Είχε αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Ο αέρας μύριζε αρμύρα. Το πλοίο ταξίδευε ώρες. Οι φωνές του κόσμου βούιζαν και μπλέκονταν με τον ήχο των κυμάτων. Επέστρεφαν απ’ τη Μυτιλήνη. Ήταν Κυριακή απόγευμα, Ιούλιος μήνας. Οι μέρες στο νησί είχαν περάσει γρήγορα. Επίσκεψη στον Άγιο Ραφαήλ. Δεν ταξίδευε συχνά. Κι όταν ταξίδευε, ο προορισμός της ήταν κάποιο μοναστήρι ή κάποιος άγιος που περίμενε να τη σώσει, λες, απ’ τη ζωή της.
Το πλοίο ξεκίνησε. Έκανε μια αργή στροφή και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Προορισμός η Θεσσαλονίκη. Από κει ΚΤΕΛ και πίσω στη μικρή της πόλη. Εκεί όπου όλα γύριζαν γύρω της ξανά και ξανά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο εξήντα δύο χρόνια τώρα.
Ένιωσε κουρασμένη. Καιρό είχε να κάνει τόσο μακρινό ταξίδι. Ήταν κι η κούραση που κουβαλούσε γενικώς. Τέσσερα εγγόνια να τα κοιτάζει κάθε μέρα. Δουλειές του σπιτιού, μαγειρέματα -μη χαλάσει το χατίρι κανενός-, κάθε μέρα αγώνας, από τα δεκαοχτώ της που παντρεύτηκε κι άρχισε να δουλεύει στον αυτόματο ανελλιπώς και αφιλοκερδώς.
Το κλιματιστικό στο σαλόνι του πλοίου τής έγδερνε την πλάτη. Έριξε πρόχειρα μια πετσέτα πάνω της κι έγειρε στο τραπέζι. Τα μάτια της έκλεισαν, αλλά δεν κοιμόταν. Απέσυρε για λίγο τη σκέψη της και την άφησε να αιωρείται άσκοπα στο πουθενά.
Εκείνος κάθισε στο απέναντι κάθισμα. Άφησε τα κιάλια του πάνω στο τραπέζι. Κοίταζε λίγες ώρες πριν, απ’ το κατάστρωμα του πλοίου, το νησί καθώς απομακρυνόταν. Ήταν μαζί σαράντα τέσσερα χρόνια ακριβώς. Εκείνος άντρας παλαιάς κοπής, όχι κακός, αλλά τραχύς, απ’ αυτούς που η πατριαρχική κοινωνία όπου μεγάλωσαν, τους έκανε να νιώθουν πως είναι λίγο πιο «πάνω», λίγο πιο «πολύ», λίγο πιο «κάτι» πιο σπουδαίο από «εκείνη». Όχι πως δεν την αγαπούσε. Την αγαπούσε. Αλλά με τον δικό του ακατανόητο τρόπο, αυτόν που πολλές φορές την είχε κάνει ν’ αμφισβητήσει την αγάπη αυτή, ν’ αναρωτηθεί, να πληγωθεί, να μετανιώσει ίσως ανομολόγητα, κι άλλες τόσες φορές ν’ αποδεχτεί και να συμβιβαστεί. Οι περισσότερες γυναίκες της γενιάς της, άλλωστε, ήταν εξοικειωμένες με τον συμβιβασμό, αυτόν που τον ονόμαζαν «ευτυχία», τον βάφτιζαν «αγάπη» και προχωρούσαν…
Την πήρε ο ύπνος για λίγα λεπτά. Ένα σφίξιμο στο στομάχι την έκανε ν’ ανοίξει τα μάτια, όπως ήταν σκυφτή. Σήκωσε αργά το κεφάλι. Το βλέμμα της συνάντησε τυχαία το δικό του, δίχως αυτός να το καταλάβει. Τον είδε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ακολούθησε διακριτικά τη γραμμή των ματιών του, που την οδήγησε στα κάγκελα του πλοίου, όπου στεκόταν μια νεαρή γυναίκα. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν εικοσιπέντε χρονών. Ψηλή, λεπτεπίλεπτη, με μακριά μαλλιά που ανέμιζαν στους αιθέρες, ντυμένη μ’ ένα φόρεμα λευκό που άφηνε ακάλυπτα τα μακριά της πόδια. Μια νεαρή καλοφτιαγμένη κοπέλα που χάζευε το πέλαγος κι ατένιζε, θαρρούσες, τη ζωή με προσμονή.
Καθώς τον κοίταζε σιωπηλά, στα μάτια του είδε το δέος και την ταραχή που φέρνουν τα νιάτα σε σώμα και ψυχή, ιδίως όταν αυτός που νιώθει το δέος δεν είναι πια νέος. Είδε το μεγαλείο της νιότης και της ομορφιάς, που μπορεί να γκρεμίσει κάθε λογική, σε μια άνιση μάχη που γεννά χίλια «γιατί».
Στα μάτια της ζωντάνεψαν στιγμές του παρελθόντος που έφυγε, του χρόνου που πέρασε, της ψυχής της που επέζησε, της ζωής που δεν έζησε. Είδε τον εαυτό της σαράντα χρόνια πριν, νέο κι ακμαίο, τότε που ήταν η ίδια το αντίπαλο δέος σε μια μάχη που ο νικητής μπορούσε να ‘ναι πάντα αυτή. Είδε τις λιγοστές νίκες που κέρδισε και πιο πολύ είδε τις μάχες που έχασε. Από φόβο; Δειλία; Τι σημασία είχε πια; Όχι, δεν θύμωσε μαζί του. Δεν ένιωσε ίχνος θυμού. Χαμογέλασε μ’ ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα, από κείνα που λένε τα πάντα χωρίς να χρειάζεται να πεις τίποτα.
Μάζεψε το μυαλό και τα πράγματά της, όρθωσε το ανάστημά της κι ετοιμάστηκε να κατέβει προς την έξοδο. Το καράβι έφτανε στο λιμάνι.
Από το www.paremvasiculture.gr