«Νομίζω ότι η Σοσιαλδημοκρατία είναι μια σκάλα. Για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά από το Tractatus Logico-Philosophicus του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, είναι μια σκάλα την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να ανέβουν ψηλά και μετά την πετούν».
Η περιγραφή ανήκει στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Duke Herbert Kitschelt, συγγραφέα του βιβλίου «Ο μετασχηματισμός της σοσιαλδημοκρατίας» (1994) και θέτει το ζήτημα της υλοποίησης των ιδεών που οδηγεί στο τέλος μίας αχρείαστης πλέον ιδεολογίας -θύμα της ίδιας της επιτυχίας της.
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν η πλέον επιτυχημένη ιδεολογία του 20ου αιώνα. Όμως τις χρυσές δεκαετίες του ’50 έως 70 ακολούθησε μία φθίνουσα πολιτική πορεία. Οι λόγοι ήταν πολλοί και αφορούσαν κυρίως την είσοδο σε έναν ανοιχτό διασυνδεδεμένο κόσμο και τον σύνθετο ρόλο των εθνικών οικονομιών και των πολυπολιτισμικών κοινωνιών εντός τους.
Έχει επίσης ενδιαφέρον να επισημάνουμε και τις αντιφάσεις μεταξύ των δυνητικών ψηφοφόρων των προοδευτικών κομμάτων. Όπως για παράδειγμα, τη δυσκολία να ενσωματώσουν τις νέες απαιτήσεις των ακτιβιστών, ιδίως γύρω από περιβαλλοντικά θέματα, κάτι που δημιουργούσε πεδία συγκρούσεων με τους υπάρχοντες ψηφοφόρους. Έτσι, η οικολογική στροφή έφερνε σε αντίθεση τους υψηλής ειδίκευσης εργαζόμενους και τους χειρώνακτες εργάτες, οι οποίοι ήταν συμβατικοί υποστηρικτές της σοσιαλδημοκρατίας.
Αντίστοιχα πεδία συγκρούσεων δημιουργήθηκαν μεταξύ των συνταξιούχων και των νέων εργαζόμενων, κυρίως δε σε καχεκτικές δημοκρατίες όπου έναντι της διαγενεακής δικαιοσύνης δόθηκαν εμπροσθοβαρώς κεφάλαια στις μεγαλύτερες γενιές που τα διεκδίκησαν με πιο οργανωμένο τρόπο (πχ ασφαλιστικό).
Πρόσφατα δε, συναντάμε και τη σύγκρουση γύρω από τα ζητήματα της μετανάστευσης και της υπηκοότητας, όπου οι περιοριστικές πολιτικές (βλέπε σοσιαλδημοκρατία στη Δανία) προς τέρψη πρόσκαιρων εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνουν μία διαδρομή που κερδίζει ψηφοφόρους του παρελθόντος· σίγουρα όμως χάνει στις νέες αριστερές και φιλελεύθερες γενιές, οι οποίες ονειρεύονται έναν κόσμο με πιο δικαιωματικά και πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Η σοσιαλδημοκρατία επέλεξε την ισορροπία στα σύγχρονα διλήμματα και απέφυγε να απαντήσει στα νέα κοινωνικά αιτήματα με όρους ένταξης. Εν ολίγοις βολεύτηκε. Αυτό το σημείο ισορροπίας ήταν που την καθήλωσε τις τελευταίες δεκαετίες· τα απολιτικά λίφτινγκ σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας δεν μπορούσαν να αποτρέψουν το αναπόφευκτο γήρας. Κάποιοι, μάλιστα, με πηχυαίους τίτλους, μίλησαν για το θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας. Η πραγματικότητα περιείχε βεβαίως και τη δυσκολία να αντιμετωπίσει, να ρυθμίσει και να παρέμβει ένας κεντρικός εθνικός μηχανισμός σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και παγκοσμιοποιημένο. Ως εικόνα έφερε αρκετά σε Δαυίδ και Γολιάθ. Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν με δυσκολία την ευέλικτη μετακίνηση του κεφαλαίου και των υπηρεσιών -από ένα σημείο και έπειτα εις βάρος των πολλών.
