Όταν ήμουν μικρή, ένας απ’ τους μεγαλύτερούς μου φόβους, μαζί με τους πολέμους, τους σεισμούς και τον θάνατο, ήταν η μέρα που ο φανός μας δεν θ’ άναβε πια και το γνωστό σταυροδρόμι όπου μαζεύεται η γειτονιά του Λάκκου τ’ Μάγγαν’ θα έμενε άδειο. Πείσμωνα, ίσως να μ’ είχαν επηρεάσει και οι αναγνώσεις των έργων του Καζαντζάκη, και δήλωνα πως εγώ, εγώ μόνη θα σώσω τον φανό μας απ’ τον σίγουρο και τρομερό αφανισμό του, εγώ θ’ αναλάμβανα το δύσκολο χρέος, θα έβγαινα απ’ την πλατωνική σπηλιά στο φως, θα έφτανα στην κορυφή του δύσβατου όρους (φιλική συμβουλή σε γονείς: μην δίνετε στα οχτάχρονα Καζαντζάκη, δώστε τους Άλκη Ζέη).
Αναπόφευκτα, μεγάλωσα και ταξίδεψα και έζησα και διάβασα παραπάνω και διαπίστωσα πόσα πράγματα χάνονται· δεν είναι δύσκολο να μάθεις τέλεια την τέχνη της απώλειας, που λέει κι ένα αγαπημένο ποίημα της Elizabeth Bishop, αρκεί να χάνεις κάτι κάθε μέρα. Άλλωστε, ο ίδιος μας ο πλανήτης βρίσκεται σε τροχιά αφανισμού την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές κι ίσως να ξέρουμε κατά βάθος πως, όσα άστρα κι αν κατορθώσουν να εποικίσουν οι δισεκατομμυριούχοι, στο τέλος οι μαύρες τρύπες θα ρουφήξουν τα πάντα κι εκεί που έστεκαν τα μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού δεν θα υπάρχει παρά λίγη διαστημική σκόνη – απολύτως τίποτα δεν θα προδίδει το πέρασμά μας απ’ αυτό το Σύμπαν.
Θα μου πείτε «Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Κοζανίτικη Αποκριά;». Ίσως και να κλείσετε την καρτέλα. Δεν πειράζει. Φαντάζομαι πως η γνώση πως δεν είμαστε παρά αστρική σκόνη είναι συχνά δυσκολοχώνευτη, ιδίως όταν αναλωνόμαστε τόσο στο ν’ αποδείξουμε την σπουδαιότητα της εφήμερής μας ύπαρξης.
Ας σας προλάβω δηλώνοντας πως αυτό δεν είναι ένα επιστημονικό κείμενο. Υπάρχει αλλού χώρος γι’ αυτά, που απαιτεί και τον αντίστοιχο χρόνο, αυτόν της έρευνας, της περισυλλογής, των παρουσιάσεων, των συζητήσεων, των διορθώσεων, της αναπόφευκτης στιγμής που κάτι στην φιλοσοφική παράδοση κάνει τις πιο στέρεες πεποιθήσεις σου να εκραγούν, σα να πρόκειται για δυο άστρα νετρονίων που συγκρούονται (για να κρατήσουμε και τις αστρονομικές μεταφορές, αφού μ’ αυτές ξεκινήσαμε).
