Τα δύο τελευταία χρόνια βιώνουμε την κακοποίηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και την «ταπείνωση» των αξιών της ώστε να «χωρέσει» στα μίζερα μέτρα της κυβέρνησης. Σε πλείστες παρεμβάσεις τους, τόσο η υπουργός Πολιτισμού όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν διστάζουν να διαλαλούν ολούθε την «πραμάτεια» μας, ξεπουλώντας την υπεραξία των μνημείων χωρίς ντροπή και χωρίς τη στοιχειώδη ενσυναίσθηση ότι αυτό που κάνουν προσβάλλει τον ελληνικό λαό. Δεν έχουν ούτε την άδεια ούτε το δικαίωμα να συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες της χώρας και της συλλογικής κτήσης του λαού μας, την οποία υποθηκεύουν, υπονομεύουν και απομειώνουν διαρκώς.
Είναι πλέον προφανές ότι ούτε μπορούν ούτε θέλουν να υπερασπιστούν την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Άλλωστε, οι πολιτικές που εφαρμόζονται σε αυτόν τον τομέα -όπως και στον δρώντα και ζώντα πολιτισμό- αντανακλούν το μένος και τη δυσανεξία τους απέναντι σε καθετί συλλογικό και δημόσιο. Τα παραδείγματα, πολλά: η Αρχαιολογική Υπηρεσία υποβαθμίζεται, η αρχαιοκαπηλία «αναβαθμίζεται» και ενίοτε «δικαιολογείται», η Ακρόπολη τσιμεντώνεται και πλημμυρίζει, οι Μυκήνες και το Τατόι καίγονται, η ιστορική Σαλαμίνα υποτάσσεται στους ισχυρούς φίλους της κυβέρνησης, οι μοναδικές αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης καταστρέφονται, η ταυτότητα των μνημείων της χώρας μετατρέπεται σε αγοραίο προϊόν, τα κινητά της μνημεία εκπατρίζονται για πενήντα χρόνια και ο αρχαιολογικός μας πλούτος θυσιάζεται στον βωμό του κέρδους και των κρυφών και φανερών δραστηριοτήτων ιδιωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών.
Όταν δε αυτές οι πολιτικές προκαλούν τον διεθνή διασυρμό της χώρας και την αντίδραση διεθνών οργανισμών, ουδέποτε η ευθύνη αναλαμβάνεται ούτε από τη Λ. Μενδώνη ούτε από τον Κ. Μητσοτάκη, που συνεχίζουν ακάθεκτοι το βάρβαρο έργο τους. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν διστάζει να καταστρατηγεί ανερυθρίαστα το θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο προστασίας των αρχαιοτήτων, αλλά μονίμως επιδίδεται και σε αντιθεσμικές παρεμβάσεις προκειμένου να νομιμοποιήσει την πολιτική της. Όλοι θυμόμαστε τόσο την περσινή επίσκεψη της υπουργού Πολιτισμού στην πρόεδρο του ΣτΕ Μαίρη Σαρπ λίγες ημέρες πριν εκδικαστεί η υπόθεση των αρχαιοτήτων του μετρό Θεσσαλονίκης όσο και τη μετέπειτα πρόταση να διοριστεί η Μ. Σαρπ σε έμμισθη κυβερνητική θέση.
Πλέον δεν κρατούνται ούτε οι τύποι στις μεθοδεύσεις που παρουσιάζονται ως «κανονικότητα» από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Άλλωστε, έφτασε στο σημείο να παρακάμψει ακόμα και τις νόμιμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες με αφορμή την κύρωση του Κώδικα για την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτή τη φορά, με πρόσχημα την «κωδικοποίηση», προχώρησε σε ανεπίτρεπτη, νομικά και συνταγματικά, τροποποίηση και κατάργηση κρίσιμων διατάξεων του αρχαιολογικού νόμου. Κάποιες από τις παράνομες τροποποιήσεις αφορούν την υποβάθμιση ποινικών αδικημάτων και την αντιμετώπιση των κακουργημάτων του νόμου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. παρενέβη με κάθε τρόπο ώστε το εν λόγω «νομοθέτημα» να αποσυρθεί και να διορθωθεί. Η Ν.Δ. προτίμησε να κυρώσει τον Κώδικα με διαδικασίες εξπρές. Έτσι, αντί του Κοινοβουλίου, άρχισαν πλέον να νομοθετούν ανέλεγκτες «ομάδες εργασίας», χωρίς η κυβέρνηση να απαντά για τον θεσμικό κατήφορο που έχει πάρει, ωθώντας χωρίς περίσκεψη σε αυτόν ακόμα και την ίδια τη δημοκρατία. Όμως εμείς οφείλουμε να απαντήσουμε ως πολίτες για πόσο ακόμη θα της επιτρέπουμε να προσβάλλει τους θεσμούς, τις αξίες και τη νοημοσύνη μας.
* Η Καλλιόπη Βέττα είναι ερμηνεύτρια, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. της Π.Ε. Κοζάνης και μέλος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής