Είναι γνωστή η εξαγγελία της απόφασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας στον ΟΗΕ στις 23 ΣΕΠ. 2019 για πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας σταδιακά μέχρι το 2028 αντί για το 2050. Αυτό που, ίσως, δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι είχε προηγηθεί μερικές ημέρες πριν επίσκεψη της ανώτατης ηγεσίας της γερμανικής ηλεκτρενεργειακής εταιρίας RWE στο μέγαρο Μαξίμου. Στη συνέχεια, το Μάρτη 2020, με νέα απόφαση η απολιγνιτοποίηση έγινε και εμπροσθοβαρής (2023-28), δηλ. απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 και της νέας υπερσύγχρονης υπό ένταξη ΠΤΟΛ/ΔΑ 5 το 2028. Ωστόσο, η πρόθεση της σημερινής διοίκησης της ΔΕΗ ΑΕ είναι η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 (καθ. ισχύος 615 MW) να ξεκινήσει να λειτουργεί ως λιγνιτική τον ΙΑΝ 2023 και να κλείσει το ΔΕΚ 2024 για να μετατραπεί σε μονάδα φυσικού αερίου (φ.α). Έχουμε, δηλ. και βίαιη απολιγνιτοποίηση (ΑΥΓ 2021- ΙΑΝ 2025), με δυσμενέστατες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις στον άξονα Κοζάνη – Φλώρινα και στην Αρκαδία, όταν μάλιστα στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ, ΔΕΚ 2020) προβλέπεται για το 2030 εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας σε ποσοστό 71% (;) στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας.
Στις 19 ΟΚΤ. 2019, αμέσως δηλ. μετά την αρχική εξαγγελία του πρωθυπουργού για την απολιγνιτοποίηση, διατύπωσα διαδικτυακά (kozan.gr, mikrovalto.gr κ.α.) την άποψη, ότι θα προκύψουν πολλά προβλήματα επάρκειας και ασφάλειας στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.) της χώρας, συγχρόνως με την πολύ υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές ενεργειακών πόρων. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν: «…Ας μην ξεχνούμε ότι το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από στερεά καύσιμα είναι ελεγχόμενο, οι όποιες δε προσαυξήσεις-πρόστιμα λόγω εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και άλλες επιλεκτικές επιβαρύνσεις δεν θα είναι πάντοτε δυσβάστακτες και σε κάθε περίπτωση οι αντιδράσεις των θιγομένων χωρών, η αναιμική οικονομική ανάπτυξη και οι πολιτικές εξελίξεις (brexit κλπ) είναι μη προβλέψιμες με ισχυρή πιθανότητα ακόμη και μείωσης του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών. Αντίθετα, η τιμή του φ.α. είναι ευμετάβλητη και καθορίζεται από απρόβλεπτες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις που συσχετίζονται άμεσα με τις μεγάλες-παγκόσμιας εμβέλειας ενεργειακές δραστηριότητες (πετρέλαιο κλπ). Κατά συνέπεια, για τη χώρα μας, η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή αποτελεί αξεπέραστο εμπόδιο στην αλόγιστη αύξηση της τιμής της Η.Ε. από τους παραγωγούς Η.Ε. με εισαγόμενο φ.α. και τους εισαγωγείς Η.Ε. Έτσι, είναι προφανές, ότι η απόφαση για την οριστική παύση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων το 2028 παραπέμπει στην εικόνα της χώρας μας να πριονίζει, προς την πλευρά του κορμού, το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται, δηλ. η πτώση είναι δεδομένη, τα συντριπτικά όμως κατάγματα και τον ακρωτηριασμό θα τα υποστεί η Δ. Μακεδονία με τη δυσχερέστατη οικονομική κατάσταση και την παρεπόμενη κοινωνική αποδιάρθρωση που θα περιέλθει…..».
