Αυτό έλεγαν οι παλιοί. Ο κόσμος μιας μικρής, κλειστής κοινωνίας δεν χαρίζονταν σε όποιον παρέβαινε τους άγραφους κανόνες της ηθικής της. Θα πλήρωνε οπωσδήποτε αργά η γρήγορα το όποιο τίμημα.
Το σπίτι ήταν ιερός χώρος, γωνιά προστασίας από αδιάκριτα μάτια, φωλιά θαλπωρής απαραβίαστη και κρυψώνα καλή για όσα δεν έπρεπε να μάθει ο κόσμος.
Και ήταν ο κόσμος όλοι αυτοί που γνωρίζονταν, συναντιόταν στο δρόμο, στη δουλειά, στο καφενείο, στο καφέ αργότερα. Τα νέα περνούσαν από στόμα σε στόμα. Από κοντά και το κουτσομπολιό, που εξελίχτηκε σε σχόλιο.
Αυτή η εξέλιξη ανέπτυξε ταχύτητες που έγιναν ιλιγγιώδεις στις μέρες μας και άλλαξαν άρδην τη σχέση άτομο-κοινωνία.
Τότε η μικρή κλειστή κοινωνία δίκαζε τον παραβάτη , ζυγιάζοντας με τις πατροπαράδοτες αυστηρές αρχές. Δεν εξέταζαν τις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου. Μοιραία έπαιζε διπλό ρόλο: προστάτευε από παραστρατήματα, αλλά ήταν και σκληρή έως άδικη, για όποιον τολμούσε να βγει έξω από τα μέτρα της.
Τώρα η μικρή – γνωστή κοινωνία έγινε το μεγάλο παγκόσμιο χωριό του διαδικτύου. Ο κόσμος πλέον δεν έχει όρια, ούτε άγραφους κανόνες. Το κλειστό σπίτι αλώθηκε. Εισέβαλε σ’ αυτό ο άπειρος κόσμος του διαδικτύου. Οι άνθρωποι, μικροί-μεγάλοι αυτοπαγιδεύτηκαν. Γύρισαν την πλάτη στο γνωστό κόσμο και στα κουτσομπολιά και πρόσφεραν το είναι τους βορά στην αδηφάγα κοινωνία του διαδικτύου.
Και προέκυψε το παράδοξο: Τότε οι άλλοι προσπαθούσαν να μάθουν, ρωτούσαν ,άκουγαν, έκαναν την τρίχα τριχιά. Τώρα το ίδιο το άτομο τρέχει να προσφέρει εαυτόν τροφή για σχόλια και like, κάνοντας με μεγάλη ευκολία selfie την καθημερινή του δραστηριότητα, στο όνομα του φαίνεσθαι.
Έκανε την κλειδαρότρυπα οθόνη του κινητού ή κάμερα και τον προσωπικό του χώρο στούντιο, στο οποίο προσφέρει δωρεάν πορνό τις προσωπικές του στιγμές, τις οποίες ρουφούν αχόρταγα αρρωστημένα μυαλά και χιλιάδες, αμέτρητα μάτια καρφώνονται πάνω τους. Τρυπούν το σώμα και την ψυχή τους. Από κοντά και τα κανάλια να το φωνάξουν, να το ακούσουν και όσοι είναι έξω από το διαδικτυακό χωριό, να το σχολιάσουν ζωντανά.
Είναι αυτό που δεν μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος που έμαθε να ζει με το μέτρο, που ήξερε να φυλάγει μέσα του τον πόνο του και τα μυστικά του.
Τώρα, η περίφημη κατακραυγή του κόσμου, ο ντελάλης της τηλεόρασης κατακεραυνώνει, δολοφονεί ψυχές και συνειδήσεις χωρίς την αυστηρότητα των ηθικών κανόνων, στο βωμό της απρόσωπης κοινωνίας, που δεν προστατεύει, δεν νοιάζεται για τον άνθρωπο.
Ανάγκη λοιπόν να σταθούμε για λίγο έξω από την οθόνη και τα like και να βρούμε τα νέα όρια στη σχέση άτομο-κοινωνία, με επίγνωση ότι κρατούμε στο χέρι μας το όπλο, με το οποίο μας πυροβολούν οι άλλοι, ή αλλιώς «μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας».
Γκουτζιαμάνη Γιάννα