Ο Πάπας ήταν χθες. Τη θέση του καταλαμβάνει σήμερα αυτοβούλως μια γυναίκα – η Σάρα Βάγκενκνεχτ, η Γερμανίδα πολιτικός που θεωρεί εαυτή την τελευταία εναπομένουσα κάτοχο του παπικού αλάθητου. Ο λόγος της ηχεί σαν νόμος. Συνδιαλλαγή, συναίνεση ή συμβιβασμός τής είναι ξένες λέξεις. Αυτό είχε ήδη διαφανεί όσο ήταν ακόμα στην ηγεσία του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke), κάτι που προκαλούσε συνεχείς εσωκομματικές τριβές, έγινε όμως ολοφάνερο στα μέσα του 2023, όταν η Βάγκενκνεχτ αποσχίσθηκε από αυτήν για να ιδρύσει μια προσωποπαγή πολιτική επιχείρηση: την Bündnis (Συμμαχία) Sarah Wagenknecht (BSW). Από τότε, οι δηλώσεις της μοιάζουν με παπικές εγκυκλίους, ενώ η ίδια έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλες τις κομματικές δραστηριότητες: «Όποιος θέλει να συνασπισθεί μαζί μας πρέπει να μιλήσει και μαζί μου!», αποφάνθηκε πρόσφατα, αναφερόμενη στην πρόθεση των Χριστιανοδημοκρατών να διαπραγματευθούν με τη «Συμμαχία» για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στον απόηχο των εκλογών της 1ης Σεπτεμβρίου στη Θουριγγία και τη Σαξονία. Τέτοιες διαπραγματεύσεις γίνονται κανονικά από την ηγεσία των κρατιδιακών κομμάτων, η Βάγκενκνεχτ δεν διστάζει όμως, χάριν της δικής της προβολής, να υποβαθμίσει πρακτικά σε κομπάρσους τους προέδρους των δικών της οργανώσεων (και στα δύο κρατίδια γυναίκες).
Η ακαμψία αυτή είναι δίκοπο μαχαίρι. Παράδειγμα, η στάση της έναντι της σχεδιαζόμενης για το 2026 εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων στη Γερμανία, που στοιχειοθετείται ως αμυντική αντίδραση στη «ρωσική απειλή». Οι Σοσιαλδημοκράτες, που ηγούνται του τριμερούς κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο (μαζί με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες) έχουν ταχθεί, διά στόματος του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, υπέρ της εγκατάστασης, το ίδιο και οι αντιπολιτευόμενοι Χριστιανοδημοκράτες. Η Βάγκενκνεχτ, αντίθετα, είναι κάθετα εναντίον της. «Η απόρριψή της είναι για μας αδιαπραγμάτευτο θέμα», τονίζει. Για να διευκρινίσει στη συνέχεια ότι την ίδια στάση πρέπει να επιλέξουν και οι κυβερνήσεις των κρατιδίων στις οποίες ενδεχομένως θα συμμετάσχει το κόμμα της. Έτσι βάζει ανυπέρβλητα εμπόδια στη συγκρότηση συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες. Το κύριο πλεονέκτημα αυτής της στάσης: η Βάγκενκνεχτ μπορεί να εκμεταλλεύεται εκλογικά στο έπακρο τον διαπιστωμένο, ιδίως στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, φόβο για στρατιωτική εμπλοκή της Γερμανίας στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας. Το βασικό μειονέκτημα: το κοφτό «όχι» τής στερεί τη διαπραγματευτική ευελιξία που είναι απαραίτητη για να κάνει πράξη το όραμά της – τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο. Τυχόν –όχι απίθανη– υπαναχώρησή της θα έπληττε σίγουρα το ηγετικό της προφίλ.
