Το πρωί της Κυριακής 31ης Οκτωβρίου επισκέφθηκα με οξύ πόνο στην κοιλιά τα Επείγοντα του Μαμάτσειου Νοσοκομείου. Αφού έγιναν όλα τα διαδικαστικά για την είσοδο στο κτήριο και αφού μια νοσηλεύτρια μου πήρε ένα σύντομο ιστορικό για τους λόγουw που με οδήγησαν εκεί περίμενα τη σειρά μου στην αίθουσα αναμονής.
Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής μου, ήρθαν δύο τρία ορθοπεδικά περιστατικά. Στους ανθρώπους αυτούς εξηγούσαν πολύ ευγενικά έως ταπεινά ότι θα πρέπει να περιμένουν για μια αρχική εκτίμηση από χειρουργό αλλά αν χρειάζεται κάτι περισσότερο όφειλαν να τους παραπέμψουν στο Μποδοσάκειο Νοσοκομείο που είχε εφημερεύοντα ορθοπεδικό.
Όταν ολοκληρώθηκαν και οι δικές μου εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις, οι γιατροί διέγνωσαν ότι επρόκειτο περί σκωληκοειδίτιδας που έπρεπε άμεσα να χειρουργηθεί. Ωστόσο, όπως μου είπαν, επειδή το Μαμάτσειο δεν διέθετε αναισθησιολόγο όφειλαν να με διακομίσουν στο Νοσοκομείο της Φλώρινας. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να ολοκληρωθεί η θεραπεία μου εντός του Ε.Σ.Υ..
Όπως ίσως γνωρίζετε, η Δυτική Μακεδονία διαθέτει πέντε Νοσοκομεία, δύο στην Π.Ε. Κοζάνης και από ένα στις υπόλοιπες τρεις Περιφερειακές Ενότητες. Όπως ίσως επίσης θα καταλάβατε κανένα από όλα αυτά ή τουλάχιστον αρκετά από αυτά δεν λειτουργούν ως νοσοκομεία αλλά ως κλινικές νοσοκομείων, παθολογική πάνω κάτω σε όλα, χειρουργική σε κάποια, ορθοπεδική σε λιγότερα κοκ. Αυτή τη δημόσια υγεία θέλουμε; Φυσικά και όχι. Μπορούμε να απαιτούμε πέντε πλήρως στελεχωμένα γενικά νοσοκομεία για έναν πληθυσμό μικρότερο των τριακοσίων χιλιάδων κατοίκων; Επίσης όχι.
Η έλλειψη γιατρών είναι το μεγαλύτερο – τουλάχιστον το πιο ορατό – σε εμάς τους λήπτες των υπηρεσιών υγείας. Γιατί όμως να έρθουν οι γιατροί στα νοσοκομεία μας; Για να εφημερεύουν 10 και 15 ημέρες τον μήνα, με τους όποιους κινδύνους για την κρίση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την επιβάρυνση της κοινωνικής τους ζωής; Ή να ασκούν περιστασιακά την επιστήμη τους γιατί δεν υπάρχει η κρίσιμη μάζα συναδέλφων τους των άλλων ειδικοτήτων που κάνουν να ξεχωρίζει ένα νοσοκομείο από μια ειδική κλινική ή ένα κέντρο Υγείας; Όποτε έστελνα σε δύο παιδικούς μου φίλους προκηρύξεις για θέσεις επιμελητών στα νοσοκομεία της περιφέρειας, μου απαντούσαν με ένα στόμα «Δεν σπούδασα ιατρική για να γράφω παραπεμπτικά διακομιδών».
Ποια είναι όμως η λύση που προτείνεται στον δημόσιο διάλογο για το πρόβλημα; Μα φυσικά ένα νέο έκτο(;) Περιφερειακό/ Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Το νέο «Περιφερειακό Νοσοκομείο» θέλει να έχει έδρα φυσικά την πρωτεύουσα Κοζάνη σε νέες εγκαταστάσεις, ενώ το αντίστοιχο νέο «Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο» θα είναι η μετεξέλιξη του Μποδοσάκειου Νοσοκομείου στην Πτολεμαΐδα. Πίσω από τους βαρύγδουπους τίτλους κρύβονται οι μικρομέγαλοι τοπικισμοί, σε μια Περιφέρεια που φθίνει οικονομικά και δημογραφικά.
Οι μερικές μας ταυτότητες όταν δεν περιορίζονται σε ζητήματα αθλητισμού, διασκέδασης, γαστρονομίας αλλά υπεισέρχονται σε ζητήματα κατανομής πόρων, πολιτικών και κοινωνικών επιδιώξεων λειτουργούν διαβρωτικά για την κοινωνική συνοχή, αλλά και την όποια μελλοντική προοπτική της περιφέρειά μας. Μέχρι να αποφασίσουμε να απαλλαγούμε από αυτές τις αγκυλώσεις, θα βλέπουμε την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας να κατανέμει τους αντίστοιχους πόρους του ΕΣΠΑ σε πέντε νοσηλευτικά ιδρύματα για παρεμφερή έργα και το Υπουργείο Υγείας να διαμοιράζει το προσλαμβανόμενο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό σε πέντε οργανισμούς.
Αυτό είναι το τίμημα της ματαιοδοξίας και του μικρομεγαλισμού μας. Να διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας αν «μας πάρουν το νοσοκομείο»· να βγαίνουμε εκτός εαυτού με το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό όταν μας λέει ότι δεν μπορεί να μας εξυπηρετήσει λόγω απουσίας κατάλληλων ειδικοτήτων· και να ικανοποιούμαστε όταν μας διακομίζουν στην κοντινή Θεσσαλονίκη ή στα πιο κοντινά Γιάννενα «που έχει γιατρούς».
Υ.Γ. Το Νοσοκομείο με τις προοπτικές επέκτασης και κάλυψης των αναγκών ολόκληρης της περιφέρειας είναι το Μποδοσάκειο. Το Μαμάτσειο έχασε το τρένο όταν αποφασίστηκε η επέκτασή του να γίνει εντός του υπάρχοντος οικοπέδου.
[1] Ο Νικόλας Ι. Τζήμος είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος.