Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022 ώρα 10:00 το πρωί. Έχω πάρει άδεια από τη δουλειά προκειμένου να επισκεφτώ τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Το γεγονός πως η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης είναι κλειστή τα Σαββατοκύριακα, αναγκάζει όποιον θέλει να την επισκεφτεί προκειμένου να κάνει σοβαρή έρευνα, να πάρει άδεια από τη δουλειά του τις καθημερινές. Επειδή, λοιπόν, βρίσκομαι στη διαδικασία εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η έρευνα μου απαιτεί πολλές ώρες καθημερινής εργασίας. Κάποιες από τις ώρες αυτές τις αφιερώνω στην επίσκεψη διαφόρων βιβλιοθηκών, πανεπιστημιακών και μη, σε ολόκληρη τη χώρα προκειμένου να δανειστώ ή να συμβουλευθώ επί τόπου τα απαραίτητα βιβλία.
Σήμερα λοιπόν αποφάσισα να επισκεφτώ τη βιβλιοθήκη της πόλης μας γιατί κάποια από τα βιβλία τα οποία πριν από τέσσερα – σχεδόν – χρόνια είχα δωρίσει στη βιβλιοθήκη, είναι άκρως απαραίτητα για την έρευνά μου. Πήγα το πρωί στη βιβλιοθήκη μας, πλήρωσα 5 ευρώ για την έκδοση της κάρτας δανεισμού βιβλίων, κάθισα μπροστά σε έναν από τους υπολογιστές του αναγνωστηρίου και άρχισα να αναζητώ κάποιους από τους τίτλους βιβλίων τα οποία είχα δωρίσει στη βιβλιοθήκη.
Σε ελάχιστο χρόνο κάποια βιβλία εμφανίστηκαν στην οθόνη του υπολογιστή και οι οδηγίες με παρέπεμψαν στα αντίστοιχα ράφια στα οποία θα μπορούσα να τα βρω. Όταν κατέβασα τα πρώτα βιβλία από τα ράφια το συναίσθημα που βίωσα πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν πρωτόγνωρο. Έπρεπε πλέον να δανειστώ τα βιβλία αυτά που κάποτε κοσμούσαν τη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Με λίγα λόγια, έπρεπε να περάσω από τη Γραμματεία της Βιβλιοθήκης η οποία θα τα καταχωρούσε με την υπενθύμιση πως πρέπει να τα επιστρέψω το αργότερο σε ένα μήνα από σήμερα, δηλαδή την Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022. Παράξενο, στ’ αλήθεια συναίσθημα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως μετάνιωσα ποτέ για τη δωρεά. Κάθε άλλο. Εξάλλου όπως είχα δηλώσει, σκόπευα να δωρίσω και ένα ακόμα μέρος της ιδιωτικής μου συλλογής στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μας ως ένα είδος παρακαταθήκης για τους μαθητές και φοιτητές της πόλης μας, του σήμερα και του αύριο. Μάλιστα όταν άνοιξα την πρώτη σελίδα ενός από τα βιβλία μου και είδα σφραγίδα με τη φράση «ΔΩΡΕΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΦΑΣΗ» ένιωσα πλήρης, σχεδόν αθάνατος, αφού τα βιβλία αυτά θα θύμιζαν το όνομα μου στις επόμενες γενιές αναγνωστών όταν εγώ θα είχα ήδη φύγει από τη ζωή.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Κάποια στιγμή όμως ο υπολογιστής έμοιαζε να μην βρίσκει τα βιβλία που ζητούσα και ιδιαίτερα τα αγγλόφωνα. Δεν ανησύχησα στην αρχή. Σκέφτηκα πως ενδεχομένως δεν είχαν περαστεί σωστά οι τίτλοι ή τα ονόματα των συγγραφέων. Επιχείρησα λεπτομερέστερη έρευνα που και αυτή δεν έδωσε αποτελέσματα. Άρχισα να ταράζομαι. Τα συγκεκριμένα βιβλία δεν ήταν αυτό που λέμε βιβλία «της σειράς». Καταρχάς, ήταν βιβλία τα οποία είχα αγοράσει κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στα πανεπιστήμια του Λονδίνου, της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Είχαν λοιπόν μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα. Επιπρόσθετα, ήταν βιβλία που ξεχώριζαν όχι μόνο για το περιεχόμενο τους μιας και οι συγγραφείς τους ήταν διακεκριμένοι στοχαστές αλλά και για την εμφάνισή τους. Ήταν δερματόδετα, αρκετά μεγάλα σε όγκο, ενώ το εξώφυλλό τους κοσμούσαν τα λογότυπα των μεγαλύτερων εκδοτικών οίκων του κόσμου: Οξφόρδη, Κέιμπριτζ, Χάρβαρντ, Στάνφορντ, ΜΙΤ. Κάποια μάλιστα, όχι πολλά, μου τα είχαν χαρίσει οι ίδιοι οι συγγραφείς τους, με ιδιόχειρες αφιερώσεις, γεγονός που τα έκανε ακόμα πιο σημαντικά από άποψη πνευματική για εμένα. Αναμφίβολα, επίσης, θα έπρεπε να τα κάνει σημαντικά και για τη δωρεοδόχο Βιβλιοθήκη, αφού είθισται τέτοια στοιχεία να καταγράφονται στην σχετική καταχώρηση. Και όμως, όταν τα δώριζα στη βιβλιοθήκη της πόλης μας, δεν σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή να τα κρατήσω στη βιβλιοθήκη μου. Και τώρα δεν μπορούσα να τα βρω πουθενά! Δεν άφησα την ανησυχία και το φόβο να γίνουν θυμός γιατί θεώρησα πως η Γραμματεία θα είχε κάποια εξήγηση για το λόγο που τα βιβλία αυτά δεν βρίσκονταν στον ηλεκτρονικό κατάλογο των βιβλίων. Δυστυχώς, η απάντηση που πήρα, ήταν χειρότερη από οτιδήποτε μπορούσα να φανταστώ!
Αυτά που μου είπαν μου προκάλεσαν όχι απλά θυμό αλλά οργή! Τα βιβλία μου – παρά το πέρας τεσσάρων σχεδόν ετών από την δωρεά – δεν είχαν περαστεί ακόμα στο σύστημα. Και αυτό δεν ίσχυε μόνο για τα δικά μου βιβλία, αλλά και για τα βιβλία και άλλων δωρητών. Ο λόγος τον οποίο επικαλέστηκαν και μου φάνηκε αληθής ήταν η τραγική υποστελέχωση της βιβλιοθήκης τα τελευταία τρία χρόνια. Η δικαιολογία μου φάνηκε αληθινή γιατί ήταν κάτι που μπορούσε να το διακρίνει κανείς με το που έμπαινε στη βιβλιοθήκη. Τρία άτομα όλα και όλα σε ένα απέραντο κτίριο με τρεις ορόφους και υπόγειο. Και λέω ανακάλυψα, γιατί όταν ρώτησα που βρίσκονται τα βιβλία που δεν έχουν ακόμα καταχωρηθεί και τοποθετηθεί στα ράφια, μου είπαν πως βρίσκονται σε χαρτόκουτα στον τρίτο όροφο και στο υπόγειο. Έξαλλος και χωρίς να ρωτήσω κανέναν κατάφερα να ανέβω στο τρίτο όροφο. Είδα εκατοντάδες βιβλία σε χαρτόκουτα, ατακτοποίητα, αταξινόμητα, μια εικόνα που μόνο λύπη προκαλούσε. Αυτό όμως δεν συγκρινόταν με ότι είδα στο υπόγειο. Χωρίς καμία δόση υπερβολής, χιλιάδες βιβλία βρισκόταν στοιβαγμένα σε διάφορα χαρτόκουτα, σαν να περίμεναν το σκουπιδιάρικο να τα απαλλάξει από τον «πόνο» που δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι, δηλαδή στα ράφια και το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης ή δανεισμένα στα δωμάτια των μαθητών και φοιτητών της πόλης. Τα βιβλία εκτός ραφιών ήταν περισσότερα από τα βιβλία που βρίσκονταν στα ράφια! Η αποδοχή δωρεών σημαίνει και υποχρεώσεις, κάτι το οποίο οι υπεύθυνοι – και δεν εννοώ την Γραμματεία -μοιάζουν να αγνοούν εντελώς. Οι βιβλιοθήκες οφείλουν να γνωρίζουν πόσα βιβλία μπορούν να δεχθούν και να αποθαρρύνουν δωρητές όταν δεν μπορούν πλέον να ανταπεξέλθουν στη διαχείριση των δωρεών. Φυσικά αυτό απαιτεί σύστημα διαχείρισης, σχέδιο ανάπτυξης και, κυρίως, συγκεκριμένης πολιτικής αποδοχής δωρεών και πολύ αμφιβάλλω αν οι τρεις διοικήσεις των τριών τελευταίων ετών είχαν ποτέ ακούσει τι είναι αυτά τα πράγματα.