Μία τέτοια πεποίθηση, λοιπόν, που αποχωρίστηκα πολύ σύντομα, σχετιζόταν με την έννοια της «διατήρησης» – να διατηρήσουμε το έθιμο των φανών όπως ήταν κι όπως είναι, να μην το αλλάξουμε, να μην το «παραμορφώσουμε», να μην το ξεχειλώσουμε, μην το αλλοιώσουμε, αλλιώς η μαγεία θα χαθεί για πάντα. Αντίστοιχοι προβληματισμοί έχουν διατυπωθεί καθ’ όλη την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και όχι μόνο για έθιμα· ένα μεγάλο βάσανο, ήδη απ’ την αρχαιότητα, ήταν αυτό που πολύς κόσμος θεωρούσε «γλωσσική φθορά», δηλαδή το γεγονός ότι η γλώσσα αλλάζει ούτως ή άλλως προκειμένου να προσαρμοστεί στις συνθήκες ενός κόσμου που διαρκώς αλλάζει. Μέχρι και σήμερα, συναντάμε παντού την πεποίθηση πως παλιότερα μιλούσαμε «σωστότερα» ελληνικά –πεποίθηση που έχει καταδικαστεί ως αντεπιστημονική από το μεγαλύτερο μέρος της γλωσσολογικής κοινότητας– απαραίτητα συνοδευόμενη απ’ τον φόβο πως δεν θα ξαναγραφτούν λογοτεχνικά και θεατρικά έργα, δεν θα ξανατραγουδηθούν τραγούδια όπως εκείνα τα παλιά, πως ο πολιτισμός μας «πνέει τα λοίσθια», πως βιώνουμε μια περίοδο παρακμής. Έργα που έφτασαν να θεωρούνται σημαντικά απ’ τον λογοτεχνικό κανόνα κάποτε θεωρήθηκαν ενδείξεις μιας γενικότερης παρακμής, έργα όπως αυτά του Ραμπελαί, του Καζαντζάκη, του Σεφέρη. Δεν θα καθίσουμε να κάνουμε μάθημα λογοτεχνίας εδώ, μην φοβάστε, αυτά τα κρατάω για τα πανεπιστημιακά έδρανα και τ@ μέλλ@ φοιτητ@ μου, που εύχομαι ν’ αποδομήσουν και την δική μου έρευνα μ’ ανάλογο τρόπο (μονάχα έτσι προχωράμε). Απλώς είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως αυτό που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο κάποτε θεωρήθηκε δείγμα «παρακμής» κι «αλλοίωσης» χώρων και παραδόσεων.
Κάπως έτσι φτάνω στο ερώτημα του τίτλου: πότε «χαλάει» ένα έθιμο; Ή, για να το θέσω ακριβέστερα, μπορεί στ’ αλήθεια να «χαλάσει» ένα έθιμο; Ειδικά η Κοζανίτικη Αποκριά, που έχει έναν εξαιρετικά επίκαιρο σατιρικό χαρακτήρα, γεγονός που την αναγκάζει διαρκώς να τρέχει δίπλα στον κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα φωτός, πώς ακριβώς μπορεί να «χαλάσει» και ν’ «αλλοιωθεί»; Τι είναι αυτό που την αλλοιώνει; Το γεγονός ότι κάποιοι φανοί παύουν να υπάρχουν και γεννιούνται νέοι; Μα, αυτό συνέβαινε πάντα. Τι νομίζετε, πως ο Ντιόντιους μόνο στον Λάκκο τραγουδούσε όλη του την ζωή; Αμ δε! Φανοί δημιουργήθηκαν απ’ ανάγκη για ζωή και για έκφραση, φανοί έσβησαν επειδή δεν υπήρχε πια αυτή η ανάγκη, επειδή είχε επιλέξει να εκφραστεί μ’ άλλους τρόπους, επειδή άνθρωποι πέθαναν, άνθρωποι ήρθαν κι άνθρωποι έφυγαν. Εν ολίγοις, επειδή η ζωή προχώρησε. Στις εισόδους της πόλης τα τελευταία χρόνια, ανάβουν νέοι και δυναμικοί φανοί. Σ’ άλλα καλντερίμια σβήνουν. Έτσι γινόταν πάντα κι έτσι θα εξακολουθήσει να γίνεται.
Τι άλλο μπορεί ν’ αλλοιώνει την Κοζανίτικη Αποκριά; Τα νέα τραγούδια ή οι διαφορετικές ερμηνείες τραγουδιών, που προσαρμόζονται στο κλίμα της βραδιάς, στην επικαιρότητα, ακόμα και στις καιρικές συνθήκες; Μα, αυτό ακριβώς είναι που κρατά την Κοζανίτικη Αποκριά ζωντανή, ο αυθορμητισμός της. Η ικανότητά της να προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Νέες συνθήκες, όπως ο κορονοϊός, δημιούργησαν νέες πρακτικές, όπως το αντάμωμα όλων των φανών της πόλης στην πλατεία την Κυριακή της Μικρής Αποκριάς το μεσημέρι, ενώ τα Sourd Games δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τότε που κάθε παιδί έβλεπε στην τηλεόραση τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα και ζήλευε τις ομάδες που περνούσαν απ’ όλες αυτές τις εκπληκτικές δοκιμασίες. Το ότι γράφονται νέα τραγούδια, αντίστοιχα, δείχνει ότι ο κόσμος εξακολουθεί να θέλει να τραγουδήσει τους προβληματισμούς, τους καημούς και τις χαρές του γύρω απ’ τον φανό. Το ότι δεν τραγουδιούνται τα τραγούδια ακριβώς όπως την δεκαετία του ’50 μάλλον μας δείχνει ακριβώς πως ο κόσμος αλλάζει και πως το έθιμο προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Και οι συνθήκες διαρκώς αλλάζουν. Το ’60 ένα τραγούδι περιγράφει πώς όλη η πόλη πήγαινε στον Παπαγιάννη τον γιατρό το χειμώνα της μεγάλης γρίπης. Το 2020, ο Λάκκος τ’ Μάγγαν’ έγραψε τραγούδι για τον κορονοϊό. Μονόπρακτα έχουν ενσωματωθεί στο άναμμα των φανών στην πλατεία, βλ. Αη-Δημήτρς, και στα θέατρα της πόλης ανεβαίνουν παραστάσεις στα κοζανίτικα. Ο κόσμος μας δεν είναι αυτός του ’50, το έθιμο προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες.
