Κάθε χρόνο μιλώ στους μαθητές μου για το Πολυτεχνείο.
Και με κοιτούν με στρογγυλά μάτια.
Κι αν τους έρθει κανένα μήνυμα εκείνη την ώρα, κλείνουν το κινητό.
Δεν τους λέω την ιστορία. Την ξέρουν. Την έχουν ακούσει πολλές φορές ανάμεσα στο Ένα το Χελιδόνι και στα ηχητικά ντοκουμέντα. Και μέσα σ’ όλα τ’ άλλα την βλέπουν και σαν αργία στον άχαρο Νοέμβρη, τον γεμάτο με τεστ τριμήνου. Δεν πειράζει. Το μήνυμα περνάει. Μήπως εμείς νοιώθαμε διαφορετικά για την 28η Οκτωβρίου? Και πόσο απείχαμε από αυτήν όταν πηγαίναμε στο σχολείο? Ακόμα τρώγαμε το συσσίτιο που έστελνε η UNRRA.
Ούτε μπορώ να τους μεταφέρω αναμνήσεις από την πρώτη γραμμή. Δεν ήμουν πλέον φοιτήτρια το Νοέμβρη του 1973. Είχα τελειώσει την προηγούμενη χρονιά.
Τίποτα ηρωικό δεν μπορώ να διηγηθώ. Απλά τους μιλάω για το τι πέρασαν οι άνθρωποι στα μετόπισθεν, όσοι έτυχε να είχαν δικούς τους ανθρώπους που πάλευαν κλεισμένοι στις εξεγερμένες σχολές.
Δυο φοιτητές είχε η οικογένειά μας εκείνες τις μέρες. Την αδερφή μου πρωτοετή στα Γιάννενα χωρίς αρκετή εμπλοκή ακόμα ώστε να κινδυνεύει. Και τον αδερφό μου στη Σαλονίκη. Που συμμετείχε στην κατάληψη του εκεί Πολυτεχνείου. Και τον συνέλαβαν. Και βρέθηκε σε διάφορα κρατητήρια σε μια περίοδο που περίσσευε η αυθαιρεσία και η κτηνωδία.
Μέρες είχαμε να μάθουμε νέα για το Λάζο, την εποχή που για να επικοινωνήσεις με φοιτητή έπρεπε να του στείλεις «πρόσκληση» και να πάει στον ΟΤΕ να μιλήσει από την καμπίνα. Όταν έπεσε το Πολυτεχνείο κοντεύαμε πλέον να τρελαθούμε. Από ένα γείτονα μάθαμε ότι είχε συλληφθεί. «Πού τον έχουν? Στη Βαλαωρίτου?» «Όχι. Τους πήραν από κει. Στη Σταυρούπολη τους πήγαν»
ΤΩΡΑ???
Πώς το λες στς Τρανοί? Ο μπαμπάς μου είχε πάθει ένα καραμπινάτο έμφραγμα πριν 2 χρόνια και τον προσέχαμε σαν να ήταν από γυαλί. Ευτυχώς δεν άκουγε και μπορούσαμε να κτίσουμε πιο εύκολα ένα τείχος προστασίας γύρω του.
Πάω στον Αυλιώτη – 6 μηνών έγκυος στο πρώτο μου παιδί.
Η μάνα μου στο χωλ. «Τι έγινε?» «Τι να γίνει? Ια… Τουν τσάκουσαν…» Σιγή. Πρώτη φορά είδα από κοντά πώς είναι αυτά τα «τραβηγμένα χαρακτηριστικά» που έγραφαν τα μυθιστορήματα. «Τώρα?»
Ο μπαμπάς στην πόρτα της κουζίνας. Κάτωχρος. «Τουν βρήκις?» Χαμόγελο και ηλίθια έκφραση. Εξηγήσεις με έντονες κινήσεις των χειλιών για να καταλάβει. «Ναι βρέθκιν. Τουν έχν μέσα. Ιγώ να σι πω ησύχασα. Ιφτυχώς είνι καλά!» «Α, ιφτυχώς! Τι λες μαρ? Τουν τσάκουσαν κι λες ιφτυχώς?» «Γιατί? Προυτιμούσις να τουν εύρισκάμι σι κάνα χαντάκι?» Ότι να΄ναι χαζίτκα… «Ιγώ φταίγου… Έπριπιν να σας είχα προυφυλάξει…» «Τι φταις εσύ καλέ? Ιδώ! Κοίτα μι όταν σ’ ουμιλώ!»
