Ήταν δυο μάτια. Μάτια, πετράδια πολύτιμα, που με κοίταζαν μέσα απ’ τα θολωμένα τζάμια ενός λεωφορείου ή κάποιου τρένου της μεγάλης φυγής. Δεν θυμάμαι αν ήταν στα σύνορα της Πολωνίας, της Μολδαβίας ή της Ρουμανίας με την Ουκρανία, απλά θυμάμαι ότι έσμιξαν οι ματιές μας μέσα από την τηλεοπτική οθόνη και με εξόντωσαν…
Ήταν δυο μάτια στο χείλος του κόσμου που αναζητούσαν δρόμους διαφυγής. Δυο μάτια που έψαχναν στην απεραντοσύνη του ανθρώπου, μια σπιθαμή απάτητης ζωής και ένα βήμα γης για το σεργιάνι της. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό τους ή μάλλον μου έρχονται στο νου τόσα πρόσωπα, που χάθηκα στη ματιά τους και εκεί τα είδα όλα…
Είδα τη φρίκη γαντζωμένη στα βλέφαρά τους, να τους κυνηγά και πέρα απ’ τον ορίζοντα τους. Είδα τον πόνο σκούρα πινελιά, να αλλοιώνει τα όμορφα χαρακτηριστικά τους. Είδα την απόγνωση κρεμασμένη σε θηλιά να είναι τα υπάρχοντά τους. Είδα μέσα στη θολή αναλαμπή τους, σε φιλμ νουάρ να ξετυλίγεται η ύπαρξή τους, μαζί με τα ατέλειωτα ΓΙΑΤΙ;
ΓΙΑΤΙ; Γιατί ένας κυρίαρχος Λαός να είναι Εθνολογικά Απαγορευμένος; Γιατί να είναι μόνιμα εκτεθειμένος στην απειλή της θηριωδίας από τους Τσάρους, τους Μπολσεβίκους του Στάλιν, μέχρι και σήμερα; Γιατί να είναι συνιδιοκτήτης στο Τόπο του μ’ αυτόν που τον διαμελίζει -τον κομματιάζει; Γιατί στη Γή που ανέδειξε τις αξίες του, την Εθνική του υπόστασή, τον Πολιτισμό του, τις αρετές του, τη γενναιότητά του, να μην ορίζει την Ανεξαρτησία του, την Ελευθερία του, το Μέλλον του;
Όσοι έτυχε να επισκεφθούν ή να δουν από τα ηλεκτρονικά μέσα την Ουκρανία, σίγουρα εντυπωσιάστηκαν από τις Πόλεις της με τα πανέμορφα κτήρια τους, τις ανοιχτές πλατείες, τις αξιοθαύμαστες εκκλησίες, τα ιστορικά κτήρια στολίδια άλλων εποχών, τα μουσεία, τα θέατρα, τα πανεπιστήμια, τα οικονομικά και κοινωνικά της επιτεύγματα. Μα πιο πολύ απ’ όλα – κάτι που το διαπιστώνουμε και μέσα στις τραγικές μέρες που ζούνε – είναι η συμπεριφορά αυτού του Λαού. Είναι το σθένος του απέναντι σ’ έναν αμείλικτο εχθρό, που μπορεί να γκρεμίζει οικοδομήματα και να καταστρέφει υποδομές, δεν μπορεί όμως ούτε στο ελάχιστο να κάμψει τα ψυχικά του αποθέματα.
Ναι, αυτοί οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ δίνουν μαθήματα στη Διεθνή Κοινότητα με την πίστη στα ιδανικά τους, την αυταπάρνηση, την αλληλεγγύη, τον πατριωτισμό τους, την ανδρεία τους. Μόνοι απέναντι στο δεύτερο ισχυρότερο στρατό του κόσμου και αντιστέκονται 25 μέρες τώρα, φυλάσσοντας Θερμοπύλες. Η Πόλη της Παρθένου Μαρίας – της Παναγιάς, η Μαριούπολη έχει ισοπεδωθεί, έχει μείνει χωρίς τρόφιμα, χωρίς νερό, χωρίς θέρμανση, χωρίς φάρμακα, χωρίς ΕΛΕΟΣ κι’ αυτοί, Ανθρώπινες σκιές στα υπόγεια απ’ τα γκρεμισμένα σπίτια που τα είπαν καταφύγια, φτύνουν τα τελεσίγραφα παράδοσης, περιφρονώντας το θάνατο.
Και νάταν μόνο η Μαριούπολη. Το Κίεβο, το Χάρκοβο, το Μικολάγιεφ και δεκάδες πόλεις και χωριά δέχονται τα ισοπεδωτικά χτυπήματα ενός μισάνθρωπου εχθρού και παραμένουν ΟΡΘΙΟΙ. Όρθιοι απέναντι σ’ έναν αδελφοκτόνο εισβολέα που επιστράτευσε τους ισοπεδωτές από το Χαλέπι, τους «εξαγνισμένους» από το Γκρόζνυ και τα προηγμένα όπλα καταστροφής από απόσταση, γιατί δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ΑΝΤΡΙΚΙΑ…
Ήταν δυο μάτια μεσοπέλαγα του κόσμου που χάνονταν στα θολωμένα τζάμια απ’ τις ανθρώπινες ανάσες. Δυο μάτια που μέρες και νύχτες τώρα με στοιχειώνουν, γιατί εκεί στη κόρη του ματιού τους είδα τον τρόμο, από τα μάτια του εχθρού τους και πάγωσα στη θέα τους. Ήταν δυο μαύρες τρύπες σ’ ένα πρόσωπο ΟΒΙΔΑ που ανέβλυζε το έρεβος του κάτω κόσμου.
Μαγκλάρας Βασίλης