γυναικών και όχι ως συμπεριφορά ατόμων που ενεργούν ανεξάρτητα από το φύλο τους. Επιπλέον, τις δηλώσεις αυτές συνόδεψαν ασυνείδητες ή συνειδητές αιτιολογήσεις, οι οποίες απαλλάσσουν τους δράστες βίαιων προς τις γυναίκες συμπεριφορών. Γιατί, τι άραγε να υπονοεί η φράση του Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης «Πώς τις αντέχετε;» προς τους άνδρες, παρά δικαιολογία ή ακόμη και άλλοθι για κάθε πράξη «συμμόρφωσης» της φλύαρης; Και τι μπορεί να προσθέσει κανείς στην ευθεία απόδοση ακόμη και γυναικοκτονιών στην φλυαρία των γυναικών από τον ηθοποιό Κ. Τζούμα! Και εάν η επιρροή της δήλωσης του συγκεκριμένου ηθοποιού μπορεί τεθεί υπό μεγάλη αμφισβήτηση, δε μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τον αρχιερέα, ο οποίος διαθέτει μεγάλη κοινωνική ισχύ, απορρέουσα από το θρησκευτικό του αξίωμα.
Κοινό σημείο όμως και στα δύο στιγμιότυπα αποτελεί η ομιλία, η «φλυαρία» των γυναικών. Η ενόχληση, η οποία αποτυπώθηκε έντονα, μπορεί να περιγραφεί με μια μόνο λέξη: «Σώπα». Με αυτό το «σώπα» καλλιεργείται η «κουλτούρα της σιωπής». Ο Πάουλο Φρέιρε[2], στο βιβλίο του «Η αγωγή του καταπιεζόμενου», αναφέρει ότι «οί οικονομικές καί πολιτιστικές συνθήκες δημιουργοΰν τέτοιες συνθήκες, πού δ λαός χάνει τή φωνή του. Και χρειάζεται αγωγή για να την ξαναβρεί». Οι συνθήκες εξαιτίας των οποίων οι γυναίκες έχασαν τη φωνή τους, εάν είχαν ποτέ, εξηγούνται από τον τρόπο κοινωνικοποίησης των κοριτσιών και τις προσδοκίες της κοινωνία από τις γυναίκες. Με άλλα λόγια το πώς συμπεριφερόμαστε και πώς περιμένουμε από τους άλλους να συμπεριφερθούν αποτελεί ζήτημα κοινωνικής μάθησης. Τα στερεότυπα με τα οποία μεγαλώνουμε μπορούν να δυσκολέψουν ή ακόμα και να καταστρέψουν τη ζωή μας. Οι εκφράσεις των δύο ανδρών περί της φλυαρίας των γυναικών, δεν αποτελούν αθώες, αυθόρμητες εκφράσεις, καθώς αναπαράγουν τα έμφυλα στερεότυπα, περιέχοντας γενικευμένες και απλουστευμένες εικόνες, πολύ επικίνδυνες. Αναφέρονται σε μια εικόνα της γυναίκας υποτακτικής και συγκρατημένης, η οποία καθόλου δεν ταιριάζει με την εικόνα της σύγχρονης γυναίκας. Αυτά τα αναχρονιστικά πρότυπα τα οποία εκφράζονται μέσα από αυτά τα στερεότυπα, αποτελούν απόψεις θεμελιωμένες στις πατριαρχικές αντιλήψεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία και αφορούν τις θέσεις των ανδρών και γυναικών, κυρίαρχη και κυριαρχούμενη, αντίστοιχα. Και ο μεν αρχιερέας είναι λογικό να εμφορείται από αυτές, καθώς στην ελληνορθόδοξη εκκλησία η καθημερινή γυναίκα παρουσιάζεται ως πονηρή, ακάθαρτη, επικίνδυνη και ως εκ τούτου ακατάλληλη να αναλάβει ρόλους ή αξιώματα θρησκευτικά (βλ. η Εύα υπεύθυνη για το προπατορικό αμάρτημα, το άβατο των γυναικών, ο