«Ἀδὲ μαντᾶτο σκοτεινὸ καὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦλθεν σήμερα σὲ μέν᾿ τὴν πολλοπικραμένη
ἔπιασαν τὸν υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη…».
Σαν σήμερα τέτοια μέρα κρατούσαμε φρουρά στον Επιτάφιο ως λυκόπουλα και πρόσκοποι.
Φυλάγαμε Τον νεκρό, όλη τη μέρα κατά το προσκύνημα των πιστών στην Αγία Κυριακή και στον Αη Γιώργη. Κάναμε αλλαγή φρουράς κάθε μισή-μία ώρα και για «όπλο» βαστούσαμε το κοντάρι των προσκόπων με το έμβλημα της ομάδας. Το δικό μου κοντάρι είχε έναν λύκο της «ομάδας των λύκων».
Θυμάμαι ότι τον έπαιρνα πολύ σοβαρά τον ρόλο τούτον. Τί κι αν ήμασταν πιτσιρίκια σε ένα επαρχιακό χωριό, εμείς φρουρά στ’ ανάκτορα θαρρούσαμε πως είμαστε. Δεν ήμασταν λυκόπουλα εκείνη τη στιγμή, ευζώνοι με σιρίτια ήμασταν, ίσα με τρία μπόγια ψηλότεροι και βάλε, μη σου πω!
Ήταν τότε στην αχανή δεκαετία του ’80 που λες και ήταν πολλές δεκαετίες μαζί. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια κύλησαν τόσο γρήγορα. Μα η δεκαετία των παιδικών μας χρόνων εκεί…. αμανάτι, πιο μεγάλη λες κι ήταν απ’ όλες τις άλλες!
Μπαίναμε με βήμα από την είσοδο τη ναού, στρατιωτικά, φτάναμε στον Επιτάφιο και με μια φιγούρα αλλαγής φρουράς κι έναν ευφάνταστο, προσκοπικό συγχρονισμό, αλλάζαμε φρουρά.
Προσοχή, αλτ, επ ώμου, μεταβολή, παρά πόδα, προσοχή. Θα θελα να είμαι σημερα από μια γωνιά, να μας βλέπω, να ξεραθώ στα γέλια. Τέσσερα λυκόπουλα ή πρόσκοποι δεξιά κι αριστερά του Τάφου. Δε θυμάμαι να κουραζόμουν. Ήθελα κι άλλο. Δεν ήθελα να μ ‘αλλάζουν.
Εκείνο όμως που μένει καρφωμένο στη μνήμη, είναι ότι δίπλα στον Επιτάφιο, γιαγιάδες μαυροφορεμένες λέγαν μοιρολόγια κι έκλαιγαν. Το ζούσαν! Το βίωναν! Δεν κάνανε αναπαράσταση σαν κι εμάς. Εκείνες ζούσαν τον θάνατο ως πραγματικό γεγονός και μέσα στον Επιτάφιο υπήρχε για αυτές ένας αληθινός νεκρός.
Δεν υπάρχουν πια. «Έφυγαν» κι απόμεινε ο Επιτάφιος δίχως κάποιος να τον κλαίει.
Δεν ξέρω καν τί τραγουδούσαν κι αν αυτά τα θανατικά μοιρολόγια σώθηκαν στις μέρες μας. Προφορικά διαδίδονταν και κάποια στιγμή ο δεσμός αιώνων κόπηκε στη δική μας ώρα. Έζησα την εποχή της διακοπής.
Κάθονταν δίπλα στο Επιτάφιο μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν!
Λες και ήταν ένας δικός τους άνθρωπος. Είχαν κι ένα μαντήλι και σκούπιζαν τα δάκρυα. Από το κλάμα σταματούσε η μια, ανήμπορη να τραγουδήσει, αλλά συνέχιζε η άλλη. Πώς να τραγουδήσεις όταν σε πνίγουν τα αναφιλητά. Έπαιρνε μια ανάσα πνιγμένη στο βούρκωμα κι άιντε πάλι ξεκινούσε το μοιρολόι η καημένη. Θρήνος, όμως χωρίς απόγνωση. Λίγο θα κρατούσε, ξέροντας πως την επαύριον θα γιορτάσουν την Ανάσταση.
Κάποτε βλέπεις, στα παλιά τα χρόνια, τους «τραγουδούσαν» τους νεκρούς πάνω από το φέρετρο, τη νύχτα πριν την κηδεία. Έτσι αποχαιρετούσαν κάποτε οι Έλληνες τους νεκρούς τους. Με το τραγούδι!
Ένας ξένος δημοσιογράφος ρώτησε κάποια στιγμή σε μια συνέντευξη τη Μελίνα Μερκούρη: «τί διαφοροποιεί τους Έλληνες από τους άλλους λαούς;». Και η απάντησή της ήταν: «ο τρόπος με τον οποίον αποχαιρετούμε τους νεκρούς μας». Δεν ξέρω αν μας διαφοροποιεί κι αυτό πια.
Έτσι λοιπόν και στον Επιτάφιο τότε, λέγανε τα ίδια θανατικά τραγούδια οι γιαγιάδες.
Τί απέγιναν αυτά τα τραγούδια δεν ξέρω. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι αυτοί οι απλοί, ταπεινοί ανθρώποι ήταν που σήκωσαν έναν ολόκληρο λαό στα πόδια του.
Άλλοι ήρωες φανταζόμασταν πως είμαστε, όταν ήμασταν μικροί. Ο Zorro, ο Spiderman, o Macgyver. Ποιος ήθελε να είναι γιαγιά μαυροφορεμένη; Αυτές όμως ήταν οι αληθινοί ήρωες θαρρώ και σήμερα αναπολώ κείνη την αόρατη δύναμη που είχαν να σηκώνουν στους ώμους τους το Ρωμαίικο για αιώνες.
Πόσο δίκιο είχε ο ποιητής:
«Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο…»
Σαν ένα θρόισμα τα θυμάμαι κείνα τα μοιρολόγια που τα ταξίδεψε ο ελληνικός αγέρας στους αιώνες με τ’αρώματα της Άνοιξης. Σαν λαλιές που ξεπήδησαν μέσα από αρχαίες πέτρες που λαξεύτηκαν από πίκρες και βάσανα, ζωντάνεψαν και διηγήθηκαν την ιστορία τους τραγουδόντας. Μια χαραμάδα η θύμηση, από την οποία ξεπηδούν μελωδίες που σπάνε το σημερινό ασύνταχτο αχολόι.
Ένας απόηχος μιας ταυτότητας που τελικά δε θελήσαμε να έχουμε.
Επιμύθιο:
«…Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν».
Κώστας Βάρναλης.
Στη μνήμη αυτών των γιαγιάδων λοιπόν γράφω αυτές τις αράδες. Ας χωρέσει λίγο η μνήμη μας από δαύτες. Αυτές σίγουρα δε θα Τον ξανασταύρωναν. Στα μαύρα ήταν τυλιγμένο κείνο το φως του ποιητή που τότες δε βλέπαμε. Σίδερο τυλιγμένο με σύννεφο.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος