Ήμουν δεν ήμουν 7 χρονών όταν ένα καλοκαίρι φάνηκε στο έμπα του χωριού ένα μπουλούκι από ανθρώπους, κάρα φορτωμένα και διάφορα ζώα να κατασκηνώνουν στη γειτονιά μας που ήταν στην αρχή του χωριού στο πασίγνωστο στους Αγιωργίτες, «στο Χάνι». Έτσι λέγαν τη γειτονιά μας…
Εμείς τα παιδιά, μικρά και μεγαλύτερα, τρέξαμε προς το μπουλούκι για να ικανοποιήσουμε την ακόρεστη περιέργειά μας. Τότε συνηθίζονταν τέτοια μπουλούκια. Όπως επίσης ήταν συνηθισμένη και η μάζωξη γύρω από το μπουλούκι και το σύνολο της πιτσιρικαρίας των χωριών,
Το μπουλούκι αποτελούνταν από 4-5 οικογένειες τσιγγάνων που μαζί με τα υπάρχοντά τους κουβαλούσαν και κάποια εξωτικά ζώα που για μας ήταν πρωτοφανέρωτα. Το συγκεκριμένο μπουλούκι εκείνη τη χρονιά κουβαλούσε μαζί του καμιά εικοσαριά μαϊμούδες και πιο συγκεκριμένα από ότι μάθαμε όταν πια μεγαλώσαμε ήταν μακάκοι.
Εκείνο που μας παραξένεψε και μας έκανε να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, ήταν ο χαρακτηριστικός κόκκινος κώλος τους. Η μεγαλύτερη μαϊμού, ένα ζωηρό αρσενικό, είχε και όνομα. Βαγγέλη τον φώναζε ο αρχιμπουλουκτσής. Ο Βαγγέλης, όπως και οι άλλοι μακάκοι, ήταν δεμένος με μία λεπτή φίνα αλυσίδα ώστε να μπορούν να ελεγχθεί.
Εκτός τους μακάκους είχαν και μία αρκετά μεγάλη αρκούδα, τον Αντώνη. Ο Αντώνης ήταν δεμένος με μία χοντρή αλυσίδα ενώ από τη μύτη της μουσούδας της είχε έναν κρίκο στον οποίο κρίκο υπήρχε ένας χαλκάς που συνδέονταν με ένα τρίμετρο ξύλο, όπως εκείνα τα ακόντια των μακεδόνων τις σάρισες. Αυτό το ξύλο – σάρισα το είχαν προκειμένου να κρατάν σε απόσταση το ζώο από τον πεχλιβάνη του.
Τώρα αναλογίζομαι πόσο θα υπέφερε ο καημένος ο Αντώνης αρκούδος, γιατί ο πόνος στις μύτες είναι πολύ επίπονος. Αφού δίναν δύο μέρες παράσταση με τα ζώα και έβγαζαν το κατιτί τους, φεύγαν να πάνε σε άλλο χωριό.
Ευτυχώς σκέφτομαι που στη συνέχεια υπήρξαν σύλλογοι προστασίας των ζώων και η πολιτεία ξυπνώντας από το λήθαργό της, επενέβη και απελευθέρωσε αυτά τα ζώα να πάνε στο φυσικό τους σπίτι, έξω στη φύση και σταμάτησε το αίσχος εκείνο του πιο απάνθρωπου βασανισμού τους.