Αυτή η βορειοελληνική εν φαρδεία και δυτικομακεδονική εν στενή εννοία, πόλη κρατά τη σκούφια της από την τουρκοκρατία, άσχετα αν την σκαιά περίοδό της την πέρασε αβρόχοις ποσί, που λεν οι καθαρολόγοι· μόνον με μια δυο, λεηλασίες την έβγαλε, που αν δεν προσέγγισαν στον ολικό της αφανισμό εν τούτοις τον κόντεψαν. Σε μια απ’ αυτές χάθηκαν και τα γενεσιουργά και ληξιαρχικά, ιστορικά της έγγραφα όπως το Χρυσόβουλον του Ρουδόλφου Κατακουζηνού (1730), που την έφερε καταγόμενη από τους βυζαντινούς και ακόμα παραπίσω, και το κιτάπιον με το οποίο ο μεγαλέμπορος Χαρίσιος Τράντας, το 166…τόσο, κατέταξε αυτήν στις αμόλυντες περιοχές από τούρκους στο έδαφός της. Είδε κι έπαθε δηλαδή προς τούτο, να πάρει από τη σουλτανομήτορα το Μαλικανέ της, που σήμαινε απαγόρευση διέλευσης και παραμονής τούρκων στρατιωτών στην πόλη, για να τη θέσει στην ευεργετική προστασία της, δωροδοκών αυτήν, αν μη και άλλο τι διαπράττων της!
Στην πόλη έχουν ως πατροπαράδοτη τοπική, εθνική εορτή την κάθε Αποκριά. «Και σαν έρθουν οι αποκρηές των εορτών η εορτή…». Εσχάτως όμως απέκτησε και την τοπική, εθνική επέτειο. Και οι δύο είναι κινηταί εορταί η πρώτη εξαρτώμενη από το εκάστοτε πασχάλιον, δηλονότι το δεκαήμερον προ της ενάρξεως της αγρίας πασχαλινής σαρακοστής, η δεύτερη αμέσως μετά τη λήξη της ήπιας σαρακοστής των Χριστουγέννων, στο εναπομείναν, λειψό διάστημα μέχρι την αλλαγή του χρόνου. Η επέτειος αυτή είναι η εορτή του γιαπρακιού, αυτού το σήματος πολύ-καταφαγωθέντος της πόλεως, μετά τον ήρωά της Γ. Λασσάνη.
Ο Διονύσιος Μανέντης περιγράφοντας την πόλη που ήσκησε την γυναικοϊατρική του προπολεμικά και την πολιτική του μεταπολεμικά, ως ποιητής τώρα έγραφε μεταξύ άλλων, πολύ πριν την καθιέρωση της επετείου πως:
«Στο τζάκι καίνε σιγανά στραβές οι ρίζες τ’ αμπελιού
Και με την ίδια τη φωτιά βράζουνε τα σαρμάδια…»
Ηδη με ζέστανε η νοσταλγία…
Τελείται σχεδόν παράλληλα με την εορτή της «τσιγαρίδας». Εστιν ουν τσιγαρίδα κατάλοιπο του χοιρείου μέρους, που απομένει μετά το διαχωρισμό λίπους και κρέατος. Τα ιχνοστοιχεία κρέατος στο λίπος δύσκολα διαχωρίζονται οπότε τσιγαριζόμενα τρώγονται ομού είτε ευχαρίστως είτε αηδιαστικώς. Απ’ αυτές παρήγοντο οι ντάρες, το πλέον ευτελές παράγωγον του χοίρειου είδους, τις οποίες διατηρούσαν σε τενεκέδες με λίγδα για τις φτωχότερες μέρες της ζωής, στα παλιά χωριά. Εκεί, δεν ήταν και ασύνηθες να πνίγονται ποντίκια, τα οποία όμως στην πορεία της ανέχειας τρώγονταν αδιακρίτως λόγω δυσαναγνώστου του πράγματος. Από εδώ προέκυψε και ο όρος «ντάρα» στις πόλεις για κάποιες γυναίκες -τώρα πως να πω ευτελούς είδους, δε μου έρχεται, ας πω καλύτερα πως: «ντάρα είναι αναγκαία κατάσταση και κατάληξη γυναικών που είναι ή ήταν σε κοινή, χρήσιμη, ερωτική χρήση». Η τσιγαριδογιορτή διεξάγεται σε χωριά του δυσηχούς Τσιαρτσιαμπά! ΄Επίσης ανακοινώθηκε και εορτή «σουγλιμάδος» που λαμβάνει τρόπο, κάπου στις Βόιες περιοχές και στα όπισθεν του Μπούρινου χωριά. Σ’ αυτήν μάλλον κάτι σαν κρέατα, μήπως και μαντάρες, σουβλίζουν και τα ψήνουν πανηγυρικά, ορχούν δε και ορχούνται ατιμωρητί κι αδιακρίτως. Τα ανωτέρω λαογραφικά παίγνια διεξάγονται αμέσως μετά τις προχριστουγεννιάτικες «γουρνοχαρές» στις οποίες το γιορτάζουν κανονικά τα σφαγμένα γουρούνια και οι γύρωθέν τους ανδρο-μαιναδο-βακχεύοντες, που εσθίουν το κρέας τους σχεδόν ωμό. Η γιορτή είναι ευρέως διαδεδομένη έχει μάλιστα και πολυεθνικούς χορηγούς. Τηλεφωνίες, ποιούς άλλους; Εγκριτος, κι όπως έλεγε ο Γκράμσι, οργανικός διανοούμενος, αφού έχει πτυχίον πανεπιστημίου, πολίτης της πόλεως, δήλωνε επωνύμως, σε μεγάλες αφίσες, πως φέτος για πέμπτη(!) φορά θα πήγαινε σε γουρνοχαρά, για να γίνει κι αυτός διαφημιστικόν γουρνοσφάγιον, χάριν ας πούμε μιας δωρεάν συνδρομής στο ίντερνετ της τηλεφωνίας που είναι γουρνοχορηγός!
Λήξις προλόγου.
Στο θέμα μας.
Παραμονή των Χριστουγέννων, απόγευμα προχωρημένο, με το ξυραφιστικόν κρύο κι ενώ η αγορά καταπονημένη από των μεγαλείων τα οψώνια, έγερνε προς την δύσιν της, αυτός ούτος κατέβαινε την παραδοσιακή εμπορική οδό και την πλατεία των πρώην κρεοσφαγείων, νυν σταθμό αστικών λεωφορείων και Χαρτοθήκης που έχει χάρτες κι όχι χαρτιά.
Σχεδόν σκόνταψε στο παντοπωλείο, δηλαδή εκεί που μπορείς να βρεις τα πάντα και τα εφήμερα, πλην από εκείνα τα είδη εσθιάσεως, του κυρ’ Γιάν’ τς Λένκους, δεινού αφηγηματατολόγου και άρχοντα διασκεδαστή, σκαρκάζων κι αυτοσαρκαζόμενος εν τω άμα, των συμπατριωτών του κατά την αναφερθείσα εθνική εορτή της πόλεως. Ο χώρος του είναι το καθημέρας, στα γρήγορα, σχολιαστήριον πραγμάτων και προσώπων, καθώς φίλοι εγκάρδιοι ή επιφάνειοι, περαστικοί ολιγοψωνιστές, κι ολιγοψώνια, οι κυρίες πελάτισσες επί το πλείστον, αισθάνονται εκεί μια ζέστη κι άνεση -είναι και το Ανετον ξενοδοχείον έναντι- όπως τα ημισεβάσμια γύναια στα στασίδια της εκκλησίας τους. Ετοιμολόγος κι αστείρευτος στο λέγειν μετά χιούμορ, ως παραδοσιακός αρβανίκος μηδέποτε ξηρανθείς, συνεχώς αντλεί από τη μνήμη του κοινότοπα συμβάντα, που η αφήγησή του τα μετατρέπει σε θραύσματα ακατέργαστου αφηγηματικού αδάμαντος.
Στον πάγκο γεμάτο με αμφιλόγιες τοπικές εφημερίδες, αποδείξεις, τιμολόγια, και πίσω του βιβλία, ήδη υπήρχε σεμνό κατά «Μπακαλίτικον» τρόπο (τα αρχαία μπακάλικα λειτουργούσαν και ως αυτοσχέδια καφενεία), στρωμένο τραπέζι, τσίπουρο με γλυκάνισο (η παραγωγή αυτού του προϊόντος δίπλα σε σακιά) και φυστίκια υφάλμυρα. Λιτόν και επί του ορθίως!
-Περάστε για ένα και στα όρθια προέτρεπε αμφισημών ο κτήτωρ του…
Ελιές, τυρί, σαρδέλες έλειπον, είπαμε ήτο παντοπωλείον μόνον αποικιακών και ουχί και εδωδίμων. Το έφερε κάπως στο παπαδιαμαντικόν η εικόνα κι αυτό τον έθελξε στιγμιαίως και παρέμεινε. Η ελαφριά συζήτηση έφερε στην αφήγηση περιστατικά του βίου του, σαν χιονόπτωση, ανύπαρκτη επί του φυσικού για τις μέρες -αλίμονο το χιόνι το πήραν οριστικά οι νότιοι, αφού το θεωρούν πλέον ως απαραίτητον κι αυτό παρακολούθημα της εθνικής λοβιτούρας των, και τα νησιά, σ’ αυτά χάρισμά τους.
(Σημ.:Την β’ ημέρα των Χριστουγέννων άρχισε να χιονίζει του παλιού καιρού)
- Εις υγείαν!
- Το λοιπόννννν!
Αυτές οι μέρες πάντα του το έφερναν προς το ανάποδο. Πότε κάποιοι τύποι της εφορίας θα τον επισκεφτόταν δι ευνοήτους λόγους, αλλά έφευγαν άπρακτοι ως μηδέποτε φιλοδωρηματο-δωροδοκηθέντες, κατά τα ειωθότα της υπηρεσίες, πότε η αγορανομία θα περνούσε σε επίσκεψη αβροφροσύνης και προστιμοσύνης, πότε θα χτυπούσε το αμάξι. Άλλοτε θλιβερόν συμβάν στην ευρεία οικογένεια τον διέλυε. Παιδί κάποτε, μέρα τέτοια, θα χάσει όλα τα ψιλά της εργασίας στην καθ’ οδόν «κορώνα γράμματα» τυχηρόν παίγνιον αυτοστιγμούς αποτελέσματος, με συνέπεια στη συνέχεια να κτυπηθή εν χορώ από τους οικείους.
Την εφέτος και μέχρι την 4ην απογευματινή όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Αλλά είχε ακόμα ώρα μπροστά.
