Ξεφύλλιζα το νέο ποιητικό βιβλίο του Π. Β. Πάσχου ομοτίμου καθηγητού στο Αθήνησι συγγραφέως και ποιητού πολύτροπον αθεράπευτα νοσταλγού της μικρής πατρίδος Λευκοπηγής «Γλυκείες Αλγηδόνες Α’-Δ΄» ποιήματα εκδ. Αρμος και στάθηκα στο υπ αριθ. 9 της Α’ Αλγηδόνος «Το Καβάκι». Πρόκειται για το ιστορικό καβάκι στην περιοχή Μπαράκος όπου τα μεσημέρια ο «λογιότερος» των ποιμένων Μηνάς θείος μου Κργννς. τον έπαιρνε δίπλα, κοιμόταν ηγουν» περιμένοντας το απογευματινό άρμεγμα, κι εγώ κυνηγούσα εκεί μύγες.
«Ασπαρτα, χέρσα και ανόργωτα
έχουνε μείνει τα ψηλώματα
στο καταπράσνο άλλοτε Μπαράκο.
Οι αχυρώνες του Παρτώνα χρόνια τώρα
άδεις κι αφημένες δίχως έλεος,
κατάντησαν σωροί από πλιθιά και πέτρες…»
Οι αχυρώνες του Παρτώνα λοιπόν! Ξεφυλλίζω εαυτόν.
Από το διήγημα “Μιναδόροι, μπαζαδόροι, επιστάτες, μαγείροι / κι η ιστορία όπως γύρει…” στη συλλογή “Ηδονο(α)βλεψίες” εκδόσεις Γαβριηλίδης, αντιγράφω ένα μέρος του.
…………….
Λίγο παρακάτω στο Μπαράκο ο μπαζαδόρος Χαρίσης Παρτώνας είχε αλώνι. Κάτι κολυβοχώραφα θέριζε για βρίζα κυρίως. Η καλύβα για το χειμώνα και τη βροχή. Τώρα γέμισε γύρω πουρνάρια. Ομως οι πλάκες φαίνονται καθαρά όπως και τα ερείπια της καλύβας. Ηταν κοντά στο μονοπάτι που έφερνε από το χωριό στο βουνό. Πέρασμα για τους αντάρτες και τη ομάδα τους την εποχή του εμφύλιου. Ενα βράδυ την κοιμήθηκαν δύο. Γύριζαν από τα χωριά του κάμπου γεμάτοι τρόφιμα χλωρά και ξηρές θροφές για τους συντρόφους αλλά και με την αναγκαστική φορολογία που έβαζαν στους χωρικούς. Μια λίρα 2, 3 όσες. Τι να κάμει ο φτωχός Έλληνας τότε; Επρεπε να ενισχύσει τον αγώνα είτε με το κορμί του, όταν η γραμμή προέβλεπε έκτακτη στρατολογία ζωντανών είτε με το όποιο …φλουρί του. Χωρίς δεύτερη σκέψη φυσικά. Οι σπιγούνοι στο χωριό ειδοποιούσαν τους αγωνιστές πως ο ή οι τάδε πούλησαν από το βιός τους κάτι να κάμουν γάμο ας πούμε ή για μια αρρώστια άρα είχαν στο σεντούκι και η επιτροπή τους επισκεπτόταν και τους “έπειθε”. Αν δεν είχαν τους υποχρέωναν σε πράξη στο άμεσο μέλλον. Πωλούσαν το έχειν το είναι τους. Χωράφι, βόδι, κοπάδι. Για τον αγώνα, το είπαμε αυτό. Ηταν οι λεγόμενες “κλαμμένες” των χωρικών που τις θρηνούσαν κι αναθεμάτιζαν μέσα τους τους αρπάχτες. Τις λίρες τις μοιράζονταν σπιγούνοι κι εισπράκτορες κι η μικρή ιστορία γράφει πως όσοι επωφελήθηκαν “κλαμένες”, έκλαψαν γοερά οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους, που δεν έφταιγαν και σε τίποτα, αλλά αμαρτίαι γονέων δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Οι πλάκες χορταριασμένες από το αγώνα που έκαναν πάνω τους τα ζωντανά να αλωνίσουν το γέννημα. Κοιμήθηκαν. Σηκώθηκαν. Εφυγαν νωρίς το πρωί, νύχτα σχεδόν για τα λημέρια. Ο Χαρίσης πήγε στ’ αλώνι. Βρήκε πεσμένες, χυμένες στ’ άχυρα λίρες. Τρύπιες τσέπες; Μπορεί. Πόσες; Χμ. Δεν φάνηκαν στον μετέπειτα αγροτικό βίο και χωρική πολιτεία του. Τις έκρυψε λίγο παραπάνω όχι κάτω από ένα πουρνάρι όχι κάτω από μια πέτρα αθώα. Απόγευμα γύρισαν οι αντάρτες αλαφιασμένοι. Αποφασισμένοι.
– Πού έκρυψες τις λίρες;
– Ποιές λίρες…
Κι άρχισε αγώνας του ψεύδους εναντίον του ψέματος. Που σε πονάει και σε σφάζει. Ο Χαρίσης έπιασε το “δεν” και το κράτησε μέχρι τέλους. Δεν βρήκα, δεν έκρυψα, δεν έχω, συναγωνιστές, Εφαγε αμέτρητες. Οι λίρες όμως του έμειναν. Τις κρατούσε χρόνια πολλά μετά και με το σταγονόμετρο τις μοίραζε. Εδωσε και μια στη μάννα. Ηταν συγγενείς από τους πιο ζεστούς. Αυτή τη χάρισε στην ομώνυμη εγγονή της η οποία έπαιζε μ’ αυτήν στα μικρά της χρόνια ως μη έχουσα καμιά αξία. Ομως ξεχώριζε από τις άλλες που είχε για παιχνίδι δώρα γάμων, γεννήσεων, βαπτίσεων· δεν ήταν κάλπικη. Κλέφτικη, ανταρτική. Κλαμένη σίγουρα αλλά περιελθούσα εθιμικώ δικαίω εις καλόπιστον τρίτον, άρα οι αρές κι οι οιμωγές των κυρίων δεν τους αφορούσαν. Καλή η ψυχή του όσο σκληρό ήταν σαν σόι αυτός και τ’ αδέλφια του. Σε σημείο να φτάσει ο μπαρμπα Βασίλης Π. σε χωρική παρέα να πει: “Αν χρειαζόταν να τους θάψω τους τρεις μαζί πρώτον βαθιά στη γούρνα θα έβαζα το Γκουντή, μετά τον Αλέκο και πάνω πάνω τον Χαρίση σαν τον πιο καλό. Το έμαθε φυσικά ο λιρολόγος.
– Α, σ’ ευχαριστώ πολύ κύρ’ Βασίλη που μ’ έβαλες πάνω πάνω…
Παρακαλώ, κι εγώ για ό,τι άκουσα κι έγραφον εις μνήμην δικαίων εντελώς τετελειωμένων εις την γη και λιωμένων υπό αυτής.