Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενεργειακή κρίση εξαντλεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Έχει ξεκινήσει πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και δε φαίνεται να τελειώνει στο άμεσο μέλλον.
Δεν πρόκειται για φυσική καταστροφή αλλά όπως όλες οι αλλεπάλληλες κρίσεις που αφορούν στην οικονομία, έχει πολιτικό πρόσημο. Στη χώρα μας πολλαπλασιαστής της κρίσης είναι η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να αφήσει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας χωρίς έλεγχο και εποπτεία, να εξαγγείλει μια εμπροσθοβαρή και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση, να δεσμεύσει τη χώρα έτι περαιτέρω στο φυσικό αέριο (κατά 24% στην ηλεκτροπαραγωγή και 10% στις υπόλοιπες ενεργειακές ανάγκες), να ιδιωτικοποιήσει ενεργειακές εταιρείες (ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ, ΔΕΠΑ Υποδομών), να υπονομεύσει την αποκέντρωση της παραγωγής ηλεκτρισμού και την ενεργειακή δημοκρατία που εξασφαλίζουν οι ενεργειακές κοινότητες και τα μικρά έργα ΑΠΕ, να κωλυσιεργήσει σε ότι αφορά στην εξοικονόμηση ενέργειας, ηλεκτροκίνηση, αποθήκευση.
Το δε φάρμακο που επιλέχθηκε, δηλαδή οι επιδοτήσεις, όχι μόνο δεν θεραπεύουν το πρόβλημα, αντιθέτως το οξύνουν. Είναι αυτονόητο ότι σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς η εκ των προτέρων εξαγγελία επιδότησης των αυξήσεων, οδηγεί στην ταχύτερη αύξηση των τιμών, αφού είναι σίγουρο ότι θα επιδοτηθούν.
Ακόμα και οι εξαγγελίες για φορολόγηση των υπερκερδών αποδείχθηκαν κενό γράμμα, αφού αφενός με αδιαφανή κριτήρια μειώνεται το προς φορολόγηση ποσό– π.χ. τα 2,2 δις υπερκέρδη των καθετοποιημένων παραγωγών από τον Ιούλιο του 21 έως τον Ιούνιο του 22 που υπολόγισε ο τομέας ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με στοιχεία της ΡΑΕ και του ΑΔΜΗΕ , «μειώθηκε» σε 415 εκ. και αφετέρου γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση, στερώντας ρευστότητα από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι δε πυροσβεστικές παρεμβάσεις με τη δήθεν κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και την επιβολή «κόφτη» για τα υπερκέρδη -που αφήνει όμως μεγάλα περιθώρια κέρδους- οδήγησαν σε νέα γενιά υπερκερδών στη λιανική αυτή τη φορά, που αθροίζουν 1δις για τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.
Τι πρέπει να γίνει;
Ακριβώς τα αντίθετα. Ξεκινώντας από τη λειτουργεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας όπου η τιμή της χονδρικής να καθορίζεται με βάση το πραγματικό κόστος ανά μονάδα παραγωγής (φυσικό αέριο, λιγνίτες, ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά) και ένα εύλογο κέρδος 5%. Να υπάρχει υποχρεωτικό ποσοστό σταθερών συμβολαίων και βεβαίως να αποσυνδεθεί η τιμή της χονδρεμπορικής ρεύματος από τη χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου κατά το παράδειγμα των χωρών της Ιβηρικής.
Στη δε λιανική να υπάρχει ανώτατο όριο τιμής για την ηλεκτρική ενέργεια ανά μεγαβατώρα.
Πολύ κρίσιμη παρέμβαση η ανάκτηση τουλάχιστον του 51% του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ, η οποία επειδή ακριβώς έχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά ενέργειας, θα μπορούσε αντί να ηγείται της κερδοσκοπίας, να συγκρατεί τις τιμές.
Απαραίτητη παρέμβαση στις σημερινές συνθήκες ακραίας ακρίβειας σε όλο το φάσμα της οικονομίας, η μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα (πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης, βενζίνη, φυσικό αέριο) στο χαμηλότερο συντελεστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6%.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι οι αναταραχές στις αγορές ενέργειας, το κόστος του ρίσκου και η μετακύληση της αστάθειας στους καταναλωτές είναι δομικό στοιχείο της αγοράς ενέργειας, βασισμένης στα ορυκτά καύσιμα. Όταν οι τιμές των καυσίμων καταρρέουν (2008, 2013, 2020), σπάνια επωφελούνται οι καταναλωτές. Αντίθετα όταν οι τιμές εκτοξεύονται, το κόστος μετακυλίεται στα νοικοκυριά, τα οποία απορροφούν και το μεγαλύτερο πλήγμα.
Εύκολα λοιπόν απαντάται και το ερώτημα, εάν πρέπει να επενδύσουμε σε νέα έργα για ορυκτά καύσιμα που έχουν ημερομηνία λήξης ή εάν οι διαθέσιμοι πόροι πρέπει να αξιοποιηθούν για πιο γρήγορη και δίκαιη μετάβαση.
Ειδικότερα σήμερα που υπάρχουν οι πόροι από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, θα πρέπει να προχωρήσουμε ακόμα πιο γρήγορα τις ΑΠΕ με πλουραλισμό και ενεργειακή δημοκρατία, την αποθήκευση ενέργειας για την οποία δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμα το ρυθμιστικό πλαίσιο, τις ενεργειακές κοινότητες που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή της κοινωνίας και διάχυση του οφέλους, την αναβάθμιση και επέκταση των δικτύων ώστε να μην υπάρχει έλλειψη ηλεκτρικού χώρου.
Και βεβαίως την εξοικονόμηση ενέργειας, γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ενεργειακών αναγκών μας δεν είναι η ηλεκτροπαραγωγή. Το υπόλοιπο κομμάτι, που πρέπει εξίσου να εστιάσουμε, είναι η θέρμανση-ψύξη σπιτιών, οι μεταφορές, ο πρωτογενής τομέας κ.τ.λ.
Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να ανακατευθύνουμε μέρος των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στη χρηματοδότηση νοικοκυριών, αγροτών, μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ενεργειακών κοινοτήτων ώστε να παράγουν την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν. Συγχρόνως πρέπει να επενδύουμε και να επιδοτούμε προγράμματα που απευθύνονται στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην ανάπτυξη δικτύων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, στην ενεργειακή θωράκιση των δημόσιων κτηρίων, στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της εφοδιαστικής αλυσίδας αντλιών θερμότητας και ηλιακών θερμικών συστημάτων, ηλεκτροκίνησης, κ.α.
Με την κλιματική κρίση να κάνει όλο και πιο καταστροφική την παρουσία της, η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, με την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ και την μελλοντική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα αποτελεί μονόδρομο, προκειμένου να έχουμε ενεργειακή και κλιματική ασφάλεια, αλλά και μικρότερο ενεργειακό κόστος.
*Η Πέτη Πέρκα, είναι βουλευτής Φλώρινας και Αναπληρώτρια Τομεάρχης Περιβάλλοντος & Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