Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, δημιουργεί, αφενός, ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό ενώ, αφετέρου, αποτελεί εφαλτήριο για εδραίωση και αναβάθμιση των θεσμικών εγγυήσεων για τους διακριτούς ρόλους πολιτικής και ΜΜΕ.
Ας δούμε, πρώτα τα γεγονότα. Ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. ζήτησε την σύσταση εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για να διαπιστωθεί αν υφίστανται πράξεις χειραγώγησης της κοινής γνώμης, εξαιτίας ενεργειών της κυβέρνησης και των αρμόδιων Υπουργών της.
Τα κύρια ζητήματα που αποτυπώνονται στην πρόταση είναι γνωστά:
- Λίστες Πέτσα με 42 εκ. ευρώ σε ΜΜΕ
- Αποτυχημένη εμβολιαστική καμπάνια του Υπουργείου Υγείας
- Χρηματοδότηση της EnterpriseGreece για τη διεθνή καμπάνια προβολής της κυβέρνησης
- Χρηματοδότηση του ιδιοκτήτη δημοσκοπικής εταιρείας OpinionPoll, τα αποτελέσματα έρευνας της οποίας έχει αρνηθεί να ελέγξει η κυβερνητική πλειοψηφία στο πλαίσιο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, παρά τα ατράνταχτα στοιχεία που προσκόμισε η αξιωματική αντιπολίτευση.
Με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. συντάχθηκε αμέσως το σύνολο της αντιπολίτευσης γεγονός που θα οδηγήσει -λόγω της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης – στην σύσταση εξεταστικής επιτροπής.
Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε, τόσο από την πρόταση, όσο και από την αποδοχή της από όλα τα κόμματα και με άσφαιρα πυρά επιχειρεί να εκτρέψει την ατζέντα με αναφορές για χρονική επέκταση της εξεταστικής στην περίοδο 2015-2019, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. αμέσως συγκατάνευσε.
Σε επίπεδο αποτελεσμάτων είναι πολύ πιθανόν να προκύψουν ευρήματα για τις διαδρομές του χρήματος και τις θεσμικές και οικονομικές ατασθαλίες που διαπιστώνονται την τελευταία διετία στην χώρα.
Ωστόσο, σε επίπεδο συμβολισμών και εξελίξεων, δημιουργούνται πλείστα, ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι ότι μπορεί να υπάρξει συνεννόηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στον προοδευτικό και δημοκρατικό χώρο, σε ζητήματα θεσμικής διαφάνειας και σύννομης διαχείρισης του δημοσίου χρήματος.
Το δεύτερο είναι ότι υπάρχει μια αυξανόμενη ζήτηση από την κοινωνία, τόσο την ελληνική, όσο και την διεθνή, για αυστηρή αντιμετώπιση των φαινομένων διασπάθισης των δημόσιων πόρων: μια σειρά από οργανισμοί, φορείς, η κοινωνία των πολιτών, μεμονωμένες φωνές συντάσσονται στην έκκληση για εφαρμογή των κανόνων χρηστής διακυβέρνησης.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ε.Ε., όπου ωστόσο, σποραδικά, σημειώνονται εξελίξεις που δημιουργούν αίσθηση. Μια τέτοια εξέλιξη είναι η ανακοίνωση της εισαγγελίας διαφθοράς της Αυστρίας, ότι διαθέτει στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι μεταξύ 2016-2019, το ομογάλακτο κόμμα της ΝΔ, το OVP και ο καγκελάριος Κουρτς, συνέβαλαν ώστε να χρησιμοποιηθούν πόροι του υπουργείου Οικονομικών «αποκλειστικά για το παραταξιακό πολιτικό συμφέρον».
Τα χρήματα διατέθηκαν, σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν χειραγωγημένες δημοσκοπήσεις και εγκωμιαστικά για τον κ. Κουρτς άρθρα στον τύπο με αντάλλαγμα την αγορά διαφημιστικού χώρου. Το συνολικό ποσόν φαίνεται να ξεπερνά το ένα εκατομμύρια ευρώ.
