Σύννους από το πρωί της παραμονής των Φώτων.
Αυστηρά η νηστεία· απαγορεύεται πάσα κατάλυσις στους μοναχούς, ενώ στους κοσμικούς και το λάδι, εκτός κι αν η μέρα πέφτει Σάββατο, οπότε καταλύεται το έλαιον, λένε οι επιτραπέζιοι ημεροδείκτες. Το αν βρέχει, χιονίζει ή κάνει καλό καιρό δεν έχει σημασία.
Αρχή νέου ενιαυτού. Αλλά τέλειωσεν ο καιρός της γνώσης, ήρθε ο καιρός της απόλαυσης. Κάπως έτσι το έλεγε ο Γάλλος ποιητής, Κλοντέλ. Αφορά κάποιες φάσεις της ηλικίας που διανύονται ανεπιστρεπτί, με την έννοια ότι ο χρόνος δεν πρόκειται να φέρει ξανά γύρα γύρω τους· ό,τι παρέρχεται πλέον μετράει οριστικά άπαξ στον κύκλο της κατά χρονική συνθήκη ζωής. Ως εκ τούτου, παραμονή που αγιάζονται τα νερά στην παρά τον ποταμό Μονή, υπό συνεχή βροχή· άνοιξαν όλη τη μέρα οι ουρανοί τα καρδάρια τους, κάπως πρόωρα, για το συμβάν που ακολουθεί κάθε χρόνο.
-«Γέροντα, ήλθα το ποτάμι να δω και να σε δω· αν και δεν έχει εσπερινό, να βοηθήσω εν αναγνώσει και μόνον, όλα χύμα φυσικά και τσουβαλάτα αφύσικα».
Επιτέλους είδα το πραγματικό ποτάμι. Με θλίψη το παρατηρούσα να μαραίνεται συνεχώς, να μικραίνει, να το στενεύουν, να παραλάσσεται, να το εκτρέπουν, να το κάνουν γενικά όπως κι ό,τι θέλουν, καθώς το είχαν πετύχει σε υδάτινη αδυναμία. Μετά τον Δούναβη στην πλήρη του ακμή, όπως τον είδα ένα κοντινό καλοκαίρι, ο θολός, κατεβασμένος τώρα Αλιάκμων είχε ένα παρόμοιο μεγαλείο. Μια θυμωμένη ορμή για ό,τι του επιφυλάσσει η ανθρώπινη επιχειρηματική πλεονεξία σε όλο του το μήκος. Τον βρήκαν και μακρύτερο και συνέχεια τον φράζουν, με φράγματα να βγάλουν από το νερό του ρεύμα, απ’ τη θολάδα του φως, από την ορμή του δύναμη, ιπποδύναμη, ηλεκτροκίνηση! Κατέβαινε, κυμάτιζε, αντιλαλούσε κι άπεφθα θολός κυλούσε, βοούσε, με μια περιφρονητική παλικαριά.
Ενα κούτσουρο επίμηκες κατεβαίνει ορμητικά κι αυτό, λες κι είναι πτώμα πνιγμένου, για το πουθενά, σχεδία α-σωσίβια του εαυτού της· ο «Νεκρός ταξιδιώτης» του Αλ. Ππδ. ταξιδεύων προς τα «Ρόδινα ακρογιάλια» να βρει εις τον θαλάσσιον τόπον του το εγγύτερον κοιμητήριον: «ο θαλασσοπόρος νεκρός, ως να είχε ακόμη πυξίδα και πηδάλιον εις αυτό το σκέλεθρόν του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσίν του» (1). Προς στιγμή, σαν ν’ ανασήκωσε το κεφάλι του να δει τους παρόχθιους- τι λέω, μπήκαν μέσα οι αθεόφοβοι- μηχανόσαυρους της εταιρείας που σκάβουν την άμμο, την παίρνουν ή τη φέρνουν ποιος ξέρει πού, μεγαλώνοντας την κοίτη του με τα γεωπροωθητικά κήτη τους.
