Αυτό που συχνά βλέπουμε στις μεταρρυθμίσεις είναι ότι ενώ σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο όλοι τις επιζητούμε, σε ειδικό και συγκεκριμένο τις αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα, αν όχι με αρνητισμό.
Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στη δύναμη της συνηθείας, τον πιο πιστό στρατιώτη της στασιμότητας, αλλά και σε συντεχνιακές και πολιτικές σκοπιμότητες που αξιοποιούν ή και υποδαυλίζουν τον φόβο για το καινούργιο.
Το ίδιο συμβαίνει και εδώ.
Η πλειονότητα των πολιτών, αλλά και της σχολικής κοινότητας, αναγνωρίζει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα:
-δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα,
-δεν αποκαλύπτει και δεν εξελίσσει τα ταλέντα των μαθητών,
-δεν ενισχύει τις δεξιότητές τους,
-δεν τους εφοδιάζει με γνώση αιχμής και με σύγχρονα εργαλεία,
-δεν είναι αρκούντως αποκεντρωμένο,
-δεν παρέχει ελευθερίες στα εκπαιδευτικά κύτταρα, δηλαδή στις σχολικές μονάδες, και δεν διαθέτει πλουραλισμό στην διδακτέα ύλη,
-δεν δίνει κίνητρα και δεν αξιολογεί δίκαια την πρόοδο και τις επιδόσεις των εκπαιδευτικών,
-δεν τους διαθέτει σημαντικά περιθώρια υπηρεσιακής ανέλιξης.
Δυστυχώς, όμως, κάποιοι αντιστέκονται εμμονικά στις αλλαγές.
Κόντρα σε αυτή την αντίληψη, το συζητούμενο νομοσχέδιο θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των εκπαιδευτικών ήλων και δίνει απαντήσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της α΄ βάθμιας και της β΄ βάθμιας παιδείας. Υιοθετώντας έγκυρες και αναγνωρισμένες μεθόδους διδασκαλίας, αξιοποιώντας τις βέλτιστες διεθνείς εμπειρίες, μακριά από αγκυλώσεις και στερεότυπα.
Με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις επιδιώκονται:
– η αναβάθμιση της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης, μέσω της αναμόρφωσης των δομών της,
– η διαρκής και συστηματική αξιολόγηση του δυναμικού της, με αξιοκρατικές διαδικασίες, για τη συνεχή βελτίωσή τους και μέσω αυτής την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου,
– η διεύρυνση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων, με τη διασφάλιση ελευθερίας στην οργάνωση της διδασκαλίας, την ενίσχυση του ρόλου του Διευθυντή της σχολικής μονάδας αλλά και όσων εκπαιδευτικών κατέχουν θέσεις ευθύνης, με όρους διαφάνειας και αξιολόγησης καθόλη τη σχολική περίοδο, και τέλος,
-η οργάνωση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης σε νέα βάση και η επίλυση άλλων ζητημάτων που απασχολούν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Η συζήτηση επί του νομοσχεδίου επικεντρώθηκε κυρίως στα ακόλουθα κεφάλαια:
Στην αξιολόγηση, ένα θέμα ταμπού, όχι μόνο για την εκπαίδευση, αλλά γενικά για τη δημόσια διοίκηση.
Μπορεί να αποτελεί αυτονόητη διαδικασία για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά για τη χώρα μας: «ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει».
Εύστοχα κατέγραψε ο εισηγητής μας, τις ατελείς μέχρι σήμερα προσπάθειες για τη θεσμοθέτηση ενός αποδεκτού συστήματος αξιολόγησης, που θα επιβραβεύει τον εργατικό, τον ικανό και τον παραγωγικό.
Όμως, σε κάθε ανάλογο εγχείρημα, πάντα κάτι δεν μας ικανοποιούσε, κάτι μας έλειπε, πάντα κάτι θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό.
Ε, και αφού δεν βρίσκαμε την τέλεια μέθοδο, ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει εντελώς την αξιολόγηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στα κριτήρια επιλογής των στελεχών στην εκπαίδευση.
Με τις σχετικές ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου, η αξιολόγηση γίνεται εργαλείο για την επιβράβευση της προσπάθειας των εκπαιδευτικών και των στελεχών, αλλά και τη βελτίωσή τους, όπου ενδεχομένως εμφανίζουν αδυναμίες.