Την ωραία αυτή μέρα άλλοι είναι κατάκοποι από την ένταση της εμπορικής κερδοφορίας κι άλλοι από την έξαψη της καλανδολογίας κυρίως οι μικροί. Μήπως επειδή όσο παν και λιγοστεύουν οι εξερχόμενοι ν’ αναγγείλουν, επί φιλοδωρήματι, την γέννησιν του Χριστού, σε λίγα χρόνια ο δήμος θα αναγκαστεί να αναβιώνει, επί μισθώ, και τα κάλαντα με τις ομάδες παίδων που συμμετέχουν στα σιουρδ γκέημς και στις τελευταίες μαθητικές διαδηλώσεις («μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» κ.λπ.) ή και με τους μικρομεσαίους, λαογραφικούς και μαγειρικούς συλλόγους κατατμηθέντας σε ομάδες ελάχιστων πολιτών, κοινώς και χωρικώς «μπλίκια». ΄Ολοι, όμως, με την έμφαση της διαφυγούσης νοσταλγίας στα διεσταλμένα τους μάτια, περιφέρονται στης παραμονής το προσδοκόμενο, αφού το αυριανό συντελεσμένο, γέμει λιπών και κατά-πλήξεων. Η μουσική Πανδώρα πήγαινε, τα λιανοπηδηχτά Κοτσαμάνια από τις Μαγούλες και οι Μωμόγεροι Σκήτης ερχότανε, στους δρόμους και τις πλατείες, ο καθείς στους ήχους του, ευλογούσε κι ευλογούνταν φιλοκερδώς, δια το καλόν του χρόνου. Οι αρχές αυτή τη μέρα καμαρώνουν κάτι περισσότερο από τα λεγόμενα γύφτικα σκεπάρνια, αφού ενώπιόν τους γονατίζουν και θύουν (κι αυτοί μεθύουν εκ του λιβανωτού) όλοι οι συλλογικοί καλανδοτέτοιοι, που τους τα ψέλνουν δηλονότι, κι αυτοί τους ευλογούν είτε με τα πυκνοβριθή γένια τους είτε με τα αραιόδοντα χτένια τους.
***
Επιλογος.
-Το λοιπόν αγαπητέ…
Στη Λάρισα υπηρετούσε στην αεροπορία.
Ηρθαν τα Χριστούγεννα παραμονή, προπαραμονή κάτι τέτοιο, αλλά ελλείψει προσωπικού, άδειες δεν δινόταν άνευ μέσου.
Ως εκ τούτου το έσκασε από τα διάτρητα σύρματα, τις διόδους ελευθερίας των στρατιωτών, όταν εκ της πολυχρησίας τους μετασχηματίζονται σε φαντάροι. Η μάνα στο σπίτι τον περίμενε είχε ετοιμάσει τα γιαπράκια των εορτών και το όλον κλίμα ήταν για οικογενειακές τρυφερότητες απ’ αυτές που δεν χρειαζόταν δημόσια δαπάνη.
Προσπέρασε το πάρκο Αλκαζάρ και το εκεί πρακτορείο των ΚΤΕΛ, ότι ήταν εντελώς ανάργυρος στη τσέπη με τα πολιτικά ρούχα, και σήκωσε το διεθνές δάκτυλο του ώτο στοπ. Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ, ταρατάμ ταρατατάμ, τα Ι.Χ, τα δημόσια μέσα, ώσπου χριστιανός τις, με ένα σεμνό όχημα κατέβασε το τζάμι.
-Για πού πατριώτη;
– Για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά, θέλησε να του δείξει κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν, ανθυπολόγιος ας πούμε, όπως υποσμηνίας εισέτι. Το είχε φαίνεται η κλήρα του να το φέρνει και προς την ποίηση εκτός της μπαχαρικής, ελαιοχρωματιστικής, κηροπωλητικής κ.λπ.
-Εγώ για Φλώρινα. Εμπα…
-Κυρ’ κύριε, άρχισε χωρίς να ερωτηθεί, είμαι ένας φτωχός και τίμιος στρατιώτης, χωρίς δραχμή στη τσέπη, σκαστός από τη μονάδα χρονιάρες μέρες, άφησα όμως αντικαταστάτη μου· η μάνα μου με περιμένει καιρό τώρα, έφτιαξε και τα γιαπράκια -τα ξέρεις τα γιαπράκια μας κύριε ευγενικέ, είναι το απόλυτο φετίχ μας, που θα το λέει κι αργοτερότερα η κυρία αντιδημαρχίνα μας, μ’ αυτά φτιαχνόμαστε γενικώς και ειδικώς –γιαπρακούλι μου καλό, λεν οι ερωτευμένοι ένας τον άλλον όταν αρχίζουν ν’ αλληλοτρώγονται που λεν δηλαδή και δηλονότι- δεν γίνεται χωρίς αυτά Χριστούγεννα, δεν νοείται Χριστούγεννα χωρίς γιαπράκια, εκεί σ’ εμάς κι η μάνα μου ας με μάλωνε μικρόν: «Δεν θα γέντς προκοπή εσύ». Και τι να κάνω έφυγα σκαστός, αλλά άφησα σας το λέω αντικαταστάτη στη σκοπιά να μη κινδυνεύσει κι η πατρίδα από το σκασμό μου, κύριε…
Ελεγε, ξανάλεγε, επανέρχονταν ένοιωθε κάπως κατηγορούμενος ενώπιον μιας πράξης που κάπως τον βάραινε.
