Πέρασαν δυο καλοκαίρια βουβά, χωρίς πανηγύρια, χωρίς τραγούδια και χορό, χωρίς το σμίξιμο όλων στην πλατεία του χωριού.Το πανηγύρι είναι κάλεσμα σε όλους τους φευγάτους, να έρθουν πίσω στον τόπο τους, στην κοινή εστία, στο χωριό.
Ο Δεκαπενταύγουστος, της Παναγίας, η κορυφαία γιορτή – πανηγύρι του καλοκαιριού, σκορπάει τη χαρά και σταματάει για λίγο τις εντάσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Ένα δεκαπενταύγουστο, πριν κάποια χρόνια είχα την τύχη να βρεθώ με καλούς φίλους στο πανηγύρι στη Βωβούσα, ένα χωριό – αετοφωλιά στην καρδιά της Πίνδου. Οι κάτοικοι, όλοι Βλάχοι, τηρούν με ευλάβεια το έθιμο, όπως το βρήκαν μέσα στους αιώνες.
Όλη η μέρα ήταν μια τελετουργία:
Μετά τη λειτουργία, στην αυλή της εκκλησιάς στήθηκε διπλός χορός, ο πρώτος με τους άντρες, ο δεύτερος με τις γυναίκες. Πρώτος τον σέρνει ο γεροντότερος.
Ακολουθούν οι επισκέψεις σε όλα τα σπίτια του τιμώμενου μαχαλά.
Πρώτα οι άντρες στη γραμμή και ακολουθούν οι γυναίκες. Εδώ δεν χωράνε συνομιλίες και άλλα θορυβώδη. Με τη σειρά μπαίνουμε στο κάθε ένα. Οι άντρες κάθονται σε άλλο δωμάτιο και σε άλλο οι γυναίκες . Το κέρασμα λιτό, κοινό για όλους και φυσικά το κρασί γεμίζει τα ποτήρια και οι άντρες τραγουδούν, όλοι, μικροί, μεγάλοι.
Η κορύφωση θα έρθει στον άλλο μαχαλά, στο σπίτι του ξενιτεμένου που ήρθε από την Αμερική για το πανηγύρι μετά από κάποιες δεκαετίες.
Εδώ η πανηγυριώτικη χαρά έσμιξε με τη συγκίνηση τόσο δυνατά, που έλεγες πως ζεις την κορύφωση μιας τραγωδίας. Εξάλλου το τραγούδι προέρχεται από την τραγωδία-τραγώδιον.
Το σπίτι όπως το άφησε ο άντρας, όταν έφυγε, με όλα στη θέση τους, καθαρό, περιποιημένο. Τα δωμάτια με τα κρεβάτια της δεκαετίας του 50 και η σάλα με τις καρέκλες. Ήταν σαν το σπίτι του καθενός μας , που γεννήθηκε στο χωριό τότε.
Ο τιμώμενος ξενιτεμένος καλωσόρισε με τη σειρά πρώτα τους άντρες και μετά τις γυναίκες στο μικρό διώροφο σπίτι του. Κι εδώ σε χωριστά δωμάτια οι άντρες και οι γυναίκες. Οι άντρες τραγουδούν τραγούδια βλάχικα του έρωτα, της αγάπης, της ξενιτιάς, του πόνου και της χαράς. Τραγουδούν παθιασμένα, ασταμάτητα. Και ο ξενιτεμένος, εκεί γύρω στα εξήντα, στο κέντρο στη σάλα, να τον βλέπουν και να τους βλέπει όλους. Κρατά το ποτήρι ψηλά, σαν γαμπρός και είναι να απορείς, πώς αντέχει τόση συγκίνηση. Σ’ αυτό το κορυφαίο σμίξιμο του ενός με όλους του χωριού ήταν σαν να έσβησαν όλα τα χρόνια της ξενιτιάς, οι δυσκολίες, οι αγωνίες, οι καημοί, η νοσταλγία.
Τα μάτια δακρύζουν ασυναίσθητα για τον ξενιτεμένο που ζει το κύκνειο άσμα του. Για την ξενιτιά που κουβαλάει ο καθένας μας και το σπίτι του άλλου είναι σαν το δικό μας το πατρικό, που το χάσαμε οριστικά.
Και όπως συμβαίνει στη τραγωδία, την κορύφωση ακολουθεί η κάθαρση. Η επίσκεψη τελειώνει. Ο κόσμος ροβολάει στα σοκάκια του χωριού. Οι άντρες συνεχίζουν κεφάτοι τα τραγούδια ώσπου να φτάσουν στην πλατεία κι εκεί θα χαμηλώσουν σιγά σιγά και θα δώσουν τη θέση τους στα πουλιά που τραγουδούν μέρα και νύχτα. Δίπλα και το ποτάμι ο Αώος, με το πέτρινο γεφύρι, αιώνιο πέρασμα των ξέγνοιαστων περιπατητών, των εμπόρων και των ξενιτεμένων, που ενώνει τους περαστικούς και με το κρύο νερό του να δροσίζει φλογισμένα σώματα και καρδιές.
Ήταν ένα πανηγύρι, που το ζεις μια φορά στα τόσα χρόνια.
Και του χρόνου.
Γκουτζιαμάνη Γιάννα