Αλλά πάλι το κούτσουρο, αυτό απελέκητο από τον άνθρωπο, γλειμμένο, άρα πελεκημένο από το νερό, το έφερνε και προς το τελικό σωσίβιο- φέρετρο του ναύτη Ισμαήλ στο «Μόμπι Ντικ» με το οποίο διεσώθη (ο μόνος) από κείνη τη θηριομαχία του Χ. Μέλβιλ με τη μοίρα του στο πρόσωπο του καπετάνιου Αχαάβ: «Ανεβασμένος πάνω στο φέρετρο εκείνο έμεινα στον αφρό, πλέοντας μια ολόκληρη μέρα και μια ολόκληρη νύχτα σχεδόν σε μια ήσυχη θάλασσα που έμοιαζε σα να μοιρολογούσε. Οι άβλαβοι καρχαρίες γλιστρούσαν δίπλα μου σαν να ‘χαν λουκέτα στο στόμα τους· οι άγριοι θαλασσαετοί πετούσαν με θήκες στα ράμφη. Τη δεύτερη μέρα ένα καράβι πλησίασε, ήρθε κοντά μου και με μάζεψε τελικά. Ηταν η Ραχήλ που αρμένιζε με κείνα τα ζιγκ-ζαγκ- παλινωδώντας καθώς έψαχνε για τα χαμένα παιδιά της· το μόνο που βρήκε ήταν ένα άλλο ορφανό. FINIS.» (2)
Δεν είδα και το Σταυρό στον παραδίπλα υψούμενο Αη-λια· πηχτή, υγρή, σκέτη βροχή, η ομίχλη· 25 μέτρα το ύψος του, όλος τσιμέντο. Τον δώρισε, τον έχτισε, τον έστησε, ο ευλαβέστατος χριστιανός, κυρ’ Γιάννης Πλλς, όστις επιτροπεύει με την αράγιστη εντιμότητά του και την αδιάσειστον ανιδιοτέλεια –πρωτοφανή για εκκλησιαστική διαχείριση- και της Μονής κι έτσι όλα της πηγαίνουν κατά νόμον Θεού. Στη ρίζα του φυσικά η υπόμνηση: «μητροπολιτεύοντος του τάδε» υψώθηκε εις δόξαν Θεού, φόβο ανθρώπων και για να φυλάγει τα έρμα γήινα σύνορα της μητροπόλεώς μας με την όμορη μητρόπολη των Γρεβενών. Εδώ είναι νοητά μεν αλλά κανονικά σύνορα· καμιά εισπήδηξη δεν επιτρέπεται κι ούτε συγχωρούνται άλλα καμώματα και παραλείψεις. Ούτε τα αγαθά αλλά παιχνιδιάρικα, καφεκόκκινα γίδια, από τη Μονή τ’ Αη- Νικάνορα της Ζάβορδας, δικαιούνται να έλθουν και να βοσκήσουν στα χορτολίβαδα της επικράτειας άλλης μητροπόλεως. Θα τα κόψει γενναία ζημία πάραυτα ο δραγάτης. Οι νόμοι της ιδιοκτησίας είναι απαράβατοι.
Τρεις οι σταυροί τώρα, που ορίζουν σαν σκιάχτρα θαρρείς, τα όρια των μητροπολιτικών κτημάτων με κτήνη, ανθρώπους και γαίες στην επικράτεια του νομού. Το νομό ως ενιαία διοικητική και γεωγραφική ενότητα …λυμαίνονται τρεις ιερές μητροπόλεις. Δαγκώνεται άγρια στη βόρεια περιοχή του από την επισκοπή Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, στο πιο ενεργοβόρο κομμάτι του· ροκανίζεται στα Δυτικά από την πτωχική Σισανίου και Σιατίστης και στο υπόλοιπό του συνευωχείται και συνευλογείται με τα «Παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά» από τη …θεόσωστη Σερβίων και Κοζάνης.
«Ολα αυτά, γέροντα, μυρίζουν κάπως ειδωλολατρία. Τι χρειάζονται τέτοιοι θεόρατοι σταυροί, σκιάχτρα που νοθεύουν της φύσης τη συμμετρία και τη Θεία ρύθμιση», ψέλλισα κάπως ημιαθώα.
