Ο πόλεμος, καταχθόνιος, τον στέλνουν σκοτεινές δυνάμεις ,πάει και κάθεται στη σκληρή γροθιά του κράτους που τον καλεί, για να σπείρει το θάνατο, πόνο και καταστροφή..
Οι τέχνες έρχονται από τα ουράνια. . Πλανιώνται στους αιθέρες .Τις στέλνουν οι μούσες με ένα χρυσό φως. Φωλιάζουν στην ψυχή των ανθρώπων και σταλάζουν την έμπνευση και την ευαισθησία, για να γράψουν ποίηση, μουσική, να ζωγραφίσουν, να σμιλέψουν το μάρμαρο, να οριοθετήσουν το χώρο, να νικήσουν το χρόνο…
Με τα δάκρυα πλέκουν τις λέξεις, με τους στεναγμούς κεντούν τις νότες, για να μετουσιώσουν τις κραυγές, τον πόνο, το θρήνο, τις λαχτάρες, τον τρόμο, το θυμό, την οργή, την καταστροφή… σε ύμνους, προσευχές, κάθαρση, όνειρο, φαντασία, ομορφιά…. Για να γαληνέψει το πνεύμα, να λαγαρίσει ο νους, να νικήσει το καλό.
Θουκυδίδης: Ο Διάλογος Αθηναίων-Μηλίων
«Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του»
….
- ΜΗΛΙΟΙ. Και πως μπορεί να συμβή να είναι ίδια συμφέρο σε μας να γίνωμε δούλοι, όπως σε σας να γίνετε κύριοί μας;
- ΑΘΗΝΑΙΟΙ. Επειδή σεις θα έχετε τη δυνατότητα να υποταχθήτε πρίν να πάθετε τις πιο μεγάλες συφορές, κι εμείς, αν δεν σας καταστρέψωμε, θα έχωμε κέρδος.
- ΜΗΛΙΟΙ. Ώστε δεν θα δεχτήτε, μένοντας εμείς ήσυχοι, να είμαστε φίλοι σας αντί εχθροί, σύμμαχοι όμως κανενός απ’ τους δυό σας;
- ΑΘΗΝΑΙΟΙ. Όχι, γιατί δεν μας βλάφτει τόσο η έχθρα σας όσο η φιλία σας .Η φιλία σας, στα μάτια των υπηκόων μας, θα ήταν απόδειξη αδυναμίας, ενώ το μίσος σας απόδειξη της δύναμής μας. …..
Οι τέχνες ενίστανται
Τότε η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, του Μπ. Μπρεχτ και του Ζαν Ανούιγ θάβουν τον άταφο Πολυνείκη αψηφώντας τη διαταγή του Κρέοντα. Υπηρετούν το νόμο των θεών.
« Όταν τα δυο τα αδέλφια τ’ αδέλφια αλληλοσφάχτηκαν την ίδια μέρα»
Οι σκλάβες της Μήλου θυμούνται
Ο αφανισμός της Μήλος (Γ. Ρίτσος)
….
Α’ ΓΡΙΑ: Αρσενικιά ψυχή δεν έμεινε – τα μάτια μας δεν ξέρανε να κλάψουν
Β’ ΓΡΙΑ: Τα πόδια τρέχαν από μόνα τους – δεν ξέραμε πού τρέχαν
Γ’ ΓΡΙΑ: Το στόμα φώναζε από μόνο του – δεν ξέραμε τι φώναζε
Β’ ΓΡΙΑ: Τα μάτια βλέπαν από μόνα τους – δεν ξέραμε τι βλέπαν
ΟΙ ΤΡΕΙΣ: Ούλα ένα μαύρο κι ένα κόκκινο – ένα άλογο έτρεχε
…..
Ένας στρατιώτης απορεί στη μάχη και ένας άλλος αναπολεί την ομορφιά
Πόλεμος και ειρήνη (Λέων Τολστόι 1828-1910 Ρωσία)
1.( Να σκοτώσουν εμένα που όλοι μ’ αγαπούν τόσο;)
….
-Μα τι συμβαίνει; Δεν κινούμαι; Δεν προχωρώ; Έπεσα, είμαι σκοτωμένος – την ίδια στιγμή ρώτησε και αποκρίθηκε ο Ροστόβ. Ήταν πια μονάχος μέσα στον κάμπο. Αισθάνθηκε κάτωθέ του ζεστό αίμα.
….
Και ποιοι είναι αυτοί; Γιατί τρέχουν; Για μένα έρχονται τάχα; Για να με σκοτώσουν; Εμένα που όλοι μ’ αγαπούν τόσο;
- (Τι θαύμα σου είναι αυτή η Νατάσα μου.)
….
Πού και πώς βύζαξε αυτή τη ρωσική ατμόσφαιρα, που απόπνεε εκείνη η μικρή κόμισσα, η αναθρεμμένη από μια γαλλίδα εμιγκρέ, αυτόν τον αέρα, αυτά τα τσακίσματα, που τα pas de chatle θα ‘πρεπε να τα ’χαν από καιρό εκτοπίσει ολοκληρωτικά;
Ο Οδυσσέας μετά τον Τρωικό πόλεμο, στο ταξίδι της ζωής
Οδυσσέας (Άλφρεντ Τένισον 1809-1892 Αγγλία)
…
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ’ άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει (στίχοι 43-48) Μετάφραση Μαρίνος Σιγούρος.
….
Γκουτζιαμάνη Γιάννα