Κι αν συμβεί τ’ αντίθετο; Αν προσαρμοστούν οι συνθήκες στο έθιμο; Τότε τι θα συμβεί; Τότε ο φανός θα χάσει την σύνδεσή του με την επικαιρότητα και θα μετατραπεί σε μια «αναπαράσταση», σ’ ένα είδος θεατρικής performance όπου τα άτομα εκτελούν συγκεκριμένους ρόλους δίχως όμως να είναι σε θέση να βιώσουν αυτό που συμβαίνει γύρω τους σαν την «δεύτερη ζωή» που περιγράφει ο σοβιετικός θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν. Δηλαδή το βίωμα, ο αυθορμητισμός και οι μεταμορφώσεις των φανών που επέρχονται αναγκαστικά με το πέρασμα του χρόνου θα έχουν αντικατασταθεί από κάτι που θα παρουσιάζει σαφώς ενδιαφέρον αλλά δεν θα ’ναι πια σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία που το περιβάλλει, κι έτσι θα έχει γίνει τελείως ακίνδυνο. Δεν το γράφω τυχαία αυτό: οι πολιτικές και θρησκευτικές αρχές στην Ευρώπη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού έτρεμαν τα λαϊκά καρναβάλια ακριβώς επειδή, λόγω του σατιρικού επίκαιρου χαρακτήρα τους, μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να μετατραπούν σε μικρές εξεγέρσεις. Στον αντίποδα της λαϊκής κουλτούρας, υπήρχαν οι μασκαράδες της Αυλής (απ’ το mascarade, τραγούδι, «μασκαράδα»). Αν έχετε επισκεφτεί τις Βερσαλλίες και έχετε δει το χωριό της Βασίλισσας, σκεφτείτε πως ένα αγαπημένο χόμπυ όλων των ευγενών ήταν να ντύνονται σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα –τα βουκολικά τ’ αγαπούσαν αρκετά– και να αναπαριστούν για μέρες ολόκληρες, σε τρικούβερτα γλέντια, τον κόσμο που νόμιζαν ότι ταιριάζει σ’ αυτό το θέμα. Κάποια απ’ τα πιο όμορφα ποιήματα του ποιητή Ρονσάρ έχουν γραφτεί για τέτοιες τελετές (όχι στις Βερσαλλίες, που χτίστηκαν αργότερα, αλλά στο παλάτι του Fontainebleau).
Οπότε, όταν αναρωτιόμαστε αν αλλοιώνεται το έθιμο των φανών, ίσως είναι χρήσιμο να θέτουμε τα παραπάνω ερωτήματα, αλλά και να έχουμε στο μυαλό μας τι σημαίνει ζωντανή αποκριά και τι αναπαράσταση. Δεν σας λέω «Αυτό είναι καλό, το άλλο κακό», παρότι προσωπικά αγαπώ την ιδέα της ζωντανής Κοζανίτικης Αποκριάς· απλώς τα παρουσιάζω ως συνθήκες που γνωρίζουμε ότι ιστορικά έχουν υπάρξει και που προκαλούνται απ’ την δυνατότητα ενός εθίμου να προσαρμοστεί σ’ έναν κόσμο εν κινήσει ή όχι. Είναι σημαντικό ν’ αναρωτηθούμε αν θέλουμε η Αποκριά να συνεχίσει να έχει μια διαλεκτική σατιρική σχέση με την επικαιρότητα ή αν προτιμάμε να περιοριστεί σ’ αυτό που βίωναν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας – και στις δύο περιπτώσεις, κάτι υπάρχει περίπτωση να χαθεί.