Στη συνέχεια οι εγγενείς αδυναμίες του ηλεκτρικού ισοζυγίου της χώρας αποκαλύφθηκαν εκκωφαντικά δύο φορές στο τρέχον έτος 2021:
-Στα μέσα ΦΕΒ 2021, όταν μια συνήθης νοτερή χιονόπτωση, ονόματι “Μήδεια” για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους, επέβαλε την άμεση λειτουργία και των επτά (7) διαθέσιμων τότε λιγνιτικών μονάδων, λόγω αδυναμίας των ΑΠΕ να παράγουν ικανή ποσότητα Η.Ε., ώστε να διασφαλιστεί η ηλεκτροδότηση της χώρας, παρά τη μείωση της ζήτησης Η.Ε. κατά ~14% από τις διακοπές παροχής Η.Ε. κυρίως στη βόρεια Αττική λόγω της χιονόπτωσης και – Στο α΄10ήμερο του ΑΥΓ 2021 σε περίοδο υψηλών θερμοκρασιών, όταν και πάλι επιστρατεύτηκαν σε άμεση λειτουργία οι διαθέσιμες για λειτουργία και προοριζόμενες για απόσυρση έξη(6) λιγνιτικές μονάδες, ακόμη κι η Μεγαλ/λη 3 καθ. ισχύος 255 MW που είχε τεθεί εκτός λειτουργίας προ 9μήνου, προκειμένου να μην καταρρεύσει πλήρως το διασυνδεδεμένο σύστημα (Δ.Σ) ηλεκτρικής τροφοδοσίας της χώρας. Αυτό συνέβη, γιατί από τα διαθέσιμα 3.000 – 3.200 MW από τις ΑΠΕ(αιολικά και Φ/Β) κατά τη διάρκεια της ημέρας το βράδυ παρέμεναν μόνο 600-650 MW, ενώ η ζήτηση σκαρφάλωνε σε πολύ υψηλά επίπεδα
(> 9.000 MW), επιβάλλοντας προγραμματισμένες διακοπές παροχής Η.Ε. παράλληλα με τη μείωση της ζήτησης και πάλι στη βορειοανατολική Αττική λόγω των γνωστών πυρκαïών. Ακόμη, σημειώθηκε πρωτοφανής αύξηση (πανευρωπαïκό ρεκόρ) στην τιμή της Η.Ε. στη χονδρική αγορά (€185,6/MWh) της Ελλάδας με δεδομένη την ουσιαστική χρεοκοπία, ήδη από το 2010, ενώ προ 15ετίας η χώρα μας είχε τη φθηνότερη κιλοβατώρα στην Ε.Ε.-15. Ειδικότερα, στο α΄10ήμερο του ΑΥΓ 2021, η συμμετοχή των πηγών τροφοδοσίας Η.Ε. στο Δ.Σ. διαμορφώθηκε στα επίπεδα: φυσικό αέριο (φ.α) 47%, λιγνίτες 16%, ΑΠΕ 15% με βύθιση έως στο 5% λόγω κυρίως της άπνοιας και της χαμηλής έντασης ανέμων, υδροηλεκτρικά 6% με άνοδο έως 22% και των εισαγωγών Η.Ε. στο 16% με άνοδο μέχρι 23%, δηλ. οι εισαγόμενοι πόροι (φ.α. και εισαγωγές Η.Ε.) ξεπέρασαν το 60% ενώ οι εγχώριοι (λιγνίτης, ΑΠΕ και νερά) υπολείφθηκαν του 40%.
