Τα αποτελέσματα των πανελλαδικών δεν ήταν έκπληξη. Tο στοίχημα ήταν απλά ποιος πρόβλεψε με μεγαλύτερη ακρίβεια τους αριθμούς! Σε ό,τι αφορά το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (ΠαΔΜ), η Διοίκηση του, είχε ήδη προ ανακοινώσει τα αποτελέσματα από τον Ιανουάριο του 2021, όταν ακόμα ήταν υπό διαβούλευση ο νόμος για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγή (ΕΒΕ), (συνέντευξη Πρύτανη ΠαΔΜ, άρθρο Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών στον τύπο κ.α). Προσπάθειες και πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα και τότε και στη συνέχεια, δεν πέτυχαν το «προλαμβάνειν». Καλούμαστε συνεπώς για άλλη μια φορά στο «θεραπεύειν».
Το «θεραπεύειν», αυτή τη φορά, δεν μπορεί, δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια, παρά να έχει δομικά χαρακτηριστικά, σε επίπεδο χώρας, για να είναι μακρόπνοα αποτελεσματικό. Μια τέτοια εξέλιξη, θα μπορούσε να θεωρηθεί η «θετική» συνεισφορά του νόμου για την ΕΒΕ, ως ασφυκτικά πλέον εκ του αποτελέσματος πιεστική αφορμή για καθαρές πολιτικές αποφάσεις. [Εξ άλλου «Καμιά πράξη δεν είναι από μόνη της καλή ή κακή. Μόνο η θέση της στην τάξη των πραγμάτων την κάνει καλή ή κακή» (Μίλαν Κούντερα)].
Στο δια ταύτα:
Αν αναζητήσουμε τη λύση, όπως προτείνεται, σε διαπιστώσεις της μορφής «…Τμήματα με λιγότερους από λ.χ. 10 ή 20 εισακτέους είναι μη βιώσιμα», ή τα Πανεπιστήμια που έχουν το πρόβλημα, να αναζητήσουν νέα ελκυστικά αντικείμενα, είμαστε και πάλι σε μια κοντόφθαλμη θεώρηση. «Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» (Ματθ. 27, 64).
Αντί να ζητούνται από τα Περιφερειακά Πανεπιστήμια με λίγους εισακτέους, προτάσεις για νέα Τμήματα, με ελκυστικότερα, λέει, γνωστικά αντικείμενα, ας αποφασίσει πρώτα η Πολιτεία, αφού πιστεύει στην λειτουργία Πανεπιστημίων στην Ελληνική Περιφέρεια: την αποσυμφόρηση του κέντρου από Πανεπιστήμια (σε κάποιες περιπτώσεις χωρικά ασύμβατα με το κέντρο). Την αποσυμφόρηση κεντρικών Πανεπιστημίων από επιλεγμένα κλασικά Τμήματα, σε στήριξη των Πανεπιστημίων της Περιφέρειας, όπου σε πολλές περιπτώσεις τα Τμήματα αυτά «δένουν» και καλύτερα, αλλά και μπορούν να στελεχωθούν ευκολότερα και σε μικρότερο χρόνο, αφού θα θεραπεύουν περισσότερο κλασικά αντικείμενα. Στο τέλος – τέλος, ένα νέο γνωστικό αντικείμενο καθιερώνεται πιο εύκολα ως Τμήμα, από πλευράς αριθμού εισακτέων τουλάχιστον, αλλά και στελεχώνεται, σε ένα κεντρικό Πανεπιστήμιο, από ό,τι σε ένα Περιφερειακό Πανεπιστήμιο. Όπως επίσης, αποδεδειγμένα πλέον, καθιερώνεται ευκολότερα αριθμητικά τουλάχιστον σε ένα Περιφερειακό Πανεπιστήμιο ένα κλασικό Τμήμα, με επαγγελματικά δικαιώματα κλπ.
Η συνταγή όπου το ΥΠΑΙΘ, για τη διαχείριση ουσιαστικά προβλήματος που με νομοθέτημα του προκάλεσε ή δεν έλυσε, ζητάει προτάσεις επίλυσης από τα Πανεπιστήμια και τα Τμήματα (προτάσεις τις οποίες μόλις αγνόησε για τον αριθμό των εισακτέων, που απαντούσαν στο πρόβλημα της ΕΒΕ), μελέτες βιωσιμότητας (με γνωστά συνήθως συμπεράσματα) κλπ, είναι μία δοκιμασμένη συνταγή στο παρελθόν, όχι άμοιρη των ευθυνών της σημερινής ανορθολογικής πραγματικότητας. Άλλο ο σχεδιασμός της εθνικής και περιφερειακής ανάπτυξης, κατ επέκταση η χάραξη του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας, που είναι ευθύνη και πολιτική επιλογή της πολιτείας, και άλλο η δυναμική ενός Πανεπιστημίου να ερευνά τις διεθνείς τάσεις και εξελίξεις της τεχνολογίας και της οικονομίας και να τις μεταφράζει σε μεταφορά τεχνογνωσίας για το καλό της κοινωνίας. Ωστόσο μια τέτοια ανάλυση είναι εκτός των ορίων του παρόντος.
Το ΥΠΕΠΘ θα έπρεπε να έχει ήδη έτοιμη την πρόταση του για το νέο ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας, από την περίοδο που έφερνε για ψήφιση το νόμο για την ΕΒΕ και γνώριζε τις επιπτώσεις της εφαρμογής του. Ας το κάνει τώρα. Αρκεί να μην έχει και αυτός ο χάρτης την τύχη προτάσεων αντίστοιχου χάρτη του ΥΠΑΙΘ, προ 10ετείας παλαιότερου: Η αρχική πρόταση του σχεδίου ΑΘΗΝΑ, («σχέδιο αναδιάρθρωσης του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας», 2013) προέβλεπε τη συγχώνευση της Σχολής Τεχνολογίας Γεωπονίας που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη, με τη Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας που λειτουργούσε στη Φλώρινα, σε μία Σχολή που θα λειτουργούσε στη Φλώρινα. Η πρόταση τελικά «κόπηκε στη διαβούλευση».
Είναι ίσως αυτή η φορά, όπου οι φορείς της τοπικής κοινωνίας, ιδιαίτερα οι περισσότερο επηρεάζοντες αποφάσεις, έχουν ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη για τις όποιες εξελίξεις στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Το Πανεπιστήμιο αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες. Οι πάντες, νομίζω, συμφωνούν (μέχρι στιγμής μόνο στα λόγια) για ένα ισχυρό (όπως συνήθως το χαρακτηρίζουν) Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, και αποκηρύσσουν την οποιαδήποτε άμεση ή σταδιακή «αποανωτατοποίση» της Δυτικής Μακεδονίας, εξέλιξη όχι δυσδιάκριτη, αν δεν αντιστραφούν τα πρόσφατα αποτελέσματα.
Η απολιγνιτποίηση της Δυτικής Μακεδονίας, δεν μπορεί να συνδυαστεί και με «αποανωτατοποίηση» της, αλλά με το αντίθετο!!!.