Εκεί στο λυκόφως, λίγες ώρες πριν σαλπίσουν οι ελπίδες, είδα την λάμψη της ρομφαίας να σκίζει τον θόλο του ουρανού. Είδα το φεγγάρι να χάνεται στα βαθιά σκοτάδια του ανθρώπινου νου. Είδα τη φρίκη ενός ανελέητου χρόνου να σκεπάζει στα ερείπιά του τις ευχές των ανθρώπων.
Ένα βήμα πριν το μετέωρο βήμα της ανθρωπότητας. Λίγα βήματα μακριά απ’ το κουμπί του ολέθρου και οι σειρήνες δε λεν να σωπάσουν. Στο μοίρασμα του τρόμου όλοι έχουν μερίδιο, αλίμονο σ’ αυτούς που το αισθάνονται. Στο απόθεμα του πόνου όλοι αθροίσαμε το μερτικό μας, αλίμονο από αυτούς που το πληρώσανε. Στην απορροή του χρόνου οι αμαρτίες του κληρονομιά, αλίμονο στο σπαργάνωμα του νέου που προσμένουμε.
Σύραμε τη ζωή μας σε Χρόνο μακριάς διάρκειας με κομμένες ανάσες, μέσα από Ιατρικά ανακοινωθέντα ιολογούντες με τ’ ανομολόγητα των συνομοσιολόγων, ενώ ο θάνατος δούλευε υπερωρίες. Χάναμε το νόημα της επιστήμης στους σκοτεινούς θαλάμους της υποψίας μας, την ίδια ώρα που θρηνούσαμε το χαροκόπημα των ανθρώπων. Μετρούσαμε τα εμβόλια ως φαρμακευτικά κέρδη και όχι ως ΔΩΡΟ ΖΩΗΣ.
Μια Κοινωνία κομμένη και ραμμένη στο Χρόνο που της αναλογεί. Την ώρα που την γονατίζουν, αυτή καγχάζει και επαίρεται για το διασυρμό της. Τροφοδοτεί το σώμα της μ’ αντράκια που στην ευτυχία να έχουν Σύντροφο, θεωρούν τη γυναίκα κτήμα τους με εξουσία εξόντωσης. Τροφοδοτεί διαταραγμένα μυαλά που θυσιάζουν τ’ αγγελούδια τους στη διαστροφή της ανθρώπινης παράνοιας. Τροφοδοτεί με ασέλγεια την παιδική αθωότητα, μισθώνοντας τη βρωμιά τους στις κολασμένες επιθυμίες τους. Τροφοδοτεί με ανίερους που εκμεταλλεύονται το απόσταγμα ψυχής των ανθρώπων στην ιδρυματική φιλοξενία. Τροφοδοτεί το έγκλημα, τη βία, τη παραβατικότητα, σε μια εθισμένη καθημερινότητα. Μια κοινωνία με άλλοθι την ψυχολογία του Χρόνου που προστέθηκε στις πληγές του.
Ζώντας με αυτή την εσωτερική δυσανεξία παλεύαμε να σηκώσουμε ανάστημα με δεκανίκια Πολιτικού αμοραλισμού. Πακεταρισμένοι στο καλάθι της νοικοκυράς, χάσαμε τα’ αυγά και τα καλάθια. Επαναστατούσαμε για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, αλλά αδιαφορούσαμε για την απαξίωσή μας. Βλέπαμε τους λογαριασμούς να μας κρεμάνε πριν βγάλουμε το μήνα και προσβλέπαμε σε επιδόματα εξαγοράς της συνείδησής μας. Με πολιτικά φιλοδωρήματα υποτιμήσαμε την ΑΞΙΑ μας και διαγράψαμε τη μνήμη μας. Έτσι «Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα!» που έλεγε και ο μεγάλος μας Βάρναλης, ξεχνούσαμε την Αριστερόστροφη Δεξιά, ή την Δεξιόστροφη εξυγίανση που μας κυβερνούσε και ετοιμαστήκαμε ως πρόθυμοι «πελάτες» να τους ξαναδοθούμε…
Και σαν να μην μας έφτανε αυτό το Κοινωνικοπολιτικό ανεμοσούρι που μας ισοπέδωνε σαν άτομα, σαν Χώρα, είχαμε και την ανίατη υστερία της Ημισελήνου σε διαρκεί παροξυσμό. Ο μπεχλιβάνης της Ανατολίτικης εμποροπανήγυρης αλείφτηκε με λάδι, έλυσε το ζωνάρι του και απειλούσε βρίζοντας, έχοντας βέβαια πάντα την κατανόηση της Νατοϊκής Συμμαχίας και την νωχελική αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με ανοιχτές πληγές σ’ ένα σώμα που νοσεί, η μόνη επιδίωξη είναι να αντέχεις στο Χρόνο με το όποιο τίμημα. Ακόμα κι’ αν αυτός ο Χρόνος άνοιξε τις Πύλες της Κολάσεως και άφησε το Θηρίο να απλωθεί σε ξένα χώματα, καταστρέφοντας Μνημεία και Πολιτισμούς απειλώντας την Παγκόσμια Κοινότητα με Ενεργειακή και Επισιτιστική Κρίση και χαϊδεύοντας με νοσηρή φιλαρέσκεια του κουμπί του Ολέθρου.
Τι να απογράψεις; Τι να θυμηθείς; Από έναν Χρόνο που έκαιγε τις Μέρες του και ξεψυχούσαμε να βγάλουμε το Μήνα. Τι να του προσάψεις; Σε τι ν’ αναφερθείς όταν η Ανθρωπότητα βρίσκεται σε vertigo; Απλά τον προσπερνάμε με τους υπέροχους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. – Είμαστε ακόμα ζωντανοί…
Μαγκλάρας Βασίλης 5/1/23 [email protected]