«Τι είπες, αχρείε, για το Σταυρό» ξέσπασε αυτό το σωματικά λειψανάβατο καλογερικό ον και μου τίναξε αλλόφρον, γροθιά ντιρέκτ, το εξαποστειλάριον του όρθρου χύμα και εν θριάμβω:
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης· Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας· Σταυρός, Βασιλέων το κραταίωμα· Σταυρός, πιστών το στήριγμα· Σταυρός, Αγγέλων η δόξα, και των δαιμόνων το τραύμα.»
– Χαμένε…
Κι ησύχασε· όμως, εγώ λιώμα.
«Θες ένα τσίπουρο; Εγώ δεν το μπορώ το άτιμο κι ας το θέλω· με σφάζει στο στομάχι· μ’ αρέσει, αλλά με τρυπάει σαν τσαγκαρσούλι. Μια κυρία εκεί πέρα στα γραφεία -τι είναι αυτή, νοσοκόμα- μ’ είπε να το βράσω με μέλι. Το ‘βρασα, ήπια, με ρήμαξε». Χώθηκε στο κουζινίδιον όθεν εξήλθε μετ’ ολίγον κρατώντας πέντε μπουκάλια με κρασί, όλα αρχινημένα: Ροδίτη, Αιανής, Κήπου, Καισαρειάς, αλλά και από τη Χαραυγή. Δοκιμάζω εν έκαστον με κουταλάκι μεταλαβιάς. Καταλήγω στης Χαραυγής κι ας είναι και πόντιον. Συν καφές. Οίνος αλλ’ όχι άρτος. Στον κοιμιστικό του χώρο, σ’ ένα αναλόγιο, ανοιχτή η Παρακλητική στις Ωρες της παραμονής.
«Γέροντα, αν είναι ευλογημένο, ν’ ακούσω από την αγάπη σας «Την χείρα Σου την αψαμένην». Είναι ένα φιλολογικά απωθημένο τροπάριο που δεν τ’ άκουσα ποτέ, μόνον το διάβασα. Μ’ αυτό τελευτούσε «Ο Κοσμοκαλόγερος» του Μιχ. Περάνθη, (βίος του Αλξ. Ππδ.) όστις, κατ’ αυτόν, ψάλλων το τροπάριο των Ωρών της παραμονής των Φώτων, άφησε την τελευταία του ανάσα ο άγιος (άγιος;) της Σκιάθου και το χιόνι έφτανε μέχρι τα μισά στο φτωχικό του! Φαντασίες βέβαια κι υπερβολές για το ευσυγκίνητο κοινό του μυθιστοριο-βιογράφου. Παιδιόθεν πάντα κατέληγα σε ελεγχόμενους λυγμούς. Ενα καλοκαίρι που βρέθηκα στο σπίτι Του, τουρίστας στην νήσον Του, κάποια φύλακας, ίσως κι η τελευταία απόγονός Του, μας μιλούσε για τις γλυκερές αυτές ψευτιές του Μ. Πρνθ. … ότι πέθανε φτωχός και μόνος κι έρημος. Απεναντίας. Φτωχός ναι, αλλ’ όχι και μόνος κι έρημος. Ενιωθε βαθύτατα ενοχλημένη η απόγονος. Οπως κι ο ανωτέρω μοναχός με τον Σταυρό. Το ίδιο φυσικά μαρτυρεί κι ο πλέον επίσημος βιογράφος του Αλ. Ππδ., ο Γ. Βαλέτας. Αλλά και άγιος των ελληνικών γραμμάτων «μια από τις μονότονες, ξεθωριασμένες ετικέτες που κολλά πάνω του η φιλολογία των κοινών τόπων», όπως σημειώνει ο Π. Μουλάς. (3) Αγιος, της εκκλησίας εννοείται, γιατί αυτό δηλώνεται με την παρασημείωση στο περιθώριο του βίου του, που τον ακολουθεί σαν μια ουρά από τρίχες γουρουνιού, υλικό από το οποίο αποτελείται η αγιαστούρα με την οποία δίνεται η ευλογία στους Ρωμαιοκαθολικούς! Αγιος της ζωής, ίσως, όπως χιλιάδες άλλοι· αλλά με τους κανόνες και τα διατάγματα του Πηδαλίου, ποτέ. Ετσι, δίκαια οι επιχώριοι ψάλτες του συλλόγου «Ιάκωβος Ναυπλιώτης» αρνήθηκαν να εκτελέσουν, σε φιλολογικό πρωινό υπέρ του συγγραφέως Π.Β.