Ο υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή έχει ονοματεπώνυμο. Είναι ο Δήμαρχος Κοζάνης και Πρόεδρος της Βιβλιοθήκης κ. Λάζαρος Μαλούτας. Η τραγική διοίκηση την οποία ασκεί κυριολεκτικά εις βάρος της πόλης και των κατοίκων της από το 2019 οπότε και εκλέχτηκε Δήμαρχος Κοζάνης, στο θέμα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης έδωσε αυτό που ο λαός λέει «τα ρέστα της». Από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του ως Δημάρχου Κοζάνης, άρχισε την απαξίωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Έπειτα από την επιλογή δύο Προέδρων παντελώς ανίκανων, τραγικά ανίδεων και άσχετων με το χώρο μιας δημόσιας ή δημοτικής βιβλιοθήκης, αποφάσισε να αναλάβει αυτός ο ίδιος την προεδρία της! Τα αποτελέσματα της διοίκησής του ήδη τα περιέγραψα.
Ο κ. Μαλούτας με το να απαξιώνει συστηματικά με τις επιλογές του τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, δείχνει την αδιαφορία του για τη γνώση και απαξιώνει πρωτίστως τους πολίτες της πόλης που έχουν μια κάποια αγάπη για τα βιβλία. Απαξιώνει επίσης τα ίδια τα βιβλία τα οποία προτιμά να τα έχει παρατημένα σε χαρτόκουτα, τρία χρόνια τώρα, παρά να προσλάβει το κατάλληλο προσωπικό που θα τα τοποθετήσει εκεί που τους αρμόζει, στα ράφια της βιβλιοθήκης. Έτσι απαξιώνει και τους δωρητές βιβλίων, οι οποίοι τα δώρισαν πιστεύοντας πως θα έβρισκαν μια θέση αν μη τι άλλο ισάξια με τη θέση που είχαν στις ιδιωτικές τους βιβλιοθήκες. Οι δωρητές βιβλίων είχαν και έχουν σαν μοναδικό τους σκοπό και όραμα την πρόσβαση όλων των πολιτών της Κοζάνης, μιας πόλης που αγάπησαν και αγαπούν, στη γνώση. Αυτονόητο, όμως, είναι ότι αποθαρρύνει και σχεδόν αποκλείει μελλοντικές δωρεές, οι οποίες είναι το «αίμα» των δημοτικών και άλλων τοπικών βιβλιοθηκών.
Κατόπιν τούτου, και μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη Δημοτική Αρχή η οποία θα τιμήσει και θα εκτιμήσει τη δωρεά μου, αν τα βιβλία μου – 845 συνολικά – δεν έχουν τοποθετηθεί στα ράφια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης μέχρι το τέλος του έτους, θα απαιτήσω την επιστροφή τους, στον τόπο από όπου τα πήραν, δηλαδή τη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Έχω πλήρη λίστα των βιβλίων τα οποία δώρισα. Ελπίζω να υπάρχουν ακόμα, έστω και στο υπόγειο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, διαφορετικά θα χρησιμοποιήσω κάθε νόμιμο μέσο για την αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη η Βιβλιοθήκη από πλημμελή διαχείριση.
Υ.Σ. Συστήνω σε όλους τους εν ζωή δωρητές της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, να απαιτήσουν από το Δήμαρχο Κοζάνης και Πρόεδρο της Βιβλιοθήκης κ. Μαλούτα, να τους ενημερώσει για το τι απέγιναν τα βιβλία τα οποία δώρισαν κατά τη διάρκεια της θλιβερής και τραγικής όπως αποδεικνύεται θητείας του.