Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο πόλεμος δυστυχώς μαίνεται στην Ουκρανία με χιλιάδες θύματα, νεκρούς, τραυματίες και εκτοπισμένους. Ο πλανήτης επιστρέφει, δυστυχώς, σε συνθήκες ψυχρού πολέμου. Η Ευρώπη γίνεται και πάλι πεδίο μαχών και αναθεωρητισμού. Μοναδική ελπίδα, η ενιαία και σθεναρή αντίδραση του δυτικού κόσμου στην εισβολή της Ρωσίας σε μία ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα.
Στην Ελλάδα, τελικώς, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, τα κοινοβουλευτικά κόμματα εναρμονίστηκαν με την υπεύθυνη και ξεκάθαρη στάση της Κυβέρνησης. Δεν έλειψαν ωστόσο και κάποιες «βαθύτερες» αναλύσεις για τα αίτια του πολέμου, που θυμίζουν τον δικηγόρο του βιαστή που αναζητά το συμβάν στην εικόνα, στην ένδυση του θύματος. Όπως δεν έλειψε και η ανέξοδη κριτική για την αποστολή αμυντικού υλικού στην Ουκρανία, από κάποιους που προφανώς πιστεύουν ότι τα θύματα των βομβαρδισμών πρέπει να αμύνονται με προσευχές για την κατάπαυση του πυρός ή από κάποιους καπάτσους στη διεθνή διπλωματία, οι οποίοι προβλέπουν ότι η πράξη αυτή της χώρας μας θα τη στοχοποιήσει στα μάτια της Ρωσίας, ξεχνώντας βέβαια ότι η χώρα μας βρίσκεται σε μόνιμη απειλή, η κυριαρχία της και η ειρήνη στην περιοχή, από έναν μόνιμο ταραχοποιό.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο πόλεμος αυτός έρχεται δυστυχώς να αθροίσει τις οδυνηρές του συνέπειες σε εκείνες μιας διετούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, η οποία είναι ακόμα παρούσα. Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές στον ενεργειακό τομέα και σε άλλα αγαθά και αναμφίβολα θα έχουν διάρκεια και βάθος. Τα κράτη παίρνουν μέτρα στήριξης για τους πολίτες τους, ενώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται και πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες και να δημιουργήσει μηχανισμούς ενίσχυσης των οικονομιών των μελών της. Αναμφίβολα, όμως, το ικανότερο εργαλείο για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι η ανάπτυξη, η ανάπτυξη που έρχεται με τις επενδύσεις, με την καινοτομία, με την ενεργοποίηση όλου του δυναμικού, όλου του φορτίου της κάθε χώρας.
Σε αυτές, λοιπόν, τις περιστάσεις το συζητούμενο σχέδιο νόμου αποκτά ακόμα πιο επίκαιρη διάσταση, αφού εισάγει στο θεσμικό οπλοστάσιο της χώρας ένα ακόμα αναπτυξιακό εργαλείο. Πρόκειται για ένα εργαλείο που μπορεί να δώσει λύσεις στη διαχρονική αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να αποφασίσει και να ωριμάσει μεγάλα και πολύπλοκα έργα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να απορροφήσει διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να φέρει ανάπτυξη και υπεραξίες στην εθνική οικονομία.
Τέτοιο, λοιπόν, εργαλείο είναι και οι πρότυπες προτάσεις, unsolicited proposals, αν θέλετε, γιατί έγινε πολλή συζήτηση και για τον όρο, όπως λέγονται στην μητρική τους γλώσσα, που δίνει τη δυνατότητα σε ιδιωτικά σχήματα να εισηγηθούν την κατασκευή έργων υποδομής.
Αυτό γίνεται όχι βέβαια απλά με την υποβολή μιας ιδέας, αλλά με την κατάθεση μιας ολοκληρωμένης πρότασης που θα περιλαμβάνει, ακούστε, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου:
Αναλυτική περιγραφή του αντικειμένου, τεκμηρίωση των χαρακτηριστικών της καινοτομίας και της πολυπλοκότητας, ανάλυση των τεχνικοοικονομικών και θεσμικών δεδομένων της επένδυσης, μελέτες κόστους, σκοπιμότητας και οικονομικότητας του έργου, παρουσίαση της ικανότητας του προτείνοντος για την υλοποίησή του, τεχνική περιγραφή του αντικειμένου και πρόγραμμα εκπόνησης των αναγκαίων μελετών, παρουσίαση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης δημόσιων και ιδιωτικών, έκθεση για τις αναγκαίες αδειοδοτήσεις, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις απαιτούμενες απαλλοτριώσεις, στοιχεία για την ύπαρξη δικτύων κοινής ωφέλειας και για τυχόν αρχαιολογικά ευρήματα στον χώρο εκτέλεσης του έργου, έκθεση κατανομής των κινδύνων ανάμεσα στο δημόσιο και στον ιδιώτη, μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για την οποία έγινε τόσος λόγος στη σημερινή συζήτηση και φυσικά χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου.