Π., τροπάρια που συνέθεσε ο ελλόγιμος εν όψει αγιοποίησης του Αλ. Ππδ., από κάποιους κύκλους κάποτε. Εσωσαν την τιμή και την αξιοπρέπεια όλων των ψαλτών του Θεού. Προσοχή, μόνον των ψαλτών κι όχι των Δεσποτάδων. Αφού δεν είναι άγιος ο Ππδ., γιατί να του ψάλλουμε αγιοτικά τροπάρια. Καραγκιόζηδες του εαυτού μας δε γινόμαστε, πολύ δε περισσότερο Χατζηαβάτηδες άλλων. Εμείς φοράμε ράσα, ψέλνουμε τα τραγούδια του Θεού και έξω από τις εκκλησιές ανιδιοτελώς και εντός των κατά την τάξιν και τα θέσμια και σεβόμαστε το ρόλο μας. Μην κοιτάς που ο κάθε δέσποτας –ελέω ή ξεελέω του Θεού του, σκασίλα μας- δεν σέβεται τίποτε και μπορεί να αποφασίζει αλλιώς στο πλαίσιο των κοσμικών παρεδώσε, συναλλαγών και αλληλογλειψιμάτων, που ποδοπατούν κάθε ιερό και όσιο· εμείς, που αναφορά δε δίνουμε και σε κανέναν, ει μη μόνον στο Θεό, υπηρέτες του οποίου και μόνον είμαστε, δεν επιτρέπουμε, κατά το λόγο που μας αφορά, τέτοιες ασέβειες.
Ετσι το λοιπόν, του ζήτησα κι εγώ ο ατάλαντος το απωθημένο μου τροπάριο.
«Παράτα με, δεν το ξέρω», προφασίστηκε προφάσεις εν αδιαφορία ο μοναχός. «Τι είμαι εγώ, μήπως ξέρω μουσικά· ό,τι έμαθα τόσα χρόνια μόνος. Πλάγιος α’ λέει η Παρακλητική· και λοιπόν, καλά κάνει. Τι είμαι εγώ, σάματις σπούδαξα στις σχολές της Μητρόπολης πα και βου και γα και δη και άλλα τέτοια· ό,τι μαθαίνω μοναχός.”
Το παραθέτω τώρα για να εκτονωθώ έστω γραπτά: “Την χείραν Σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν ημίν καθυπέδειξας. Επαρον υπέρ ημών προς αυτόν Βαπτιστά ως παρρησίαν έχων πολλήν. Και γαρ μείζων των προφητών απάντων υπ’ αυτού μεμαρτύρησαι. Τους οφθαλμούς Σου πάλιν δε τους το πανάγιον Πνεύμα κατίδοντας ως εν είδει περιστεράς κατελθόν. Αναπέτασον προς αυτόν Βαπτιστά ίλεων ημίν απεργασάμενος. Και δεύρο στήθι μεθ’ ημών (τρις) επισφραγίζων τον ύμνον και προεξάρχων της πανηγύρεως.” (4)
Τον ένιωθα κάπως ενοχλημένο κι από τις παρατηρήσεις μου για το μεγαθήριο Σταυρό. Δεν είχα τώρα τρόπο να τον καλμάρω. Μέσα στη φιλολογική αντιμετώπιση όλων εκείνων των πραγμάτων που οι άλλοι πιστεύουν άδολα, ανόθευτα, υγιεινά και σταθερά, τραβούσαν στο παρεξηγήσιμο οι ακραίες, φορές, επισημάνσεις μου, κατάλοιπα ενός τυπικού χριστιανισμού, μιας θολής επιστημοσύνης, ενός ανάπηρου ορθολογισμού, μιας ένθεης φοβίας, ανάμεικτης με δόσεις χλεύης προς τα καθημερινά εκκλησιαστικά και παραεκκλησιαστικά διαδραματιζόμενα. Η εκκλησία είναι πάντα μια εύκολη σατιρική λεία. Έχουμε χάρη, φυσικά, που ως μεγαλόθυμη μας προσπερνά φυλάγοντας ωστόσο και τα νώτα της. Μπορεί βέβαια να ζητούσα εύκολα συγχώρεση – υποκριτική θα έλεγε όποιος δεν ήθελε να δώσει αυτήν, αλλά αυτός είχε την αμαρτία πλέον –· ο λόγος όμως που έφευγε από τα χείλη δεν επέστρεφε, αλλά ούτε όσο κι αν τον παράλλαζες έχανε τον αρχικό του αιθέρα. Εκοβε άγαρμπα, πλήγωνε πάρωρα, μάτωνε διαρκώς κι άντε μετά να κλείσεις την πληγή ρίχνοντας καπνό τριμμένο πάνω της κι άλλα φούμαρα λόγου.