Όμως, οι νέες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες δεν διατήρησαν την ευημερία στον αυτόματο πιλότο. Η πανδημία ήταν απλά ο επιταχυντής ενός κόσμου με διαρκώς διευρυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ενώ η νέα φτώχεια και η αυξανόμενη ανεργία προϊδεάζουν για μελλοντικές συγκρούσεις, είτε μεταξύ των χωρών, δηλαδή εθνικές, είτε μεταξύ των οικονομικών ελίτ και του λαού μίας χώρας, δηλαδή ταξικές.
Η ισότητα, η ελευθερία, η δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη έρχονται ξανά με ισχύ από τα κάτω ως οργανωμένα αιτήματα. Η αναζήτηση για έναν πιο δίκαιο κόσμο, η αντιμετώπιση της φτώχειας και οι ισότιμες παροχές σε δημόσια αγαθά όπως η υγεία, η παιδεία και η εργασία για όλους μπαίνουν ξανά στην πρώτη γραμμή. Τα σοσιαλδημοκρατικά προτάγματα για κοινωνική ισότητα, σεβασμό, αυτονομία και αμοιβαιότητα μεταξύ των ανθρώπων γίνονται ξανά επίκαιρα.
Οι νέες διεθνείς απειλές, όπως η τρομοκρατία, η πανδημία, η κλιματική κρίση, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εθνικά και αποσπασματικά αλλά απαιτούν -πέρα από συνεργασίες ad hoc ή υπερεθνικούς θεσμούς- διεθνή ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η σοσιαλδημοκρατία ανακτά την αξιοπιστία της και γίνεται κυρίαρχη στις περισσότερες χώρες τις Ε.Ε.. Η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, πρόσφατα η Νορβηγία και μόλις χθες η Γερμανία δείχνουν με το δάχτυλο έναν κόσμο που επιθυμεί να δομηθεί ξανά με βάση τις αρχές και τις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας.
Ακόμη πιο εντυπωσιακές οι οικονομικές και κοινωνικές παρεμβάσεις Μπάιντεν υπέρ των αδυνάμων και μάλιστα στην πρωτεύουσα του καπιταλισμού, υπενθυμίζοντάς μας ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν είναι θέμα ηλικίας, φλογερού ύφους ή ρητορικής έξαρσης αλλά μπορούν να τις επιτύχουν ακόμη και 78άρηδες ηγέτες, μετριοπαθείς στο ύφος αλλά γνήσια επαναστατικοί στην πράξη. Κι αυτή η πρόταξη της πράξης έναντι της ρητορικής έχει μέσα της κάτι το βαθιά πολιτικό.
Η σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, επιστρέφει με όρους ισχύος στη νέα εποχή της πληροφορίας και των νέων τεχνολογιών. Και αν τον προηγούμενο αιώνα η Ελλάδα των διχασμών, των εμφυλίων πολέμων και των ξένων εξαρτήσεων δεν κατάφερε να ενταχθεί με όρους ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης στη βιομηχανική επανάσταση, αυτή τη φορά δεν πρέπει να μείνει πίσω. Η θεσμική σχέση με την Ευρώπη είναι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσπάθειά μας αυτή. Όμως, όπως καλά γνωρίζουμε, δωρεάν γεύμα δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα η δική μας πολιτική ευθύνη.
Χρέος μας είναι να μετακινηθούμε από ένα σημείο ισορροπίας και συνεχούς βολικής προσαρμογής και να επιλέξουμε τη σύγκρουση έναντι παραδοσιακών λογικών, ψηφοφόρων και συμφερόντων. Ο συμβιβασμός σε αυτή την περίπτωση είναι ο χειρότερος εχθρός. Η διεθνής συγκυρία δημιουργεί ένα κάλεσμα και μία πρόκληση για την επαναδιεκδίκηση κυριαρχίας των ιδεών μας. Άλλωστε, η πολιτική είναι σύγκρουση. Ακόμη και με τον εαυτό μας αν χρειαστεί.
