Το έτος που διανύουμε είναι έτος διπλών εκλογών, εθνικών και περιφερειακών – δημοτικών. Για τις πρώτες ο προεκλογικός αγώνας ήδη καλά κρατεί, για τις δεύτερες δηλώθηκαν οι πρώτες υποψηφιότητες, αρχίζουν δειλά – δειλά οι διεργασίες κατάρτισης των συνδυασμών και οι ανακοινώσεις αρχών και θέσεων.
Από τον προεκλογικό αγώνα των κομμάτων εύκολα θα παρατηρήσει κανείς πως απουσιάζει εντελώς ένα θέμα που απασχολεί τον μισό πληθυσμό της χώρας και ιδιαίτερα τους κατοίκους των μικρότερων οικισμών, αυτό της οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης της ελληνικής περιφέρειας.
Βεβαίως όλα τα άλλα θέματα απασχολούν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, το γεγονός είναι γνωστό στους ψηφοφόρους. Βεβαίως τα θέματα όπως αυτά για την πανδημία, την ακρίβεια, την εγκληματικότητα, τις υποκλοπές, το τείχος στον Έβρο, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, την αξιολόγηση των υπαλλήλων, αλλά και τα μόνιμα μεγάλα θέματα την υγεία, την παιδεία, τα εθνικά θέματα, την εθνική οικονομία αφορούν από κοινού τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων και τους κατοίκους της περιφέρειας. Όλες αυτές τις θέσεις αυτές θα έλεγε κανείς πως οι πολίτες τις γνωρίζουν με διάφορους τρόπους απ΄ έξω και ανακατωτά και οι οποίοι μάλλον έχουν κορεστεί από τον βομβαρδισμό που υφίστανται καθημερινά από την τηλεόραση.
Το θέμα της οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης της περιφέρειας απασχολεί αποκλειστικά και μόνο τους κατοίκους που βιώνουν μια μεγάλων διαστάσεων παρακμή. Το θέμα δεν απασχολεί καθόλου τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο του συνόλου των πολιτών. Το θέμα δεν απασχολεί τα Μ.Μ.Ε. που εν πολλοίς, ορίζουν την ατζέντα των συνεντεύξεων ή των συζητήσεων.
Απορίας άξιον είναι πως περνούν απαρατήρητα από τα επιτελεία των κομμάτων φαινόμενα όπως η συνεχής και μαζική μετακίνηση πληθυσμού από τη ύπαιθρο προς το κέντρο, η ολική εγκατάλειψη στην κυριολεξία χωριών και κωμοπόλεων. Πως περνούν απαρατήρητες οι επιπτώσεις που συνεπάγονται του γεγονότος όπως η απαξίωση περιουσιών, η μείωση οικονομικών δραστηριοτήτων, η μη αξιοποίηση φυσικών πόρων που η περιφέρεια διαθέτει, η εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας γενικότερα, η οποία αναγκαστικά ασκείται στην ύπαιθρο.
Αξιοπερίεργο επίσης είναι πως τα φαινόμενα που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο και που συμβαίνουν ήδη από πολλά χρόνια, δεν απασχολούν στον βαθμό που θα έπρεπε τους συνδυασμούς που διεκδικούν να διοικήσουν τις περιφέρειες και τους δήμους. Όχι ότι αυτοί θα είναι οι αποκλειστικοί φορείς επίλυσης του προβλήματος. Όχι ότι την μεγαλύτερη ευθύνη δεν φέρει η κεντρική διοίκηση.
Οι συνδυασμοί ακολουθούν την πεπατημένη. Οι δήμοι την κατασκευή δρόμων και πλατειών. Οι περιφέρεις το ίδιο, απλά σε μεγαλύτερα γεωγραφικά όρια. Η όποια διαφοροποίηση από τον κανόνα στην δική μας περιοχή και σε αυτές τις εκλογές, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα. Η ατζέντα υπάρχει, στον βαθμό που υπάρχει, λόγω της βίαιης αποβιομηχάνισης και της άδικης μετάβασης που αυτόν τον καιρό συντελείται στην περιοχή. Ουαί κι΄ αλίμονο αν δεν υπήρχε.
Πότε επιτέλους αν όχι τώρα, κόμματα και συνδυασμοί, δεν συζητήσουν, δεν μελετήσουν, δεν σχεδιάσουν, δεν διεκδικήσουν την κατάργηση των μικρών μη βιώσιμων οικισμών, τη μετακίνηση των κατοίκων σε μεγαλύτερους βιώσιμους, την προσαρμογή λειτουργίας των οργανισμών κοινής ωφέλειας στα νέα δεδομένα, την προσαρμογή λειτουργίας των διοικητικών οργάνων στις νέες συνθήκες, την εφαρμογή προγραμμάτων τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης;
Επιγραμματικά απουσιάζουν πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης, όπως στο παρελθόν υπήρξαν και έφεραν αποτελέσματα.
Οι αιτίες για τη λειψή ατζέντα είναι γνωστές, ωστόσο δεν είναι της στιγμής να αναφερθούν.
Η αστυφιλία αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Ο νέος τρόπος ζωής δεν ευνοεί πλέον την ύπαρξη των μικρών οικισμών. Πρέπει να αποδεχθούμε το γεγονός και να υπογράψουμε τη νέα συνθήκη νέων όρων διαβίωσης στην περιφέρεια. Προηγουμένως να αναζητήσουμε το νέο παραγωγικό μοντέλο. Να περιγράψουμε αντίστοιχα το νέο διοικητικό μοντέλο. Χρειάζονται αλλαγές τις οποίες άλλες χώρες ήδη τις πραγματοποίησαν ενώ εμείς μείναμε δραματικά πίσω.