Οι συνειρμοί με την δική μας κατάσταση είναι εύλογοι και χτυπούν καμπανάκι για την διαφάνεια στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, όσο και για την επαγρύπνηση των αρμόδιων εισαγγελικών και δικαστικών αρχών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. δεν θεωρεί ασφαλώς ότι η διερεύνηση της συνδιαλλαγής της ΝΔ με τα ΜΜΕ και τις εταιρίες δημοσκοπήσεων είναι πρώτιστη ευθύνη των εξεταστικών επιτροπών.
Αποτελεί ευθύνη της Δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων αρχών, των θεσμικών φορέων, αλλά και των ΜΜΕ να ελέγχουν , να ασκούν κριτική και να εξετάζουν τις υπόγειες διαδρομές και τις καταστρατηγήσεις των οικείων διατάξεων.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. κύρια στρατηγική παραμένει η άσκηση αντιπολιτευτικής κριτικής στις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της κυβέρνησης που υπονομεύει το μέλλον των πολιτών, δυναμιτίζει τις προοπτικές της οικονομίας, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και ναρκοθετεί την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα, σε αυτό είμαστε κάθετα ενάντιοι, ενώ παράλληλα, με τεκμηριωμένο τρόπο επεξεργαζόμαστε τον προγραμματικό μας λόγο για την υπεράσπιση των μικρών και μεσαίων στρωμάτων, της Δημόσιας Υγείας και Παιδείας, την θωράκιση της Δικαιοσύνης, του Πολιτισμού , του Αθλητισμού.
Ωστόσο, θεωρούμε απαραίτητο να προχωρούμε σε τέτοιες κινήσεις ώστε να έρθουν στο φως π.χ. τα στοιχεία για τις ανύπαρκτες εταιρίες δημοσκοπήσεων και τις προνομιακές σχέσεις με την κυβέρνησης .
Σε μια χώρα που η ελευθερία του τύπου σημειώνει πολύ χαμηλές επιδόσεις, η απαξίωση της πολιτικής βαίνει αυξανομένη, η διαπλοκή της κυβέρνησης με τα ΜΜΕ είναι πρωτοφανής, η φίμωση της αντιπολίτευσης είναι πρωτάκουστη και η παρακώλυση των θεσμικών εγγυήσεων καθημερινό φαινόμενο, είναι καθήκον μας να θέτουμε στον δημόσιο διάλογο και στη Βουλή ζητήματα αντικειμενικότητας και, εντέλει, Δημοκρατίας.
Δεν είναι ζήτημα πολιτικών συσχετισμών, είναι κάτι ευρύτερο, πιο ανησυχητικό. Η απαξίωση της Δημοκρατίας, των θεσμών και των δικλείδων ασφαλείας είναι πρόκριμα αυταρχισμού.
Η συνήθεια της συνδιαλλαγής, τα ΜΜΕ ως φερέφωνα αντί για αντιστάθμισμα της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, συνιστούν παθογένειες που έχουν μακροχρόνια αποτελέσματα στο πολίτευμα.
Στην γιγάντωση της ακροδεξιάς στην χώρα μας την τελευταία δεκαετία συνετέλεσαν, εκτός των άλλων παραγόντων, οι σταδιακές καταπατήσεις των συνταγματικών ελευθεριών και προνοιών και οι συμβιβασμοί των πολιτικών δυνάμεων με την διαφθορά.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργήθηκε ένας πολιτικός και κοινωνικός μιθριδατισμός, μια εξαχρειωμένη ανοχή σε παράτυπες διαδικασίες που ευνόησε την απαξίωση της πολιτικής και την άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων.
Την πρώτη φορά η επαγρύπνηση των ενεργών και δημοκρατικών πολιτών, των προοδευτικών κομμάτων και της Δικαιοσύνης, οδήγησε τις ακροδεξιές, φασιστικές και νεοναζιστικές συμμορίες στη φυλακή πριν συνεχίσουν τα εγκλήματά τους.
Αν υπάρξει δεύτερη, εξαιτίας και της συνεχιζόμενης απαξίωσης της πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, ίσως να μην προλάβουμε.
Είναι καθήκον κάθε πολίτη να δράσει άμεσα για να υπερασπιστεί την αντικειμενικότητα, την διαφάνεια, την ισονομία και, εν τέλει, τη Δημοκρατία.