Προσωπικά τώρα, με προβληματίζει βαθιά η εξιδανίκευση του παρελθόντος, και σ’ ό,τι σχετίζεται με ζητήματα γλώσσας και σ’ ό,τι σχετίζεται με πρακτικές όπως αυτή των φανών. Όταν λέμε πως «οι παππούδες μας τα έκαναν καλύτερα», οφείλουμε ν’ αναλογιστούμε και σε τι κόσμο ζούσαν οι παππούδες μας και να σκεφτούμε μήπως τέτοιες φράσεις παραπέμπουν και σε μια γενικότερη τάση νέο-συντηρητισμού, που μπορεί να οδηγήσει συνειρμικά σε εξαιρετικά επικίνδυνα μονοπάτια, το παλιότερο, το πατροπαράδοτο, το «αναλλοίωτο» και πάει λέγοντας. Επαναλαμβάνω, επικίνδυνοι συνειρμοί που μού φέρνουν στο μυαλό τις τεχνικές προπαγάνδας του φασισμού, έτσι όπως τις περιγράφει ο Αντόρνο στο διαμαντάκι Όψεις της νέας ακροδεξιάς (Νήσος, 2022). Σ’ αντίστοιχα ρητορικά σχήματα στηρίχθηκε και η εκλογή Τραμπ το 2016, αλλά και η ανατροπή του Roe vs. Wade για το δικαίωμα στην άμβλωση απ’ το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ πέρυσι. Είναι πολύ σημαντικό, μέσα στην αγάπη μας για την Αποκριά, να έχουμε υπ’ όψιν μας αυτά τα επικίνδυνα μονοπάτια που βρίσκονται παντού γύρω μας και δεν είναι δύσκολο να μας πλανέψουν.
Αγαπώ την Κοζανίτικη Αποκριά. Έγινε το αντικείμενο της έρευνας που εκπόνησα το 2016 και μ’ οδήγησε σ’ ένα διδακτορικό στις λογοτεχνικές ετεροτοπίες, όπου κατέχουν κεντρική θέση το καρναβάλι, η πολιτική σάτιρα και η διαλεκτική τους σχέση με κοινωνίες που αλλάζουν. Όμως, εφόσον θεωρώ την Αποκριά μια ετεροτοπία, θυμάμαι πάντοτε και τα λόγια του Φουκώ όταν δημιουργούσε αυτή την θεωρία των ετεροτοπιών που έμελλε να μου αλλάξει την ζωή (και τον ερευνητικό προσανατολισμό): κάθε κοινωνία μπορεί να σβήσει ή να διατηρήσει τις ετεροτοπίες της. Εμείς πώς ακριβώς θέλουμε «να κρατήσουμε την φλόγα της Κοζανίτικης Αποκριάς αναμμένη» (για να γράψω και μια φράση που δεν μ’ αρέσει καθόλου γιατί είναι συγκινησιακή και, άρα, εξυπηρετεί κάτι πολύ συγκεκριμένο, οπότε κριντζάρω – να την και η «φθορά» της γλώσσας, χεχε);
Τα ’χε πει, βέβαια, ο Ηράκλειτος, ήδη απ’ τον 5ο αιώνα, πως τα πάντα ρέουν και πως δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές, αλλά μάλλον εμείς έχουμε βάλει στ’ αυτιά μας βουλοκέρι.
Η Κατερίνα Λάκκα είναι ειδική στους καφέδες και στα μπέντια. Έχει διδακτορικό απ’ τη Σορβόννη, έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα (Μια κάποια Γαλάτεια, Εστία, 2021), το podcast της 7-2 συμμετείχε στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και τώρα στα 30 της σκέφτεται σοβαρά ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με την αμπελουργία. Ακολουθεί την παράδοση του πατέρα της, Ντιόντ’, που βλέπει, ακούει, καταγράφει και σατιρίζει, αλλά και τις συμβουλές της μητέρας της, που ήταν Διευθύντρια της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας του Μαμάτσειου, και κρούει την κώδωνα του κινδύνου για την υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ.