Είναι μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς. Η κυκλοφορία του νέου βιβλίου της «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ, Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» αποτελεί λογοτεχνική είδηση. Με αυτή, λοιπόν, την αφορμή, πραγματοποιήθηκε μία συνέντευξη όπου η Ρέα Γαλανάκη μιλάει για το βιβλίο της, για την πορεία της και για τη λογοτεχνία εφ’ όλης της ύλης.
- Τι ήταν αυτό που πυροδότησε την έμπνευση της δημιουργίας του τελευταίου σας βιβλίου;
Η ανάγκη να ξανασκεφτώ στην ηλικία μου, και μετά από σχεδόν 50 χρόνια συγγραφικής παρουσίας μου, κάποιες εκκρεμότητες, εκκρεμότητες που γενικά υπάρχουν στην οικογενειακή ιστορία του καθενός μας. Να τις σκεφτώ, ωστόσο, με τον τρόπο της λογοτεχνίας, δηλαδή συνοδεύοντας τα επιλεγμένα από μένα γεγονότα και τα ντοκουμέντα με τη φαντασία, την πιθανότητα, την προσωπική ερμηνεία, ακόμη και με το περιθώριο λάθους μου. Γι’ αυτό και εστίασα στην προ του γάμου διαμόρφωση των «γνωστών-άγνωστων» γονέων, όπως είναι πάντα οι γονείς μας πριν τους γνωρίσουμε, και προσπάθησα μέσα απ’ αυτό το πρίσμα να διερευνήσω τη νεανική μου επανάσταση, τη φυγή, τη συμφιλίωση αργότερα.
– Τι σας εμπνέει γενικότερα;
Πολλά και διάφορα, με επίκεντρο το ανθρώπινο δράμα σε διαφορετικές συνθήκες κι εποχές. Αλλά αυτό δεν είναι από πάντα ο κεντρικός πυρήνας της λογοτεχνίας;
– Είστε μια πολυβραβευμένη συγγραφέας. Πώς τοποθετείστε απέναντι στο γεγονός αυτό;
Δεν μου αρέσει να γράφεται πως είμαι «πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη» συγγραφέας. Είναι φυσικά μια, κυρίως ηθική, ικανοποίηση, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Δεν με απαλλάσσει από το άγχος μου να είναι άρτιο λογοτεχνικά το επόμενο βιβλίο μου. Και καθώς δεν θέλω να γράφω και να ξαναγράφω τα ίδια και τα ίδια δια βίου, με άλλα λόγια δεν μου αρέσει η μονοκαλλιέργεια που στο τέλος εξαντλεί το χωράφι, κάθε βιβλίο απαιτεί από μένα τη δική του αρτιότητα, καινούρια κάθε φορά, και το άγχος μου είναι μεγάλο παρά τη χρήσιμη συγγραφική μου πείρα.
– «Πατρίδα μας», λέτε, «δεν είναι μόνο ο τόπος όπου έτυχε να γεννηθούμε…» Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας με την γενέτειρά σας, Κρήτη; Ποιες άλλες «πατρίδες» αναγνωρίζετε;
Το μέρος που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εγγράφεται στα βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου, και συγκροτεί τη βάση της ταυτότητάς μας. Όμως αυτή η βάση εμπλουτίζεται κατά τη διάρκεια μιας ζωής. Αν, λοιπόν, η Κρήτη είναι πιο βαθιά μέσα μου, υπάρχουν κι άλλοι τόποι, στους οποίους έχω ζήσει μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής μου, που με έχουν διαμορφώσει και που τους αγαπώ εξίσου. Μιλώ για την Αθήνα και την Πάτρα. Φέρνω, επίσης, σαν παράδειγμα για τις πιο πολλές από τη μια πατρίδες, το ότι τα παιδιά των Μικρασιατών προσφύγων, θεωρούσαν «πατρίδα» τους και την πατρίδα των προγόνων τους ακόμη κι αν δεν την είχαν δει ποτέ, υπήρχε δηλαδή μόνο στη φαντασία τους. Η απώλεια, ο πόνος, η αγάπη, η μνήμη, έκαναν τη φανταστική πατρίδα μέρος της ζωής άλλων ανθρώπων, άλλων γενεών.
