Αμέσως μετά την εκλογή της κας Μελόνι στην Ιταλία, καλός φίλος μού στέλνει και μου υπενθυμίζει παλιό δικό της υποστηρικτικό μήνυμα προς τον κο Τσίπρα στις εκλογές του 2015(όπως αντίστοιχα υπήρξε και από την κα Λεπέν) και μου ζητάει να το ερμηνεύσω στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο. Πρόκειται όντως για ένα τυχαίο γεγονός ή μία παρά φύση συνεύρεση, όπως τουλάχιστον οριζόταν στο δημόσιο διάλογο και η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του κου Καμμένου; Ή μήπως υπάρχει ιδεολογική εξήγηση;
Καλύτερα από μένα το εξηγεί στο σαββατιάτικό του άρθρο στην εφημερίδα Τα Νέα ο Γιάννης Βούλγαρης· παραθέτω το αντίστοιχο απόσπασμα: «Λέγεται συχνά ότι μετά τον «εκλογικό σεισμό» του 2012 το κομματικό σύστημα επανήλθε στα προηγούμενα, με μόνη διαφορά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη θέση του ΠΑΣΟΚ. Υποστηρίζω την αντίθετη άποψη. Εχουμε ένα νέο κομματικο σύστημα, προέκυψε από τη νέα διαιρετική τομή που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και τα μνημόνια, όπως και από τη γενικότερη τάση ανόδου των λαϊκισμών στις δυτικές κοινωνίες η οποία προϋπήρχε αλλά ενδυναμώθηκε με την κρίση. Η οξύτητα της πόλωσης, τα νέα βιώματα δημιούργησαν νέες στοιχίσεις και νέες αντιθέσεις εντός των οποίων ενσωματώθηκαν τροποποιημένα χαρακτηριστικά του προηγούμενου μεταπολιτευτικού κύκλου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε πολλές δυτικές χώρες, στις ΗΠΑ μετά τον τραμπισμό, στη Βρετανία μετά το Brexit, στη Γαλλία μετά τη διάλυση του παλιού κομματικού συστήματος, στην Ισπανία, στη Σουηδία ή στην Ιταλία».
Ήταν όμως το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα εκείνης της εποχής αμιγώς λαϊκιστικό; Δηλαδή υπηρετούσε μία πολιτική των εύκολων -και μη ρεαλιστικών- λύσεων, ερμηνεύοντας τη νέα κατάσταση στη βάση ότι για όλα φταίει το μνημόνιο, η άποψη ότι το νόμισμα δεν είναι φετίχ και η επιστροφή στη δραχμή, η περιγραφή ότι η Ελλάδα δεν είχε χρεωκοπήσει αλλά οι εσωτερικοί προδότες φούσκωσαν επίτηδες το έλλειμμα με την τρόμπα κάποια νύχτα;
Η απάντηση είναι όχι. Το ρεύμα εκείνης της εποχής είχε και εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Οι αφισοκολλήσεις ξένων ηγετών ως επικηρυγμένων, η συνωμοσιολογία μίας υποτιθέμενης αλλότριας κερδοσκοπίας εις βάρος της Ελλάδας, οι Γερμανοί ναζί, η δαιμονισμένη τρόικα και το ΔΝΤ και η Ελλάδα που δεν προσκυνά ούτε υποτάσσεται στους ξένους, συνιστούν τον ορισμό του εθνολαϊκισμού. Δυστυχώς τα πράγματα δεν έμειναν μονάχα εκεί· χρησιμοποιήθηκαν και τα εργαλεία του εθνολαϊκισμού, με κύριο τον στιγματισμό Ελλήνων πολιτικών και πολιτών ως «εχθρών» (όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας), τους οποίους χαρακτήριζαν «προδότες» και «γερμανοτσολιάδες» υποκινώντας μορφές βίας εναντίον τους και εις βάρος κάθε έννοιας δημοκρατίας.
