Η Ηγουμένη Μαγδαληνή, με τη ραδινή μορφή , δεν θα μας δεχτεί ξανά στο λιτό χώρο υποδοχής της μονής, ο ίσκιος της, όμως, θα πλανιέται στον τόπο που ρίζωσε…
Στη φτωχή μεταπολεμική Κοζάνη δυο, κατ΄άλλους τρεις, νεαρές μοναχές κατέφυγαν στην τοποθεσία Σιόποτο, όμως, μετεγκαταστάθηκαν στη θέση παλιοκλήσι, όπου κοπιάζοντας ίδρυσαν τη Μονή της Αναλήψεως κι εκεί εγκαταβίωσαν.
Ήταν όλες σπουδαγμένες, όπως θρυλούνταν, αφού τα μεταπτυχιακά δεν συνόδευαν τότε τη φήμη του μοναστικού βίου και η αγιοσύνη ως αιτούμενο δέσποζε.
Η μία , η Μαγδαληνή, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του μοναστηριού το ενδυνάμωνε συνεχώς, συνδέοντάς το με την ιστορία της πόλης. Με τις ικανότητές της ,την πολυσχιδή δράση της, την τόλμη και ταυτοχρόνως
την ασκητικότητά της, τροφοδοτούσε μια εικόνα στα όρια της πραγματικότητας και του μύθου.
Πώς ήταν άραγε η γερόντισσα; Η θωριά τ ου κυπαρισσιού και το βλέμμα του ελαφιού προϊδέαζαν για μια ηγετική, φωτισμένη γυναικεία φυσιογνωμία, σε καιρούς που οι γυναίκες μόλις άρχιζαν να ψηφίζουν, ενώ οι σπουδές της και το ογκώδες συγγραφικό της έργο, έστω και συνοδευόμενο από αμφιβολίες, ενέτειναν την πνευματικότητά της.
Σύντομα το χώρο συνάντησης με τον Θεό τον έκανε και εργαστήρι αγαθών για τις ανάγκες του μοναστηριού, αλλά και τόπο εξαγωγής για τις ανάγκες των αναγκεμένων. Τα εργόχειρά τους, τα πλουμιστά περίφημα χαλιά και τα ζωηρά παραδοσιακά υφαντά έφταναν στα πιο απίθανα μέρη.
Χτυπούσε κάθε κοζανίτικη πόρτα που υπέφερε, έχυνε βάλσαμο στην αγωνία ασθενών, στο βάσανο της απώλειας, σε αδιέξοδα ανθρωπίνων σχέσεων και παρείχε πλούσια φιλοξενία σε κάθε προσκυνητή, με λογής προσφορές δικής τους παραγωγής.
Έστηνε καθημερινά Τράπεζα με μοσχοβολιστά καζάνια φαγητού για εκατοντάδες ξεριζωμένους αλλοεθνείς (κυρίως Αλβανούς) κι αλλόθρησκους, αποκαλύπτοντας την άρνηση ή την ανημπόρια των Αρχών, μετουσιώνοντας την έννοια της αγάπης σε πράξη επαναστατική!
Φιλοξενούσε χιλιάδες ομοεθνείς νεοπρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ώσπου να βρουν στον ήλιο μοίρα κι εκατοντάδες απ΄αυτούς στέγασε οριστικά στα πέριξ της μονής. Είχε άραγε χαραγμένη στο πετσί της την εμπειρία της προσφυγιάς, όπως λέγονταν;
Αναδείχτηκε, παρέχοντας τόνους τροφίμων, βασική υποστηρίκτρια των συσσιτίων του Δήμου Κοζάνης, ένα πρόγραμμα αξιοπρέπειας των δοκιμαζόμενων πολιτών, που αποδείχτηκε πολύτιμο στην περίοδο της κρίσης, για όσους δεν είχαν που να βαΐσουν.
Χαρακτηριστικά, καθώς την ενημέρωνα και με χαμηλωμένο βλέμμα υπολόγιζε τις ποσότητες, έλεγε: έρχεται χειμώνας παιδί μ΄ και πρέπει να τον βγάλουν…
Μάτωνε η ψυχή της για τα τοπικά και τα παγκόσμια, καθώς η ενημέρωσής της ήταν βαθιά για τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
Δεν ζητούσε τίποτα ποτέ, παρείχε πάντα. Δεν επεδίωκε καμιά δημόσια ευχαριστία κι αναγνώριση, καθώς ήταν αρκετή η μυστικότητα της εγκάρδιας ευχαριστίας, η ελπίδα για δικαιότερο κόσμο.
Με το εν γένει έργο της έδωσε υπόσταση στη χριστιανική αγάπη κι άμβλυνε τις αμφιβολίες μας για τα θρησκευτικά πράγματα στην εξέλιξή τους…
Τέλος, διεμβόλισε την αυστηρή ιδιώτευσή μας, έσπασε τους ερμητικά κλεισμένους «φράχτες» των σπιτιών μας, με την «ανοιχτή αυλή» του μοναστηριού στην οποία χωρούν όλοι, οι ντόπιοι κι οι ξένοι, οι δικοί μας κι οι άλλοι, γιατί η δικαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η προσφορά, η θυσία για τον άλλον.
Η συνέχιση στο μοναστήρι της παράδοσης της αγάπης, παρ΄όλους τους κλυδωνισμούς, είναι η απόδειξή πως δεν οικονόμησε τα πράγματα για όσο ήταν, αλλά κυρίως για όσο δεν θα ήταν , ενώ η δυστυχία θα θεριεύει…