Καταλαβαίνει λοιπόν ο καθένας πόσους πόρους, πόση ωφέλεια μπορεί να αντλήσει ο δημόσιος τομέας όταν αυτού του είδους η προμελέτη και η προεργασία γίνεται κατά την υποβολή της πρότασης από έναν ιδιωτικό φορέα.
Έτσι λοιπόν οι πρότυπες προτάσεις αφορούν σε μεγάλα έργα υποδομών, δηλαδή πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ, εκτός του ΦΠΑ, που προάγουν την περιφερειακή ανάπτυξη και δημιουργούν προστιθέμενη αξία για την εθνική οικονομία.
Σε σχέση βεβαίως με το κατώφλι των 200 εκατομμυρίων καταγράφεται μια ακόμα αντίφαση στην ασκηθείσα κριτική από την Αντιπολίτευση, όπου από τη μια επικρίθηκε το συνολικό μοντέλο, ότι δηλαδή δημιουργεί συνθήκες αδιαφάνειας, και από την άλλη προτάθηκε να πέσει το κατώφλι κάτω από τα 200 εκατομμύρια ευρώ, ούτως ώστε να έχει ευρύτερη εφαρμογή. Και βέβαια όποιος κατάλαβε, κατάλαβε από τη σχετική αντίφαση.
Συνεπώς, με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση δεν καταργείται ούτε υποκαθίσταται το υφιστάμενο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, αλλά εμπλουτίζεται με έναν εναλλακτικό και καινοτόμο τρόπο υποβολής, αξιολόγησης και έγκρισης προτάσεων του ιδιωτικού τομέα.
Προβλέπεται επιτροπή αξιολόγησης, ηλεκτρονική πλατφόρμα για την υποβολή της πρότασης και του φακέλου με όλα τα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα, σύντομες προθεσμίες, προθεσμία ενενήντα ημερών για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, πρόταση του αρμόδιου Υπουργού, έγκριση από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, δυνατότητα δικαστικής προσφυγής σε περίπτωση απόρριψης της πρότασης, ενώ τίθενται και ευάριθμες δικλίδες για τη διασφάλιση της διαύγειας, της νομιμότητας και του ανταγωνισμού. Δίνονται βεβαίως και κίνητρα από την άλλη για την κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και την αποζημίωση από τον τελικό ανάδοχο της δαπάνης στην οποία θα επιβληθεί εκείνος που κατέθεσε την πρόταση και ο οποίος τελικά δεν είναι ο ανάδοχος του έργου. Αυτό είναι πολύ φυσικό, διότι αλλιώς κανένας δεν θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να συμμετέχει σε μια τέτοια διαδικασία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι σχετικές προβλέψεις υπηρετούν τη στόχευση της υλοποίησης έργων με την αξιοποίηση της ευελιξίας του ιδιωτικού τομέα και ότι το προτεινόμενο συμπληρωματικό στις δημόσιες συμβάσεις πλαίσιο δημιουργεί προϋποθέσεις μόχλευσης των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων της χώρας σε επίπεδο κονδυλίων, ανθρώπινου δυναμικού, μέσων και τεχνογνωσίας.
Η εναντίωση της Αντιπολίτευσης, η οποία μάλιστα διέλαβε και τη μορφή μιας καθ’ όλα προσχηματικής έντασης αντισυνταγματικότητας, εντοπίζεται σε μια υποτιθέμενη, αλλά εντελώς ανυπόστατη εκχώρηση δημόσιας εξουσίας στον ιδιωτικό τομέα, αφού το δημόσιο διατηρεί κάθε αποφασιστική του αρμοδιότητα εν προκειμένω.
Θα ήθελα, κύριε Υπουργέ, να κάνω στο σημείο αυτό μια πρόταση: Να εξεταστεί η επέκταση του πεδίου εφαρμογής και στις συμβάσεις του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας πιθανότατα στο μέλλον, πέρα δηλαδή από τα Υπουργεία Υποδομών και Ενέργειας, αφού εκεί συντρέχουν συνθήκες αμεσότητας, ανάγκης και ταχύτητας στην υλοποίηση των μεγάλων έργων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των έκτακτων φαινομένων.
Θα κλείσω με μια παρατήρηση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα συμπέρασμα που ξεπερνάει τη στάση των κομμάτων στο συζητούμενο νομοσχέδιο και φαίνεται να έχει μονιμότερα και ευρύτερα χαρακτηριστικά. Και έχει να κάνει με τη θεώρηση της Αριστεράς ότι κάθε ιδιώτης είναι ύποπτος, είναι ένοχος μέχρι να αποδείξει το αντίθετο και ότι κάθε δικαστικός ή δημόσιος λειτουργός είναι οσφυοκάμπτης και δεκτικός σε πολιτικές υποδείξεις και παρεμβάσεις.
Η Νέα Δημοκρατία, η σημερινή Κυβέρνηση έχει εμπιστοσύνη στην υγιή σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους δημόσιους λειτουργούς ότι μπορούν με τον καλύτερο τρόπο να υπερασπιστούν το δημόσιο συμφέρον.
Ευχαριστώ πολύ.