Βεβαίως, ο μύθος της αντιπολίτευσης για τις υποτιθέμενες απολύσεις, έχει καταρρεύσει θορυβωδώς.
Αντί για απολύσεις, προέκυψαν προσλήψεις. Πάνω από 16 χιλιάδες στην εκπαίδευση, δεκάδες χιλιάδες συνολικά στην ασφάλεια, στη δικαιοσύνη, στη μετανάστευση, στην υγεία και σε άλλους νευραλγικούς τομείς της Δημόσιας Διοίκησης.
Οπότε, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να «το γυρίσει» στην αντιπολίτευση του ανεκπλήρωτου υπερσυντέλικου: «Θα τις είχαμε κάνει κι εμείς», μας λέει, «αλλά δεν προκάναμε», για να θυμηθούμε τη ρήση του ιστορικού ηγέτη της Αριστεράς.
Ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο επικεντρώθηκε ο διάλογος, ήταν αυτό της Αποκέντρωσης. Μέχρι σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ασφυκτικά ελεγχόμενο από το κέντρο. Όλες οι αρμοδιότητες και οι αποφάσεις ανήκαν στον Υπουργό: βιβλία, προγράμματα, εξεταστικές διαδικασίες και άλλες δραστηριότητες.
Τα σχετικά στοιχεία που εισφέρθηκαν κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση από την κυρία Υπουργό είναι συγκλονιστικά. Ο Διευθυντής του ελληνικού σχολείου έχει τις λιγότερες αρμοδιότητες από ότι σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
– Για τη διαμόρφωση της ύλης η συμμετοχή του βρίσκεται στο 1%, σε σχέση με το 22% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
–Για τη διαμόρφωση του πλαισίου αξιολόγησης η ευθύνη στο 5% στην Ελλάδα έναντι 32% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
–Για την άντληση πρόσθετων πόρων για το σχολείο, στο 5% στην Ελλάδα, έναντι 40% στις συγκρινόμενες χώρες.
Η σημερινή κυβέρνηση απεμπολεί αυτές τις εξουσίες και δίνει ζωτικό ρόλο και χώρο στα ίδια τα σχολεία, για να διαμορφώσουν ουσιώδεις παραμέτρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μέσα σε ένα σύστημα αμφίδρομων ελέγχων.
Κι όλα αυτά, χωρίς η κεντρική διοίκηση να απαλλάσσεται από καμία υποχρέωση ή ευθύνη της.
Στην ίδια κατεύθυνση, δίνεται ευρύτερη ευχέρεια στο σχολείο να αξιοποιεί τις εγκαταστάσεις του και μετά το πέρας του ωραρίου, να αναπτύσσει δράσεις και συνεργασίες με άλλα σχολεία, να αναλαμβάνει επιμορφωτικές ή κοινωνικές παρεμβάσεις, πρωτοβουλίες.
Εξάλλου, τομές του μεταρρυθμιστικού νομοσχεδίου συνιστούν το πολλαπλό βιβλίο και η ψηφιακή βιβλιοθήκη, οι εναλλακτικές εξεταστικές διαδικασίες και η ενθάρρυνση της ομαδικότητας και της συνεργασίας ανάμεσα στους μαθητές.
Πολύ ουσιαστική παρέμβαση, όμως, αποτελεί και η σύσταση 1.100 οργανικών θέσεων ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, για τα παιδιά που χρειάζονται πρόσθετη στήριξη.
Φιλοδοξία μας και στόχος μας είναι από τη νέα σχολική χρονιά να έχουμε σε πλήρη ανάπτυξη τη δίχρονη προσχολική εκπαίδευση, τα αγγλικά από το νηπιαγωγείο, την εφαρμογή προγράμματος δεξιοτήτων, συνεχή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μας, 123 νέα προγράμματα σπουδών, την έναρξη λειτουργίας των νέων πρότυπων και πειραματικών σχολείων και των σχολών κατάρτισης και φυσικά, το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ουσιαστικά, δηλαδή, ένα νέο και σύγχρονο σχολικό περιβάλλον, που θα συμβαδίζει με την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και θα εγγυάται στους μαθητές και στους φοιτητές ότι οι προσπάθειές τους και τα εφόδια που απέκτησαν, θα πιάνουν τόπο, εδώ, στον τόπο τους. Ευχαριστώ πολύ.