Ο Χο Τσι Μινχ, φαίνεται πως είχε επισκεφτεί τη Σιάτιστα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ως ιπποκόμος του Γάλλου γενικού αρχιάτρου του Μακεδονικού Μετώπου.
Αγαπούσε ο Χο Τσι Μινχ το ηλιαστό κρασί της Σιάτιστας; Βάσει μαρτυρίας του Σιατιστινού γιατρού Κλέαρχου Θεοδώρου, για κάθε ποτήρι στατιστινού ηλιαστού που γευόταν, ο θρυλικός Βιετναμέζος επαναστάτης και πολιτικός …χιλιοευχαριστούσε στα γαλλικά! Ο Χο Τσι Μινχ, που τ’ όνομά του συνοδεύεται ακόμα και σήμερα στο Βιετνάμ από την αίγλη του μυθικού ήρωα και την αύρα του προστατευτικού συγγενή (συμπατριώτες του τον αποκαλούν συχνά «Θείο Χο»), φαίνεται πως είχε επισκεφτεί τη Σιάτιστα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ως ιπποκόμος του Γάλλου γενικού αρχιάτρου του Μακεδονικού Μετώπου. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η φυσικός Καλλιόπη Μπόντα, η οποία τα τελευταία 11 χρόνια μελετά την ιστορία της οινοπαραγωγής και αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή, η σχετική μαρτυρία του Κλέαρχου Θεοδώρου κατεγράφη στο φύλλο Νοεμβρίου 1998 της μηνιαίας εφημερίδας «Εφημερίς» του συλλόγου «Μαρκίδες-Πούλιου».
«Το 1917 η Βέροια ήταν η έδρα του Γάλλου Γενικού Αρχιάτρου του Μακεδονικού Μετώπου. Ο Γενικός Αρχίατρος έπαιρνε αναφορές από τα αρχιατρεία Στρυμόνα, Λαγκαδά, Γουμένισσας, Αριδαίας και Καστοριάς. Οσάκις έβγαινε από την έδρα του προς Καστοριά, περνούσε πάντα από τη Σιάτιστα, για να δει τον καλό του φίλο, γιατρό Μηνά Θεοδώρου, επειδή ήξερε γαλλικά. Του άρεσε πάρα πολύ του Αρχιάτρου το ηλιαστό, κι έλεγε πως είναι ανώτερο κι από το κρασί της Νεάπολης της Ιταλίας, γνωστό με το όνομα “Lacryma Christi”. Το ίδιο κρασί η μάνα του Θεοδώρου το πρόσφερε και στον ιπποκόμο του αρχιάτρου, Χο Τσι Μινχ… Σε κάθε ποτήρι που του πρόσφερε εκείνος έλεγε: “Mille Merci, Madame, Mille Merci!” (“Χίλια ευχαριστώ, κυρία, χίλια ευχαριστώ”). Μάλιστα η μάνα του Θεοδώρου έλεγε “δεν έχω ξαναδεί ευγενέστερο άνθρωπο απ΄αυτό το παιδί”» αναφέρει η κ.Μπόντα, επικαλούμενη τη μαρτυρία του Κ.Θεοδώρου.
«Τη φήμη της Σιάτιστας σε λαγούς και αρνιά την ξεπερνούν μόνο τα κρασιά της»
Η γοητεία του γλυκού αυτού κρασιού, που σήμερα παράγεται σε τρία οινοποιεία της Σιάτιστας ως οίνος ΠΓΕ (Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης), με εξαγωγές στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στη Βρετανία, δεν είχε «κερδίσει» μόνο τον Βιετναμέζο ηγέτη, που «αναπαύεται» ταριχευμένος στο Ανόι από το 1969. Περίπου δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Σιάτιστας (1912), ο Γερμανός εξερευνητής-ανθρωπολόγος Λέοναρντ Σούλτσε γράφει πως «τη φήμη της Σιάτιστας σε λαγούς και αρνιά την ξεπερνούν μόνο τα κρασιά της, που σε κάθε σπίτι με ξεχωριστό τρόπο οινοποιούνται σε κρασί ηλιαστό, κατά τις τελευταίες φωτιές». Κατά την κα Μπόντα, γράφοντας «τελευταίες φωτιές» πιθανότατα εννοεί τις «κλαδαριές» που ανάβουν στη Σιάτιστα στις 23 Δεκεμβρίου, περίοδο κατά την οποία γίνεται το πάτημα των σταφυλιών για το ηλιαστό. Πάντως, η πρώτη γραπτή μαρτυρία για το ηλιαστό είναι πολύ προγενέστερη. Την καταθέτει ο Άγγλος στρατιωτικός, τοπογράφος και διπλωμάτης Γουΐλιαμ Μάρτιν Λικ, που επισκέφτηκε τη Σιάτιστα το 1805. Στο βιβλίο του «Travels in Northern Greece» (1836), γράφει πως «οι Σιατιστινοί παρασκευάζουν ένα είδος κρασιού εκ των αρίστων της Ρουμελίας».
Το δάκρυ του μούστου στο «κελάρι του ταπνού»
Οι «συναντήσεις» του ηλιαστού με εξερευνητές και ιστορικές μορφές, όπως ο Χο Τσι Μινχ, δεν λείπουν. Για την οινοποιό Γεωργία Γκουτζιαμάνη, όμως, του Κτήματος «Δύο Φίλοι», το ηλιαστό είναι πρώτα απ’ όλα μέρος της προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας. «Η παραγωγή ηλιαστού στο οινοποιείο μας γίνεται απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Έχω ακόμα στα μάτια μου εικόνες απ’ όταν ήμουν παιδί. Πρώτα πατούσαμε στο “πουστάβι” (ξύλινο πατητήρι) τα σταφύλια για το ηλιαστό, πάντα μόνο οι γυναίκες, και μετά ο μούστος έμπαινε σε γίδινα “τουρβάδια” (σάκους), κρεμασμένα μέσα στο κατώγι (κελάρι). Από κάτω είχαμε τους “ταβάδες” (ανοξείδωτα σκεύη). Όλος ο μούστος περνούσε μέσα από τα τουρβάδια και στάζοντας κάτω στους ταβάδες, δημιουργούσε κάτι σαν ήλιο με ακτίνες, ένα θέαμα που ως παιδιά δεν χορταίναμε να βλέπουμε» λέει η Γεωργία Γκουτζιαμάνη, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από τον χώρο του «κελαριού του ταπνού», ένα κατώγι με ιστορία 180-200 ετών, όπου οι προπαππούδες και παππούδες της οινοποιούσαν κρασιά. «Το κελάρι του ταπνού» ονομάζεται και το ηλιαστό που παράγει το οινοποιείο, με μελί-κεραμιδί χρώμα και αρώματα γλυκών κουταλιού, αποξηραμένων φρούτων, μελιού, καφέ, ξηρών καρπών, θυμαριού και κανέλας.
Το κελάρι, με την ιδιαίτερη μυρωδιά ξύλου και υγρασίας, που έχουν συνήθως τα κτήρια με ιστορία αιώνων, αποτελούσε χώρο μυσταγωγίας για τη Γεωργία Γκουτζιαμάνη ως μικρό κορίτσι, που έβλεπε βήμα-βήμα την παρασκευή του ηλιαστού. Έναν χώρο που τον ζωντάνευαν περισσότερο οι ιστορίες του παππού και της γιαγιάς, που διηγούνταν ιστορίες για τα έθιμα του τόπου και τον τρύγο. «Οι Ταπνέοι, μεγάλη οικογένεια με πολλά αδέρφια, τέσσερα αγόρια -μεταξύ των οποίων ο παππούς μου Αναστάσιος- και δύο κορίτσια, ασχολούνταν ανέκαθεν με αμπέλια, χωράφια και ζώα -όπως κι οι προπαππούδες μου. Το “ταπνός” είναι παρατσούκλι, που προέρχεται από το “ταπεινός”, επειδή ήταν άνθρωποι χαμηλών τόνων» γνωστοποιεί και προσθέτει: «Τιμούσες τον επισκέπτη σου όταν έβγαζες ηλιαστό κρασί. “Α, θα μου βάλεις από το καλό” έλεγε ευχαριστημένος, γιατί ήξερε πως τον εκτιμούσες πολύ για να τον κεράσεις ηλιαστό. Κι εμείς ως παιδιά, δεν υπήρχε χειμώνας που να μην πιούμε, πριν από το σχολείο, ένα κουταλάκι ηλιαστό» θυμάται.