Τις τελευταίες ημέρες, μεθοδευμένα και στοχευμένα, επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της κατάργησης της μονιμότητας στο Δημόσιο. Μια δημοσκόπηση γνωστής εφημερίδας φάνηκε να προετοιμάζει το έδαφος. Λίγο αργότερα ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, ανακοίνωσε την πρόθεση του κόμματός του να προτείνει τη σχετική συνταγματική αναθεώρηση. Σύμπτωση; Δύσκολα πιστεύει κανείς σε τέτοιες συμπτώσεις, ιδίως όταν συνδέονται με ευρύτερους πολιτικούς σχεδιασμούς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιστρατεύεται ο κοινωνικός αυτοματισμός. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δημόσιοι υπάλληλοι στοχοποιούνται ως το πρόβλημα, ώστε να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη από τα πραγματικά προβλήματα: την ακρίβεια, τους χαμηλούς μισθούς, τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών. Η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με τις δικές της αδιέξοδες πολιτικές, επιχειρεί για άλλη μια φορά να διχάσει την κοινωνία. Στο επίκεντρο η μονιμότητα, ένας θεσμός που λοιδορείται συχνά, χωρίς να εξηγείται από τη κυβέρνηση η ουσία της ύπαρξης του και γιατί καθιερώθηκε.
Η μονιμότητα στο Δημόσιο δεν είναι συντεχνιακό κεκτημένο. Δεν είναι προνόμιο. Είναι θεσμική εγγύηση για όλους: για τον πολίτη, για τη δημοκρατία, για την ίδια τη λειτουργία του κράτους. Δεν εξυπηρετεί τον δημόσιο υπάλληλο προσωπικά. Εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη ύπαρξης ενός σταθερού, ακομμάτιστου, αξιοκρατικού διοικητικού μηχανισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η μονιμότητα καθιερώθηκε συνταγματικά ήδη από το 1911, με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ώστε να μπει φρένο στον κομματισμό, τις πελατειακές σχέσεις και τη μαζική απόλυση υπαλλήλων κάθε φορά που άλλαζε κυβέρνηση.
Στην ιστορική του αγόρευση στη Βουλή, ο Βενιζέλος μιλούσε για την ανάγκη μιας «αφατρίαστης και ακομμάτιστης διοίκησης». Ό,τι δηλαδή επιδιώκεται, υποτίθεται, και σήμερα. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα; Την ώρα που η κυβέρνηση εξαγγέλλει κατάργηση της μονιμότητας, έχει υπερδιπλασιάσει τους μετακλητούς υπαλλήλους, επιστρέφοντας στην πελατειακή λογική που ο ίδιος ο Βενιζέλος θέλησε να καταργήσει. Δηλαδή, η επιλεκτική «μεταρρύθμιση» που προτείνεται, στην πράξη αφορά μόνιμους και όχι ημετέρους.
Η υποκρισία είναι ακόμη πιο κραυγαλέα όταν μιλάμε για τους εργαζόμενους στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης: καθαριότητα, κοινωνικές υπηρεσίες, δομές φροντίδας. Χιλιάδες συμπολίτες μας εργάζονται εκεί με διαρκείς παρατάσεις συμβάσεων, χωρίς σταθερότητα, σε συνθήκες επισφάλειας και υποτίμησης. Η μονιμότητα γι’ αυτές τις θέσεις δεν είναι πολυτέλεια. Είναι η ελάχιστη εγγύηση αξιοπρεπούς και ασφαλούς εργασίας. Αντί να ενισχυθούν κρίσιμες κοινωνικές υπηρεσίες με μόνιμο προσωπικό, οι δομές αποψιλώνονται, ιδιωτικοποιούνται ή λειτουργούν με εργολαβίες. Και μετά οι ίδιες οι αρχές κατηγορούν με θράσος τους υπαλλήλους για «χαμηλή απόδοση».
Ένα από τα πιο συνήθη επιχειρήματα κατά της μονιμότητας είναι ότι «δεν απολύονται οι επίορκοι». Αλλά αυτό είναι ψέμα. Το πειθαρχικό δίκαιο έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Οι επίορκοι υπάλληλοι μπορούν να απομακρυνθούν. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει η κυβέρνηση, και γι’ αυτό αγανακτεί, είναι να απολύει κατά το δοκούν, με κριτήρια πολιτικής ή προσωπικής εκδίκησης.