Όλα δείχνουν ότι η «Συμμαχία» θα συνεχίσει να προελαύνει επιτυχώς. Τα εκλογικά ποσοστά της στη Θουριγγία (15,8%) και στη Σαξονία (11,8%) απέχουν μεν πολύ από τις αστρονομικές τιμές που κατέγραφαν αρχικά οι δημοσκοπήσεις, όμως η είσοδός της στα διάφορα κοινοβούλια φαίνεται εξασφαλισμένη. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι η αναφερθείσα διάχυτη «δίψα για ειρήνη», ένας άλλος οι επιπτώσεις που έχουν στο εκλογικό σώμα α) τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, που ανακυκλώνουν το γενικότερο δεξιό τρεντ στη Γερμανία, καθώς και τα ανεξέλεγκτα social media, που επιταχύνουν την «αποκόλληση» των ψηφοφόρων από τα παραδοσιακά κόμματα, χωρίς να προσφέρουν οποιοδήποτε δημοκρατικό αντίβαρο και β) η πολιτική της κυβέρνησης Σολτς, που, στον στρατιωτικό ιδίως τομέα, έχει επιβάλει μια δραστική «αλλαγή εποχής» (Zeitwende), ήτοι την επιστροφή στο μιλιταρισμό, με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό για το κοινωνικό κράτος και το ψυχικό ισοζύγιο των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι η γένεση ενός νέου δισδιάστατου πολιτικού υποκειμένου, του «αριστεροαυταρχικού ψηφοφόρου» (linksautoritärer Wähler)[1], ο οποίος αφενός τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους (αριστερή διάσταση) και από την άλλη στρέφεται κατά των ξένων και όσων άλλων θεωρεί απειλή για την ύπαρξή του (αυταρχική διάσταση). Αυτοί οι ψηφοφόροι, το δυναμικό των οποίων, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ξεπερνά το 20% του εκλογικού σώματος, δεν είχαν μέχρι πρότινος εκλογική κάλυψη. Το κενό της έρχεται να καλύψει τώρα –και δη με μονοπωλιακό τρόπο– η «Συμμαχία» της Βάγκενκνεχτ. Η Linke είναι εκ προοιμίου αποκλεισμένη από αυτήν, επειδή δεν διαθέτει την «αυταρχική» διάσταση. Σε αντιστοιχία με την εκλογική της πελατεία βρίσκεται έτσι και ο διπλός χαρακτηρισμός της BSW ως κόμματος με αφενός προοδευτικά οικονομικά και αφετέρου αντιδραστικά/αυταρχικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, με επίσης αυταρχική πολιτική ηγέτιδα.
Φαινομενικά λοιπόν η «Συμμαχία» παραμένει με το ένα πόδι στην Αριστερά. Η ίδια η Βάγκενκνεχτ αυτοχαρακτηρίζεται «συντηρητική αριστερή», ενώ ο στενός συνεργάτης της Κρίστιαν Λάιε, πηγαίνοντας πιο πέρα, διαπιστώνει: «Με την κλασική έννοια, είμαστε αριστερό κόμμα, επειδή εκπροσωπούμε αυτό που ήταν παλιά αριστερό: κοινωνική δικαιοσύνη, αναδιανομή και ειρήνη». Μόνο που οι λέξεις «Δεξιά» και «Αριστερά», προσθέτει, είναι πλέον κενές φράσεις, που δεν συνεισφέρουν τίποτα στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των απλών πολιτών – κάτι που καθιστά αναγκαία μια νέα προοδευτική ορολογία. Όμως η συνεχιζόμενη συκοφάντηση των προσφύγων, για τους οποίους πρόσφατα η Βάγκενκνεχτ ισχυρίσθηκε ότι το κράτος τούς ευνοεί έναντι των ντόπιων, περιορίζει και την προοδευτικότητά της νέας ορολογίας στον καθαρά οικονομικό τομέα.
Η διάσπαση της Αριστεράς δεν αποτελεί γερμανική πρωτοτυπία. Είχε προηγηθεί ο εκφυλισμός της στην Ιταλία, στην Ισπανία και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ υπείχε για μεγάλο διάστημα θέση κινηματικού υποδείγματος. Η κρίση έχει ενδιάμεσα γενικευθεί, κάτι που εκφράστηκε πρόσφατα με την αποχώρηση επτά κομμάτων από το κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς (μ.ά. του γαλλικού La France insoumise, του ισπανικού Podemos και του φιλανδικού Linksallianz), που ίδρυσαν νέο διεθνικό φορέα, τη «Συμμαχία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για τους Ανθρώπους και τον Πλανήτη» (ELA). Ούτε σε αυτή τη Συμμαχία χωρά φυσικά η «Συμμαχία» της Βάγκενκνεχτ, που ακολουθεί μοναχική πορεία σε αχαρτογράφητα πολιτικά νερά.
«Η Βάγκενκνεχτ έφερε τα πάνω κάτω στο γερμανικό πολιτικό σύστημα», τιτλοφορούσε τις προάλλες το περιοδικό Der Spiegel. Απόδειξη, ότι κανένα παραδοσιακό κόμμα δεν μπορεί πλέον να κυβερνήσει άνετα χωρίς τη σύμπραξή της. Για την ίδια ωστόσο ο θρίαμβός της είναι μισός. Ο πρωταρχικός στόχος της να κερδίσει μεγάλο κομμάτι της εκλογικής πελατείας του «δεξιοαυταρχικού κόμματος» Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) δεν ευοδώθηκε. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της προήλθε από την Linke, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Λάθος της; Κάθε άλλο. Και τα λάθη μιας αυτόκλητης αλάθητης ηγέτιδας δεν μπορεί παρά να είναι σωστά.
[1] Βλ. μ.ά.: Horst Kahrs, «Kulturkampf mit Sarah Wagenknecht. Zum politischen Potential einer linksautoritären Partei», στο Blätter für deutsche und internationale Politik, τεύχος 10/2023, σ. 69-76.