Με τη βίαιη – πρόωρη απολιγνιτοποίηση (ΑΥΓ 2021-ΙΑΝ 2025) θα ωφεληθούν άμεσα οι παραγωγοί Η.Ε. με φ.α και οι εισαγωγείς Η.Ε., παρά τη θηριώδη ανάπτυξη των ΑΠΕ με βάση το ΕΣΕΚ 2020, γιατί είναι τεχνικοοικονομικά ανέφικτη η αξιόπιστη – αδιάλειπτη παροχή Η.Ε. στο εγγύς μέλλον (μικρές δυνατότητες αποθήκευσης Η.Ε στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα, χαμηλής ισχύος διασυνδέσεις με γειτονικές χώρες κ.α.). Ωστόσο, σήμερα, οι ηλεκτρενεργειακές εξελίξεις έλαβαν διαστάσεις χιονοστιβάδας, με τις αυξήσεις στην τιμή των καυσίμων, ιδιαίτερα δε των τιμών του φυσικού αερίου από το οποίο παράγεται ~ 50% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, με αποτέλεσμα να πυροδοτηθεί ένα κύμα ανατιμήσεων με κίνδυνο εκτροχιασμού της οικονομίας ενόψει των δυσκολιών της χειμερινής περιόδου (πληθωρισμός κλπ.). Σύμφωνα με δημοσίευμα του energypress (4-10-2021) : «..Η εκρηκτική άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει οδηγήσει σε ανατροπή των δεδομένων στην αγορά της ηλεκτροπαραγωγής. Με το κόστος του φυσικού αερίου στα επίπεδα των 70 έως 90 ευρώ/MWh οι μονάδες φυσικού αερίου παύουν να είναι οικονομικότερες έναντι των μονάδων λιγνίτη, ακόμη και με το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στα επίπεδα των 60 ευρώ ο τόνος….Με την τιμή του φυσικού αερίου το Σεπτέμβριο να βρίσκεται στα 70 ευρώ/MWh και το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στα 60 ευρώ ο τόνος, το μεταβλητό κόστος μια μονάδας φυσικού αερίου φτάνει στα 168 ευρώ/MWh (144 ευρώ κόστος καυσίμου και 24 ευρώ κόστος ρύπων). Αντίστοιχα μια λιγνιτική μονάδα με το ίδιο κόστος ρύπων εμφανίζει λειτουργικό κόστος στα 120 ευρώ ο τόνος, δηλαδή 90 ευρώ κόστος ρύπων και 30 ευρώ κόστος καυσίμου. Δηλαδή μια λιγνιτική μονάδα εμφανίζει χαμηλότερο κόστος της τάξης των 48 ευρώ /MWh. Η διαφορά αυτή αναμένεται να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο τον Οκτώβριο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να φτάσουν τα 90 ευρώ /MWh. Αυτό σημαίνει ότι το λειτουργικό κόστος των μονάδων αερίου θα ξεπεράσει τα 200 ευρώ /MWh και άρα η διαφορά με τους λιγνίτες θα ξεπεράσει τα 80 ευρώ /MWh…»
Είναι φανερό μετά τα πιο πάνω ότι τίθεται εύλογα το θέμα της αναθεώρησης της πολιτικής της πρόωρης απολιγνιτοποίησης, στα πρότυπα χωρών της Ε.Ε.-27 (Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία) που διαθέτουν όπως και η χώρα μας στερεά καύσιμα και παραπέμπουν την πλήρη απολιγνιτοποίηση στην περίοδο 2038-2049. Η άποψη αυτή βρίσκει, σήμερα, στη χώρα μας σύμφωνους ακόμη και ιδιώτες, από τους πιο σημαντικούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο και παραδοσιακούς «εχθρούς» του λιγνίτη για τους δικούς των λόγους.
Σε ό,τι με αφορά, με 40ετή σχεδόν εμπειρία σε θέματα αξιοποίησης των λιγνιτών της χώρας μας θεωρώ επί πλέον απαραίτητο να τεθεί ευθέως το ερώτημα:
Είναι η χώρα μας σήμερα σε θέση και σε ποιο βαθμό να αξιοποιήσει τις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής για την αντιμετώπιση της ηλεκτρενεργειακής καταιγίδας; Ειδικότερα, υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις και οι δυνατότητες στα λιγνιτωρυχεία και στους ΑΗΣ και τι πρέπει να γίνει για να στηριχθεί άμεσα το ηλεκτρικό ισοζύγιο στο λιγνίτη κατά την επικείμενη τουλάχιστο χειμερινή περίοδο, ώστε να μην λάβει ανεξέλεγκτη αύξηση η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και να διασφαλιστεί η ηλεκτρενεργειακή επάρκεια και η ασφάλεια της ηλεκτρικής τροφοδοσίας της χώρας;
ΧΡΗΣΤΟΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
τ. Δ/ντης ΛΚΔΜ/ΔΕΗ ΑΕ
Λευκόβρυση Κοζάνης 04/10/2021