– «Εμμανουήλ και Κατερίνη»… Πρόκειται για ένα έργο αυτοβιογραφικό. Πώς προέκυψε η σκέψη να γράψετε για τους γονείς σας και τι αποτύπωμα αφήνει αυτό το βιβλίο;
Στα επίσημα είδη του μυθιστορήματος ανήκουν και η μυθιστορηματική βιογραφία, και η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία –κι αυτό φυσικά σημαίνει ότι στη λογοτεχνία ούτε η βιογραφία ούτε η αυτοβιογραφία γράφονται με τον αντικειμενικό τρόπο άλλων επιστημών. Γράφονται, λοιπόν, αλλιώς, και μάλιστα ο τρόπος που γράφονται διαφέρει από εποχή σε εποχή. Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μεγάλη ανανέωση και άνθηση της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Και μπορώ να πω ότι αυτά τα βιβλία αγαπιούνται ιδιαίτερα, καθώς φέρνουν πιο κοντά στους αναγνώστες τον άνθρωπο-συγγραφέα, έναν επίσης «γνωστό-άγνωστο» στους πιο πολλούς.
– Η αναφορά σε προσωπικές καταστάσεις και σε οικεία πρόσωπα είναι μια δύσκολη υπόθεση. Πώς το διαχειριστήκατε αυτό κατά τη συγγραφή του βιβλίου;
Ακριβώς όπως το λέτε, είναι δύσκολη υπόθεση. Για αυτό πρέπει να υπάρχει από τη μεριά του συγγραφέα μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ένας «κόφτης» της ακατάσχετης φλυαρίας, μια απόφαση για την αρχιτεκτονική του βιβλίου· αλλά προπάντων να υπάρχει σεβασμός σε πρόσωπα και γεγονότα, η ανατίμησή τους με αισθήματα ανθρωπισμού, ώριμης δικαιοσύνης, συμπάθειας. Άλλωστε ποτέ δεν λέγονται «όλα», δεν υπάρχει πουθενά αυτό το «όλα», όμως πολλά μπορεί να ειπωθούν από έναν συγγραφέα με τέτοιο τρόπο που να καταλάβει κανείς και τα ανείπωτα. Ο στόχος σε τέτοια βιβλία είναι η αποδοχή της ίδιας της ζωής, όποια κι αν ήταν η ζωή για τον καθένα μας μέσα στην οικογένεια.
– Αισθάνεστε ότι «γνωρίσατε» καλύτερα τους γονείς σας μέσα από το βιβλίο αυτό;
Νομίζω πως μου χαμογελούν ευχαριστημένοι που μελέτησα με τέτοιο τρόπο τους παλιούς καβγάδες μας, αλλά και τον αγώνα που έκαναν οι ίδιοι στην εποχή τους για να γίνουν γιατροί, για να υπερβούν τους πολέμους και τις καταστροφές που τους έτυχαν, ακόμη και για το ότι παντρεύτηκαν από έρωτα μέσα σε μια επαρχιακή κοινωνία όπου το προξενιό και το παζάρι ήταν ο κανόνας. Ευχαριστημένοι επειδή δεν θα χαθούν οι ιστορίες τους και οι ιστορίες των προγόνων τους. Προσωπικά θα μου άρεσε να αφήνει ο καθένας μας λίγες σελίδες για τις πιο ενδιαφέρουσες οικογενειακές του ιστορίες. Να τις αφήνει για όσους αγαπά.
– Τι είναι τελικά οι «γονείς»; Καταφύγιο, καθρέφτης, πληγή;
Και τα τρία μαζί, ή κατά διαστήματα πότε το ένα πότε το άλλο. Ίσως και πολλά ακόμη.
– Γράφετε πως η Ιστορία για εσάς μοιάζει να συγκροτείται από πολλές μικρές ανθρώπινες ιστορίες μέσα στα χώματα του χρόνου. Πώς αντιλαμβάνεστε το πέρασμα του καιρού και τις αλλοιώσεις που εκείνος φέρνει;
Υπάρχει πρώτα απ’ όλα η επίσημη Ιστορία, αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν, η οποία γράφεται, ως γνωστόν, με παραλλαγές και αποσιωπήσεις ανάλογα με τις εποχές, τα πολιτεύματα, τις προσωπικότητες των ιστορικών. Σωστά διδάσκεται στα σχολεία, αν και ίσως πρέπει να διδάσκεται λίγο καλύτερα. Από ’κει και πέρα, εμένα ως συγγραφέα με ενδιαφέρουν οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες μέσα στο μεγάλο ιστορικό τους πλαίσιο, όπου βέβαια το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο είναι σχετικό με την ιστορική στιγμή. Στο ανθρώπινο δράμα, στην ανθρώπινη περιπέτεια οφείλω να εστιαστώ ως λογοτέχνης, γιατί είναι άλλο η Ιστορία κι άλλο η Λογοτεχνία, όσο κι αν κατά βάθος επικοινωνούν. Όσο για τις αλλοιώσεις που φέρνει ο καιρός στα παλιά συμβάντα, τι να πω; Είναι τυχαία η άνοδος του ακραίου εθνικισμού διεθνώς, είναι τυχαίος ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας;