(δημοσιεύτηκε στο iefimerida, 12/10/2021)
«Η παγκόσμια ελάχιστη φορολογική συμφωνία είναι κάτι περισσότερο από δίκαιη» #Stiglitz #Tucker #Zucman
Τρείς κορυφαίοι οικονομολόγοι του καιρού μας, οι Joseph E. Stiglitz, Todd N. Tucker, και Gabriel Zucman, εξηγούν σε άρθρο τους στο Foreign Affairs γιατί η πρόσφατη παγκόσμια φορολογική συμφωνία είναι κάτι περισσότερο από δίκαιη.
Ας υποθέσουμε γράφουν ότι βρισκόμαστε στο έτος 2100. Η ανθρωπότητα έχει αποτρέψει τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ενώ από το τέλος των αμερικανικών κατοχών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, δεν υπήρξε μεγάλος πόλεμος και μετά την αρχική κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, δεν υπήρξε νέος Ψυχρός Πόλεμος. Αντί του ανταγωνισμού για πόρους που χαρακτήριζαν παλαιότερες περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας, προέκυψε ένα ήθος συνεργασίας.
Οι ιστορικοί διαφωνούν για το πότε συνέβη το σημείο καμπής, αλλά η κορυφαία σχολή σκέψης υποδεικνύει το 2021 ως τη στιγμή της αλλαγής. Πριν από εκείνο το σημείο, εθεωρείτο αποδεκτή και μάλιστα έξυπνη οικονομική πολιτική να χρεώνουμε ελάχιστο ή καθόλου φόρο στα πλουσιότερα άτομα και εταιρείες της κοινωνίας. Οι χώρες μάλιστα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους γι’ αυτό, και έτσι ο πλούτος αφαιρέθηκε από τις κοινότητες που βοήθησαν στην παραγωγή του, δημιουργώντας μια παγκόσμια ελίτ που λεηλάτησε ατιμώρητα.
Δεν υπήρχε τρόπος να επιτευχθούν οι μεγάλοι μετασχηματισμοί που χρειαζόταν η ανθρωπότητα χωρίς ανακατεύθυνση πόρων από πάμπλουτα άτομα και απέραντα κερδοφόρες επιχειρήσεις προς επενδύσεις για το κοινό καλό. Το κλειδί ήταν ο καθορισμός ενός παγκόσμιου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή, πράγμα που επέτυχαν τελικά οι χώρες το 2030, εγκαινιάζοντας μια νέα μορφή παγκοσμιοποίησης στην οποία επικράτησε η διεθνής συνεργασία, οι μισθοί αυξήθηκαν παράλληλα με την παραγωγικότητα και η ανισότητα υποχώρησε.
Αυτό το υποθετικό μέλλον δεν είναι απίθανο. Είναι, στην πραγματικότητα, ένα πιθανό αποτέλεσμα της ιστορικής φορολογικής συμφωνίας του Ιουλίου μεταξύ περισσότερων από 130 χωρών. Το να στριμώξεις την παγκόσμια βιομηχανία φοροαποφυγής δεν είναι μόνο ζωτικής σημασίας για την καθιέρωση της αίσθησης δικαιοσύνης στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Είναι επίσης ένα σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την αντιμετώπιση μυριάδων άλλων ζητημάτων που αντιμάχεται ο κόσμος σήμερα.
Η φορολογική συμφωνία ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση να δυσκολέψει τις πολυεθνικές εταιρείες να εκμεταλλευτούν φορολογικούς παραδείσους που επιβάλλουν ελάχιστους έως καθόλου φόρους, καθιερώνοντας έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο τουλάχιστον 15 τοις εκατό στα εταιρικά κέρδη.
Αυτή η αλλαγή θα μειώσει τα κίνητρα των μεγάλων εταιρειών να “αγοράζουν χώρα” όταν πρόκειται να αποφασίσουν πού θα έχουν έδρα, και θα συνδέσει περισσότερο τη φορολογία με την πραγματική οικονομική δραστηριότητα αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ετησίως.