Το βασικό συμπέρασμα, λοιπόν, είναι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο και υπάρχει σαφής ιδεολογικοπολιτική εξήγηση και για τα υποστηρικτικά μηνύματα των ακραίων δεξιών προς μία υποτιθέμενη αριστερά του κου Τσίπρα αλλά και για τη σύμπραξη Τσίπρα-Καμμένου: βρίσκονταν από την ίδια όχθη στη νέα διαιρετική τομή που υπερέβαινε τον άξονα αριστερά-δεξιά και ένωνε τους ακραίους έναντι του φιλοευρωπαϊκού ρεύματος της κοινής λογικής αλλά και ταυτόχρονα ενός στεγνού κυνικού αποϊδεολογικοποιημένου και αποτυχημένου τεχνοκρατισμού.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να απενοχοποιηθούν με μία συγγνώμη ή ένα «γράψατε λάθος», εκτός βεβαίως αν τελικά είχαν πράγματι και οπορτουνιστικό χαρακτήρα. Και η πρακτική μετονομασίας της «τρόικας» σε «θεσμούς», του μνημονίου σε «πρόγραμμα-γέφυρα» και των «δανειστών» σε «εταίρους», μια σκοτεινή πρακτική απάτης που εφαρμόζουν οι λαϊκιστές ηγέτες για τον έλεγχο των μαζών, αποδεικνύει τον βαθύ οπορτουνισμό των πολιτικών δυνάμεων της κυβέρνησης εκείνης της εποχής.
Πριν τρία χρόνια, στον πρωινό καφέ της Χαριλάου Τρικούπη και απευθυνόμενος στην Φώφη Γεννηματά αλλά και στην ομήγυρη, επέμενα (πεισματάρης γαρ) να χρησιμοποιήσουμε -όπως και κάναμε- αποκλειστικά τον όρο σοσιαλδημοκρατία έναντι του πολυχρησιμοποιημένου όρου «κεντροαριστερά». Και τούτο, διότι αυτή είναι η ταυτότητα μας, αλλά και δεν χρειαζόμαστε ομπρέλες που θα περιλαμβάνουν μεγαλύτερες δεξαμενές ψηφοφόρων· αντίθετα, χρειαζόμαστε έναν ισχυρό αυτοπροσδιορισμό. Το δεύτερο στοιχείο υπέρ αυτής της στρατηγικής ήταν πως ο λαϊκισμός απεχθάνεται τον όρο σοσιαλδημοκρατία. Αν ρωτήσετε έναν προς έναν όλους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αν είναι σοσιαλδημοκράτες, θα σας πουν με βεβαιότητα όχι. Άλλοι μπερδεύουν τη σοσιαλδημοκρατία με τον τρίτο δρόμο, άλλοι τη θεωρούν κέντρο ή δεξιά (η σοσιαλδημοκρατία είναι μία σαφής κεντροαριστερή ιδεολογία που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία στον μεσοπόλεμο) και άλλοι, όπως ένα γνωστό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ σε προχθεσινή παρουσίαση βιβλίου, επιβεβαιώνουν ότι η σοσιαλδημοκρατία οδηγεί στον φασισμό! Δεν χρειάζεται να πω παραπάνω· τα υπόλοιπα μετά τις εκλογές.
Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ διεκδικεί την ολική του επαναφορά ως ο κυρίαρχος προοδευτικός πόλος. Για να επιτύχει αυτό το στόχο χρειάζεται κατά την ταπεινή μου άποψη δύο βασικά πράγματα >>
το πρώτο αφορά τη σαφή και σταθερή στάση σκληρά *απέναντι* από τον ένα και μοναδικό ιδεολογικό αντίπαλο της παράταξης, τη συντήρηση (δηλαδή τη ΝΔ) -και αυτό η σημερινή ηγεσία το κάνει με απόλυτη σαφήνεια. Το δεύτερο είναι να μη μπει σε κανένα παζάρι αθροισμάτων με όρους εξουσίας. Έχουμε αποδείξει ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τον κομματικό οπορτουνισμό που ζημίωσε τη χώρα στα χρόνια της κρίσης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να μη αποδεχθούμε καμία εξουσία στη σημερινή της μορφή και στη λογική μίας στείρας εναλλαγής. Η μόνη ευθύνη που έχουμε απέναντι στον ελληνικό λαό είναι να αλλάξουμε τη σημερινή δομή της εξουσίας προς όφελός του (Δημοκρατία – Ανοιχτοί Θεσμοί – Ισχυρή Κοινωνία). Και αυτό απαιτεί Αλλαγή Παραδείγματος και μπορούμε να το κάνουμε με έναν τρόπο: Ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ; Βγαίνει ΠΑΣΟΚ.
Μέχρι να τα καταφέρουμε.
Στέφανος Παραστατίδης-Μέλος Κ.Ε ΠΑΣΟΚ
Υποψήφιος βουλευτής Κιλκίς