Και αυτό ακριβώς είναι που προστατεύει η μονιμότητα: την ανεξαρτησία, τη συνέχεια και τη σταθερότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Η προσπάθεια αποδόμησης της δεν είναι απλώς αντιθεσμική. Είναι επικίνδυνη. Ανοίγει την πόρτα για μια διοίκηση χειραγωγούμενη, κομματική, ελεγχόμενη από τον εκάστοτε υπουργό ή δήμαρχο. Δημιουργεί ένα περιβάλλον φόβου και ανασφάλειας, όπου κανείς δεν θα τολμά να πει «όχι» στην αυθαιρεσία. Καταργεί τη θεσμική μνήμη, αποδιαρθρώνει την ικανότητα του κράτους να διαχειρίζεται μακροπρόθεσμα τις πολιτικές του.
Και όλα αυτά σε μια χώρα με ήδη σοβαρά ελλείμματα. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι είναι από τους πιο χαμηλά αμειβόμενους στην Ευρώπη. Κι όμως, καθημερινά κρατούν κρίσιμες λειτουργίες του κράτους όρθιες: σχολεία, νοσοκομεία, κοινωνικές δομές κ.ά. Αντί για ενίσχυση, τους προσφέρεται στοχοποίηση. Αντί για επιμόρφωση και αξιολόγηση, τους επιφυλάσσεται απαξίωση και διαρκής απειλή.
Η κυβέρνηση σπαταλάει το πολιτικό της κεφάλαιο σε δημαγωγικού τύπου μεγαλοστομίες και ονειρεύεται προγραφές, υπερασπιζόμενη το ιδεολόγημα ότι η μονιμότητα αποτελεί αντικίνητρο αποδοτικότητας. Αν την ενδιέφερε πραγματικά να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων θα εργαζόταν συστηματικά και άοκνα για τη θεσμική κατοχύρωση αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης για την απόδοση τους, Αυτό είναι, διαχρονικά, το ζητούμενο και αυτό μπορεί να αποτελεί την εγγύηση για την πιο σημαντική αναβάθμιση του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα από την εποχή της μονιμότητας.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, επανέρχεται το αφήγημα των «βολεμένων» λίγες ημέρες πριν την εκδίκαση της υπόθεσης για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο. Τυχαίο; Ή μήπως μια ακόμη προληπτική επίθεση σε όποιο θεσμικό αίτημα δικαιοσύνης, σταθερότητας και αξιοπρέπειας;
Η ιστορία της μονιμότητας είναι η ιστορία της θεσμικής ανεξαρτησίας του κράτους. Ακριβώς γι’ αυτό η υπεράσπισή της δεν είναι υπόθεση των υπαλλήλων. Είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας. Γιατί ένα κράτος που στηρίζεται σε υπαλλήλους που προσλαμβάνονται και απολύονται με κομματικά κριτήρια, δεν είναι κράτος δικαίου. Είναι λάφυρο.
Όποιος πραγματικά θέλει μια καλύτερη Δημόσια Διοίκηση, δεν καταργεί τη μονιμότητα. Επενδύει στην επιμόρφωση, διασφαλίζει πόρους και προσωπικό, κατοχυρώνει ένα πλαίσιο ανεξαρτησίας και διαφάνειας. Δεν μετατρέπει τους υπαλλήλους σε ομήρους, δε φλερτάρει με τον αυταρχισμό.
Η κατάργηση της μονιμότητας δεν είναι μεταρρύθμιση. Είναι επιστροφή σε εποχές αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας και ανασφάλειας. Είναι πλήγμα στο Κράτος, στη Δημοκρατία, στον Πολίτη.
Η απάντηση σε αυτή την οπισθοδρόμηση δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική, αποφασιστική, καθαρή:
Όχι στη διάλυση του Δημοσίου. Όχι στον κοινωνικό αυτοματισμό. Ναι σε ένα Δημόσιο αξιοκρατικό, ανεξάρτητο και ισχυρό.
Γιατί το Δημόσιο ανήκει στην Κοινωνία. Όχι στην Εξουσία.
Πέτρος Δελκούσης
Πρόεδρος Συλλόγου Δημοτικών Υπαλλήλων Δήμων Φλώρινας, Αμυνταίου και Πρεσπών