Παρόλο που το ποσοστό 15 % θεωρήθηκε απαραίτητο για να επιτευχθεί διεθνής συναίνεση, είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που πληρώνουν συνήθως οι εργατικές και μεσαίες τάξεις στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Είναι ακόμη μικρότερο από το πραγματικό ποσοστό σε πολλές χώρες, και, φυσικά, πολύ χαμηλότερο από τον φορολογικό συντελεστή 40 έως 50 τοις εκατό που αντιμετώπιζαν οι εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες για όλα τα χρόνια πριν τεσσάρων, από το 1942 έως το 1987. Η κυβέρνηση Μπάϊντεν πρέπει να επιμείνει να αυξηθεί το ελάχιστο παγκόσμιο ποσοστό τουλάχιστον στο 21 η και 25 τοις εκατό.
Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης μια ανησυχητική διάταξη που επιτρέπει στις εταιρείες να αμφισβητήσουν την απόφαση σχετικά με τις χώρες στις οποίες θα πρέπει να πληρώσουν φόρους μέσω ενός μυστικού συστήματος διαιτησίας. Δεν μπορεί όμως να εμπιστευθούμε την αστυνόμευση ενός παγκόσμιου φορολογικού καθεστώτος στις επιχειρήσεις που ευδοκιμούν εδώ και δεκαετίες βοηθώντας πλούσιους ανθρώπους και εταιρείες να αποφύγουν τους φόρους. Εάν οι διαπραγματευτές πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο ένα είδος συστήματος για την επίλυση των διαφορών, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μόνιμο διεθνές φορολογικό δικαστήριο, με δικαστές έμπειρους.
Κατά ειρωνικό τρόπο η αυξανόμενη ανισότητα, οδηγεί σε αποδυνάμωση της καταναλωτικής βάσης και αυτό διαβρώνει τελικά τα κέρδη των εταιρειών. Ένας παγκόσμιος ελάχιστος φόρος θα εξυπηρετήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και των πιο πεινασμένων για κέρδη, επιθετικών πολυεθνικών-ακόμα κι αν δεν το αντιλαμβάνονται.
Υπάρχει ένα εναλλακτικό όραμα σε σχέση με το ουτοπικό που παρουσιάστηκε στην αρχή του άρθρου, ένα δυστοπικό αποτέλεσμα στο οποίο η παγκόσμια οργή προς τις εταιρείες εκρήγνυται. Όταν οι εταιρείες αποκομίζουν τα κέρδη τους σε βάρος των απλών πολιτών και χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να διασφαλίσουν ότι δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιο των φόρων τους, αυτό αυξάνει την οργή του κοινού και απειλεί τη σταθερότητα των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων.
Οι επιλογές που θα κάνουν οι χώρες τους επόμενους μήνες θα είναι δύσκολο να αλλάξουν, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι τόσο σημαντικό να κανονιστούν οι λεπτομέρειες σωστά. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η ικανότητα των κοινωνιών να επιβιώσουν και να ευδοκιμήσουν εξαρτάται από αυτό, καταλήγουν οι τρεις καθηγητές.
* Oλόκληρο το αρχικό κείμενο και μία ελεύθερη δική μας μετάφραση εδώ
«Οι συνέπειες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη» #Sheri_Berman
Η Sheri Berman, μια από τις γνωστότερες αναλύτριες της σοσιαλδημοκρατίας, συγγραφέας του περίφημου «Το πρωτείο της πολιτικής», σε άρθρο της στο Social Europe, υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της μετακομμουνιστικής αριστεράς της Ανατολικής Ευρώπης σύνδεση του οικονομικού με τον πολιτικό φιλελευθερισμό, επέτρεψε στους λαϊκιστές να στοχεύσουν τον τελευταίο.
Η ευφορία που σχετίζεται με την κατάρρευση του κομμουνισμού έχει μετατραπεί πλέον σε απαισιοδοξία, καθώς πολλές κάποτε ελπιδοφόρες δημοκρατίες στην ανατολική Ευρώπη έχουν βυθιστεί στον αντιφιλελευθερισμό, ακόμη και στον αυταρχισμό.