– «Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια». Τι σημαίνει αυτό για εσάς; Πού τελειώνει το παραμύθι και πού αρχίζει η αλήθεια στη ζωή;
Παιδί άκουγα τις οικογενειακές ιστορίες που αφηγούνταν οι μεγάλοι, απλουστευμένες βέβαια, κυριολεκτικά σαν παραμύθι, συνειδητοποιώντας σε πολύ μικρό βαθμό ότι αυτά τα παραμύθια ήταν το δικό τους παρελθόν, τα γεγονότα που τους είχαν σημαδέψει, αλλά και οι ιστορίες των προγόνων τους. Το παραμύθι είναι ωραίο και παρηγορητικό, ίσως δεν πρέπει να τελειώνει, μα το πιο ενδιαφέρον είναι ότι και του καθενός μας η ζωή μοιάζει συχνά με παραμύθι. Όχι την ώρα που μας συμβαίνει κάτι τρομερό, κάτι ανυπόφορο έως κι επώδυνο, αλλά αργότερα, μέσα από την ανάκληση της μνήμης, μέσα από τον αναστοχασμό του σκληρού γεγονότος, δανείζεται στοιχεία παραμυθιού, έστω και πολύ εφιαλτικού παραμυθιού. Στο κάτω-κάτω εμείς οι συγγραφείς είμαστε παραμυθάδες. Η λογοτεχνία μάς το επιτρέπει.
– Πόσο εύκολη πιστεύετε ότι είναι η ενασχόληση ενός νέου ανθρώπου με τη συγγραφή στην Ελλάδα τού σήμερα;
Ποτέ δεν ήταν εύκολη, ποτέ δεν έβγαζε κανείς τη ζωή του στην Ελλάδα από τη συγγραφή, αν τα βιβλία του είχαν λογοτεχνικές αξιώσεις και δεν ήταν ένα εύκολο μπεστσελεράκι, τύπου κακού ελληνικού σίριαλ. Με ελάχιστες εξαιρέσεις για καλούς συγγραφείς, κι αυτό όχι για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην ιντερνετική μας εποχή είναι λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα, αλλά ο γραπτός λόγος, η ίδια η λογοτεχνία δεν νομίζω πως θα χαθούν, ακριβώς επειδή οι λέξεις είναι ο βασικός τρόπος επικοινωνίας μας. Η ζωγραφική δεν χάθηκε από τη φωτογραφία, το θέατρο από τον κινηματογράφο και ούτω καθ’ εξής. Είναι πιο δύσκολο σήμερα, αλλά αν ένας νέος πραγματικά θέλει να γράψει, θα το καταφέρει, εφόσον επιμείνει. Κι εμείς, κι οι πιο παλιοί από εμάς, δυσκολεύτηκαν αφάνταστα, να μην το ξεχνούμε.
– Έχετε διδάξει Δημιουργική Γραφή. Ποια η άποψή σας γι’ αυτή την τάση της εποχής; Σε ποιο βαθμό η γραφή μαθαίνεται;
Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής είναι πολύ χρήσιμα ανάλογα με το ποιος είναι ο δάσκαλος. Υπάρχουν εξαιρετικοί δάσκαλοι, υπάρχουν πολλοί που κατά τη γνώμη μου δεν έχουν τα προσόντα, την αναγνώριση, την πείρα, υπάρχουν κι άλλοι ανάμεσά τους. Επίσης, ένα καλός συγγραφέας μπορεί να μην είναι οπωσδήποτε και καλός δάσκαλος, συμβαίνει κι αυτό. Προσωπικά με εντυπωσίασε το πλήθος των ανθρώπων που ήθελαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα δημιουργικής γραφής για το μυθιστόρημα, που έκανα για πέντε χρόνια στον «Ιανό» της Αθήνας: διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικά επαγγέλματα, διαφορετικές προσωπικότητας, διαφορετική βαθμίδα μόρφωσης, και οι αναμεταξύ τους σχέσεις κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου –κυριολεκτικά μια μικροκοινωνία. Η δια ζώσης διδασκαλία μου (γιατί αρνούμαι να κάνω εργαστήρια ενηλίκων διαδικτυακά) με δίδαξε απίστευτα πολλά πράγματα για τη δουλειά μου, για τη σχέση του κόσμου με το βιβλίο. Αρκετοί μαθητές μου προχώρησαν και μπράβο τους, με λίγους έχουμε γίνει φίλοι.
– Με τρεις λέξεις, πώς θα περιγράφατε τον λογοτεχνικό εαυτό σας;
Δεν βρίσκω αυτές τις τρεις λέξεις.
Περιοδικό Παρέμβαση, τεύχος 209-210