Περιμέναμε να περάσει η οικονομική κρίση για να ανασάνουμε. Τότε είχαμε βρει τους υπαίτιους και τους είχαμε στοχοποιήσει, ψάχνοντας τα αίτια της δύσμοιρης πορείας μας, σαν τους σχολαστικούς Αστυνομικούς που ανιχνεύουν το έγκλημα. Τότε είχαμε καταδικάσει τους μεγάλους των κρατών, τις πολυεθνικές, την παγκόσμια ανέχεια, τα οικονομικά συμφέροντα που ήταν παράνομα και άνομα.
Έφταιγαν όλοι, αλλά ποτέ δεν φταίγαμε εμείς. Εμείς ψηφίζαμε, εμείς μπορούσαμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας, εμείς θα έπρεπε να αναζητήσουμε την αλήθεια, όχι αυτή που μας σέρβιραν σαν ευκολοχώνευτο αναμασημένο έδεσμα, αλλά την πραγματική αλήθεια που μας φώναζε, αλλά εμείς τυφλοί από το κομματικό μίσος και τον φανατισμό, κρύβαμε τον ήλιο και προτιμούσαμε να ζούμε στη σκιά, αλλά αγανακτισμένοι από την κακή μας μοίρα και τους ανάλγητους ξένους που έπαψαν να μας δανείζουν ή να μας σβήνουν τα δανεικά.
Μόλις με την αναγκαστική πίεση των δανειστών μας βάλαμε το κεφάλι κάτω και είδαμε την αλήθεια, σκληρή αλλά αλήθεια, αρχίσαμε να αποβάλουμε από τη ζωή μας εκείνους που πίστευαν ότι είμαστε ψεκασμένοι και αρχίσαμε να ανασαίνουμε χωρίς άγχος για το μέλλον μας.
Ποτέ σαφώς δεν έγινε αυτοκριτική ή δημόσια κριτική για την απόδοση των αναλογούμενων ευθυνών στους υπαίτιους. Ποτέ δεν τιμωρήθηκαν, εκτός ελαχίστων οι δήμιοι που οδήγησαν τη χώρα σιδηροδέσμια και με σκυμμένο το κεφάλι στους δήθεν σωτήρες μας.
Μια κοινωνία μεθυσμένη, με βαριά και ανίατη μέθη που κουκούλωσε τις ευθύνες των υπαιτίων και ξέχασε γρήγορα και γιατί όχι αφελώς.
Ύστερα και μόλις αρχίσαμε να βγάζουμε το κεφάλι από τη σύγχυση της κρίσης, ενέσκηψε ο κορωνοϊός. Αόρατος, ύπουλος, θανατηφόρος, ανάλγητος, εκδικητικός.
Έτσι μαθημένοι και έχοντας στο πετσί μας την καχυποψία και την άρνηση, αρχίσαμε να διαφωνούμε. Δεν είναι η καλύτερη στήλη να πει ποιός έχει δίκιο, αλλά προσπαθεί να στηλιτεύσει τον διχασμό που τείνει να γίνει εθνικός διχασμός. Μάλλον είναι εθνικός διχασμός, το παραδεχόμαστε ή όχι. Εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι, οι μεν να καταδιώκουν τους δε και οι δε να αμύνονται στα δικά τους πιστεύω.
Εν τω μεταξύ, αναζητούμε τρόπους να δουλέψει ο τουρισμός, να ανοίξουν οι αγορές, να ξανά- ανασάνουμε οικονομικά. Τώρα δεν ξέρω ποιόν θα μετοχοποιήσουμε σαν υπαίτιο, αλλά που θα πάει θα τον βρούμε. Έχουμε το δαιμόνιο της φυλής μας, την έμφυτη ευφυΐα και το αστυνομικό δαιμόνιο μέσα μας.
Στη “Βατραχομυομαχία” του ψευδό- Όμηρου, συγκρούσθηκαν οι ποντικοί με τα βατράχια, και επειδή οδηγούνταν σε ολική καταστροφή, ο Δίας έστειλε τα καβούρια να τιμωρήσουν τα ασεβή ποντίκια, που δεν θέλησαν να υπακούσουν στη Θεϊκή εντολή. Έτσι σε μετάφραση περιγράφεται η τελευταία πράξη της σύγκρουσης των βατράχων με τα ποντίκια.
“Μακροχειλάτα ξάφνου πρόβαλαν, μ᾽ αρματωσιά στη ράχη,
λοξοπερπάτητα, στραβόκορμα, με ψαλιδένιο στόμα,
σκληρά, πλακουτσωτά, όλο κόκκαλα, μ᾽ αστραφτερούς τούς ώμους, μακρόνυχα και στραβοπόδαρα, με μάτια μπρος στο στήθος, μ’ οχτώ ποδάρια και δικέφαλα, κουλά, και που καβούρια τα λεν, και με τα στόματα έκοβαν των ποντικών τα πόδια, τα χέρια, τις ουρές, κι απάνω τους στραβώναν τα κοντάρια.
Τρομάζουν τότε οι φοβητσιάρηδες οι ποντικοί, το βάζουν
στα πόδια κι άλλο πια δεν άντεξαν· βασίλευε πια ο ήλιος,
κι έπαψε ο πόλεμος, που κράτησε μονάχα μιαν ημέρα”.
Στη διαμάχη μας που απειλεί την κοινωνική συνοχή και μπορεί και το μέλλον μας, μακάρι η εξέλιξη να μην είναι αυτή του συγγραφέα της Βατροχομυομαχίας.
Μακάρι να μην υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αλλά είμαστε τόσο πεισματάρηδες και ξεροκέφαλοι, που όλα είναι πιθανά.