Ένα νέο βιβλίο των Kristen Ghodsee και Mitchell Orenstein, Taking Stock of Shock, παρέχει ένα εξαιρετικό σημείο εκκίνησης. Οι δύο ερευνητές καθιστούν σαφές πόσο παραπλανητικές μπορεί να είναι οι εκτιμήσεις που βασίζονται σε απλές, συγκεντρωτικές μετρήσεις της οικονομικής ανάπτυξης. Δείχνουν ότι ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι πράγματι πιο πλούσιες σήμερα από ό, τι το 1989, το να φτάσουν εκεί συνεπαγόταν τεράστια οικονομική ταλαιπωρία και κοινωνική εξάρθρωση: η μετάβαση στον καπιταλισμό δημιούργησε «τη μεγαλύτερη και πιο διαρκή οικονομική κατάρρευση που επηρέασε οποιαδήποτε παγκόσμια περιοχή στη σύγχρονη ιστορία». Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι «κατά την κορύφωση της δυστυχίας το 1999, το 45% όλων των ανθρώπων στις μετακομμουνιστικές χώρες… ζούσαν κάτω από το απόλυτο όριο της φτώχειας των 5,50 δολαρίων/ημέρα».
Η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου εξερράγη και οι βαθιές διαιρέσεις – μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών, μορφωμένων ελίτ και εργατικής τάξης, ηλικιωμένων και νέων – αναπτύχθηκαν ως αποτέλεσμα του σοκ.
Επιπλέον, όπως σημειώνουν, «ένα πράγμα είναι να βρεθείτε σε βαθιά φτώχεια για πρώτη φορά στη ζωή σας. Ένα εντελώς άλλο πράγμα είναι να οδηγείστε στη φτώχεια όταν ορισμένοι από τους ανθρώπους γύρω σας απολαμβάνουν αδιανόητα επίπεδα προσωπικού πλούτου». Αυτό άφησε «βαθιές ουλές» στον «συλλογικό ψυχισμό».
H κοινωνική εξάρθρωση ήταν τεράστια. Ίσως η πιο εμφανής εκδήλωση είναι μια δημογραφική κρίση ιστορικών διαστάσεων. Μετά το 1989 η μετανάστευση από την ανατολική Ευρώπη ήταν «πρωτοφανής σε ταχύτητα, κλίμακα και επιμονή σε σύγκριση με τις εμπειρίες μετανάστευσης αλλού».
Αυτό συνοδεύτηκε από κατάρρευση της γονιμότητας και αύξηση της θνησιμότητας. Αθροιστικά, πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παρουσίασαν μείωση του πληθυσμού, παρόμοια ή και μεγαλύτερη από εκείνη που βίωσαν οι χώρες που εμπλέκονταν σε μεγάλους πολέμους.
Θα ήταν αδιανόητο, αυτό το οικονομικό μαρτύριο σε συνδυασμό με τις βαθιά διχαστικές κοινωνικές αλλαγές που βιώνουν οι ανατολικοευρωπαϊκοί πληθυσμοί από το 1989, να μην είχε πολιτικές συνέπειες.
Το γεγονός ότι οι «χαμένοι» αυτής της μετάβασης έγιναν η βάση των εθνικιστικών λαϊκιστικών κομμάτων στην περιοχή δεν ήταν επειδή ήταν εγγενώς επιρρεπείς στο να ψηφίσουν ανελεύθερους, ξενοφοβικούς πολιτικούς. Στα χρόνια μετά τη μετάβαση, τα περισσότερα κόμματα της αριστεράς στην Ανατολική Ευρώπη έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού και στην κυβέρνηση εφάρμοσαν οδυνηρές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Αυτό τους επέτρεψε μεν να διαχωριστούν από το κομμουνιστικό παρελθόν, αλλά ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός παρουσιάστηκε ως ο απαραίτητος δρόμος για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό.
Παρόλο που οι εύκολες συγκρίσεις πρέπει να αποφεύγονται, η Berman θεωρεί πώς θα ήταν λάθος να απορριφθεί ο αιτιώδης αντίκτυπος των οικονομικών αδικιών. Τα αριστερά και τα φιλελεύθερα κόμματα όμως ήταν συχνά απρόθυμα ή ανίκανα να προσφέρουν απαντήσεις για αυτές τις αδικίες στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και έτσι δημιούργησαν την ευκαιρία για άλλους –που δεν ήταν αφοσιωμένοι σε αυτό το πλαίσιο– να το πράξουν.
** Oλόκληρο το αρχικό κείμενο και μία ελεύθερη δική μας μετάφραση εδώ