αποκλεισμός από το λειτούργημα του ιερέα). Ο δε ηθοποιός απλά εκφράζει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις της κοινωνίας συνδυάζοντάς τις με την απόδοση της ευθύνης στο ίδιο το θύμα για ό,τι του συμβαίνει. Αντιλήψεις παγιωμένες και με διάρκεια στο χρόνο, που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Η υποταγή, η ατολμία και κυρίως η σιωπή αποτελούν μαθημένες συμπεριφορές των γυναικών, καταπιεσμένων από αιώνες. Χαρακτηριστικά, ο ποιητής Μένανδρος τον 4ο π.Χ. αι. λέει: «Γυναιξί πάσαις κόσμον η σιγή φέρει (Σε όλες τις γυναίκες η σιωπή είναι στολίδι), αποτιμώντας την σιωπή ως σημαντικό προτέρημα για τις γυναίκες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο αρνητικός χαρακτηρισμός «γλωσσού», συναντάται μόνο στο θηλυκό γένος. Και ο Ασίζ Νεσίν1 συμπληρώνει: «Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’ την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά.» Όπως φαίνεται, αυτή η κουλτούρα της σιωπής καλλιεργείται από αιώνες, καταπιέζοντας τα θύματα των πατριαρχικών θεσμών και κοινωνιών, τα οποία χωρίς φωνή αποτελούν μια ετεροκίνητη μάζα, ένα μη σκεπτόμενο σύνολο2. Αλλά οι θεσμοί, σε μια δημοκρατική κοινωνία, ή έστω μετα-δημοκατική όπως λέγεται, οφείλουν, αν μη τι άλλο, να συμβάλουν στην ομαλή κοινωνική συμβίωση. Οφείλουν να ανταποκριθούν στις αρχέτυπες αξίες της ισότιμης συμβίωσης, με λόγο ενωτικό και όχι διχαστικό. Ο ρόλος της θρησκείας είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί τη βασική αρχή της κοινωνικής συνοχής και φορέα κοινωνικοποίησης[3]. Το θέατρο, από την άλλη, το οποίο αποδείχθηκε πολύπαθο τον τελευταίο καιρό εξαιτίας των αποκαλύψεων για περιστατικά σεξουαλικής βίας και κακοποίησης, θεωρήθηκε και εξακολουθεί να θεωρείται ως χώρος τέρψης και εκπαίδευσης των ανθρώπων.
Ο λόγος του αρχιερέα στο εκκλησίασμα και ο λόγος του ηθοποιού, εφόσον εκφέρονται δημόσια, αποτελούν δημόσιο λόγο. Υπό αυτή τη συνθήκη οφείλουν πρωτίστως να εκφέρονται προσεκτικά, ώστε να μην προσβάλουν και συντελούν στον υποβιβασμό ανθρώπινων όντων. Εν τέλει δεν επιτρέπεται κατά την άσκηση του ρόλου τους να χειραγωγούν και να συμβάλλουν κι αυτοί με τη σειρά τους στην καταπίεση, αλλά αντίθετα να βοηθούν στην εξανθρώπιση, την απελευθέρωση και στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Γιατί, αυτό είναι το ζητούμενο.
.
[1] Αζίζ Νεσίν, Σώπα μη μιλάς , https://www.alfavita.gr/koinonia/307575_mila-san-simera-gennietai-o-toyrkos-logotehnis-aziz-nesin
[2] Πάουλο Φρέιρε (1977) «Η αγωγή του καταπιεζόμενου», Προβλήματα του καιρού μας,Αθήνα, εκδ. Ράππα,
[3] Αχείμαστος Μ.(2019) Εισαγωγή στις «Στοιχειώδεις μορφές του θρησκευτικού βίου» του Εμίλ Ντυρκέμ, Αθήνα, ΜΙΕΤ