Τώρα? Έχουμι κάναν? Ποιον να ΄χουμι… Δεν ήμασταν μ’ αφνούς… Ήμασταν μι τς άλλοι…
«Θα πααίνου ιγώ» «Σιούρτσις? Αγκαστρουμένη γυναίκα?» «Γιατί ξέρς κάναν άλλουν?»
Με το Χρήστο στη Σταυρούπολη. «Έχετε εδώ έναν Τσικριτζή Λάζαρο?» «Για να δω… Ναι. Εσείς τι είστε?’ «Αδελφή του. Μπορούμε να τον δούμε?» «Απαγορεύεται. Αυτό έλειπε… Που δεν κοιτούν τα μαθήματά τους… Που μπλέκουν με εξωσχολικούς… Που τα βρήκαν όλα έτοιμα…» Έκρηξη προ των πυλών… «Άκσι να σι πω!!!» Πολύ κόκκινη και πολύ αγκαστρωμένη. Ο Χρήστος μπαίνει μπροστά. «Καλά – καλά! Μην κάνετε έτσι, μην πάθετε και τίποτα…» «Μπορούμε να φέρουμε τίποτα?» «Ξέρω γω? Άμα θέλετε… Καμιά κουβέρτα. Στο τσιμέντο κοιμούνται»
Αναχώρηση. Σούρουπο έξω. Πάμε σιωπηλοί προς το αυτοκίνητο. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Και ξαφνικά μια σκιά πίσω από ένα θάμνο. «Κουστάκη?!!!» Ο Κωστάκης ο Παπαδόπουλος, φίλος του Λάζου και δικός μας. «Τι φκιάντς ιδώ, μπρε σιούρδι?» «Θέλτς να σι τσακώσν κι σένα?» «Ε, είπα μην τς σκώσν απού δω… Να μην ξέρουμι πού θα τουν πααίν?» Ό,τι κλάμα πνίγονταν στο λαιμό μέχρι τότε βγήκε σαν χείμαρρος Κι άιντε να σταματήσει….
Στην Ηπείρου, στο σπίτι του. Πού είναι οι κουβέρτες? Να τον πάω και κανένα πουλόβερ… Α, αυτό το πήρα εγώ από τον Κλαουδάτο στα γενέθλιά του. Οικεία μυρουδιά … «Μην κλαις άλλου σι λέου, θα πάθι τίπουτα του πιδί!»
Στην Αετοράχης, στο σπίτι του Χριστόδουλου και του Χρηστάρα. Μαζεμένοι όλοι εκεί… «Τι έγινε ρε παιδιά?»
Τι να πουν?
Τσιγάρες, αγωνία και στενοχώρια
Σαν Μεγάλη Παρασκευή…
** **
Κι ύστερα ήρθε ο Γκυζίκης.
Και τους άφησαν.
Τρελή χαρά και απίστευτη ανακούφιση
Ηρέμησε και το έμβρυο
«Ποιος είναι αυτός ο Γκυζίκης, βρε παιδιά?» «Χαμπάρι δεν έχου! Χειρότερα μιάφρα δεν γένιτι!» Κούνια που μας κούναγε…
** **
Πέρασαν από τότε 48 χρόνια.
Κι όταν γυρνάει το μυαλό μου πίσω, σκέφτομαι πόσο έντονα έζησαν τα νιάτα τους εκείνα τα παιδιά. Και παρόλα τα όσα πέρασαν, τους ζηλεύω για τα φοιτητικά τους χρόνια.
Κυρίως επειδή η ζωή τους επέτρεψε για λίγο να ονειρεύονται πως μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο…
Η φωτογραφία από το «Εμμείς» και το άρθρο «Η άγνωστη ιστορία της κατάληψης του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης» του Στέφανου Βασιλειάδη
Από την ομάδα Κοζάνη: Μνήμες, Αναμνήσεις & Εικόνες – Kozani