Αλλά ανήμερα των Φώτων ήταν μέρα ολόφωτα, φωτεινή.
Ετσι, στην εξόδιο ακολουθία που λάβαινε χώρα στον Τίμιο Πρόδρομο -που ετοιμαζόταν ήδη για την αυριανή Του γιορτή- για τον μπάρμπα Μανώλη Μπαντόλα, παραπλήρη ημερών αναχωρήσαντα (άρα κι η συγκίνηση ήταν απλά μια θλίψη-ανάμνηση), μπήκε στο ναό να τον αποχαιρετήσει κι ο Ε. Τσαραφλέγκας – αποστεωμένη και γραφική τωόντι οντότητα- ντυμένος με τη στολή της αυριανής γιορτής, ήγουν ως αρχαίος αποκριάτικος νεοέλλην. Είχε αρχίσει ο τάλας το πανηγύρι τ’ Αη Γιαννιού από των Φώτων κι είχε παρασυρθεί στο ρυθμό του δημώδους «μια έβρεχε, μια χιόνιζε» ή δεν το θεώρησε και βλαβερό να εισέλθη μασκαρεμένος -ήπια – σε μια εντελώς σοβαρή και την πιο σιωπηλή όλων, τελετή της ανατολικής, ορθοδόξου ημών πίστεως. Ολοι οι σύννοες συγχωριανοί, που άκουγαν τον παπα-Γιάννη να φέρνει βόλτα εν εξάρσει τη συναρπαστική ακολουθία του ύστερου αποχωρισμού, ένιωσαν μια αυθόρμητη ευθυμία εκεί που αθυμία κατέσχε αυτούς. Κάποιοι γέλασαν μάλιστα κάπως πιο διακριτά.
Παραφράζω ατιμωρητί τον Ι. Κονδυλάκη στον ξεκαρδιστικό του «Επικήδειο» (5):
Ιδού εν ακόμα λειψανάβατον
άθυρμα του νέου αιώνα
όπου σε χώρο ιερόν κι άβατον
του χάχανου τη λεπίδα ακόνα.
Μεταθεοφάνειος καιρός του 200…
Σημειώσεις
- Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη: «Ο νεκρός ταξιδιώτης»
- Χέρμαν Μέλβιλ: «Μόμπι Ντικ» εκδ. Gutenberg, μτφ. Α. Χριστοδούλου
- Π. Μουλάς: «Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος»
- Αλλά εις πλάγιον α’ τον άκουσα σε ιδιωτική εξωεκκλησιαστική εκτέλεσιν, κατόπιν παραγγελίας, από τον συνάδελφον (αλλά όχι και στην ψαλτική) Αναστάσιον Κτνδ., δεινόν περί τα ψαλτικοθρησκευτικά προς δόξαν υμών τε και ημών, αφήνων τον καλόγηρον της Ιλαριονο-μονής στη λόξα της δυστροπίας του.
- Το αυθεντικόν του Ι. Κνδλκ έχει ως εξής:
Ιδού, εν ακόμα λείψανον
του ιερού αγώνα
όπου εις Τούρκων καύκαλα
το ξίφος του ακόνα.