Τον άκουγε ανέκφραστος, και το αζήτητο παραλήρημά του να μοιάζει με απολογία.
– Λοιπόν, είμαι αξιωματικός του Ελληνικό στρατού, τον άκουσε σαν να του έριχναν στην πλάτη νερό καυτό και στη συνέχεια κρύο. Ακουσε νεαρέ μου. Εγώ που τώρα κάθομαι και σ’ ακούω, σ’ έβαλα και στ’ αμάξι (πρώτο γοερό ένδον ωχ), να σε πάω στη μάνα σου που σου έφτιαξε και γιαπράκια, ορκίστηκα πίστη στην πατρίδα μέχρι θάνατου (διπλό ωχ ωχ). Θα την υπακούω ως την τελευταία ρανίδα της ζωής μου. Ουδεπόποτε θα έκανα κάτι εναντίον της ούτε μεγάλο πολύ δε περισσότερο ούτε μικρό. Γιατί τα μικρά και συνεχόμενα είναι αυτά που υπονομεύουν το έθνος. Είσαι ένας λιποτάκτης του ελληνικού στρατού (τριπλό ωχ, ωχ, ωχ) και ως εκ τούτου στρατοδικείο σε περιμένει κανονικό. Αν όλοι οι φρουροί της πατρίδος την κάνουν το ίδιο όπως η γιαπρακο-αναξιότης σου, τότε από τα προς Βορράν σύνορά μας θα ορμούσαν οι κομμουνιστέοι πεινάλες και οι κατσαπλιάδες οι οποίοι δεν φτάνει που έτρωγαν τις ρωσικές κονσέρβες, με τα κουτιά τους έσφαζαν και τους λαιμούς των Ελλήνων. Από δε την Ανατολή έτοιμη είναι κι η τουρκιά να μυρμηγκιάσει στους κάμπους της Θράκης, να πάρει πίσω ό,τι έχασε στους νικηφόρους μας βαλκανικούς πολέμους κ.λπ.
Τον άκουγε ζεματισμένος…
«Ολα αυτά εγώ τα έκανα», συλλογιζότανε. «Τότε θέλω σκότωμα».
Στον Τύρναβο πήρε στροφή για Λάρισα. Πίσω.
Αιχμάλωτος και θύμα της Χριστουγεννιάτικης ειρήνης θρηνούσε τη μοίρα, τη μάνα, τα γιαπράκια.
Τον παρέδωσε στην ΕΣΑ κι από κει κατευθείαν στο κρατητήριο. Πέσαν πάνω του κατά δεκάδες οι φυλακίσεις. Σύνολο μέρες σαράντα.
Στο τηλέφωνο η μάνα τον αναζητούσε.
-Αντε μπρε πιδί μ’ δεν θα ‘ναρθς;
– Αχ, μάνα βαστούν σαράντα μέρες τα γιαπράκια;
Είπε βαρυαλγών. Αυτή δεν πολυκατάλαβε αλλά επανήλθε στην από μακρού διαπίστωσή της.
-Δεν είπα ιγώ πως δεν θα γέντς προκοπή εσύ…
Κοζάνη, λίγο πριν το νέον έτος, αλλά ποιό έτος;
Ετσι μπάβο,να διαβάσουμε και κάτι όμορφο.Να γράφετε πιό συχνά κε Καραγιάννη γιατί μας μαύρισαν την ψυχή.