Δεν αποτέλεσαν έκπληξη οι θέσεις του Νίκου Φίλη σχετικά με την «τουρκική μειονότητα». Τάχθηκε υπέρ της απογραφής των μειονοτήτων στην Ελλάδα (χρήση πληθυντικού), αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Φερχάτ Οζγκιούρ (φερόμενο και ως μέλος των Γκρίζων Λύκων του Ντεβλέτ Μπαχτσελί), να μιλάει ελεύθερα για «τουρκική μειονότητα»!
Σύμφωνα με πρώτες αντιδράσεις ο Νίκος Φίλης δε θα διαφραφεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Φερχάτ Οζγκιούρ όμως;
Πριν μπω στην ουσία της συζήτησης οφείλω να ξεκαθαρίσω από την αρχή, ότι η ελληνική πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι διαχρονικά τραγική, με λάθη που καταλογίζονται σε όλες τις κυβερνήσεις ανεξαιρέτως.
Μπορεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να κρατεί τουλάχιστον βασικά προσχήματα, αλλά και η δική της πολιτική αναγνωρίζει δια της πλαγίου «τουρκική» και όχι ελληνική μειονότητα. Ως παράδειγμα αρκεί να αναφερθεί η υποχρεωτική εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία, δηλαδή στα ελληνικά, μουσουλμανικά σχολεία.
Οι Πομάκοι μας αρνούνται να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα, είναι όμως υποχρεωμένοι να το υποστούν, ακόμη κι από το νηπιαγωγείο. Η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας όμως, θα ήταν τότε και μόνο τότε υποχρέωση μειονοτικής πολιτικής της Ελλάδας, αν η μειονότητα ήταν εθνική-τουρκική και όχι θρησκευτική-ελληνική.
Πίσω όμως από το φαινομενικά «αθώο» και δήθεν ανθρωπιστικό αίτημα της «απογραφής μειονοτήτων» (sic) κρύβεται το ζονγκ: ο δικαιωματισμός της προσχηματικής αυτοδιάθεσης και η παγίδευση της ελληνικής πολιτείας για αναγνώριση ξένης εθνικής μειονότητας.
Ισχύει όμως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης εφόσον, πράγματι, υπάρχουν τουρκόφρονες Έλληνες πολίτες στη Θράκη ή αλλιώς… Έλληνες τουρκικής ιδεολογίας; Μπορεί η Ελλάδα να τους επιβάλει να δηλώνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που αισθάνονται;
Πριν το διευκρινίσω, ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα τη διαφορά μεταξύ μιας ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας και μιας τουρκικής μειονότητας:
Εφόσον η μειονότητα είναι μουσουλμανική, τότε είναι ζήτημα εσωτερικής πολιτικής, διότι είναι Έλληνες μουσουλμάνοι στην Ελλάδα.
Αν όμως η μειονότητα ήταν τουρκική, τότε αυτό θα σήμαινε ότι χαίρει διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και την κάρτα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Θα συνιστούσε ζήτημα διεθνούς επιστασίας και επιτήρησης. Τότε δε θα ήταν εσωτερικό, αλλά διμερές ή διεθνές ζήτημα, θα αφορούσε δηλαδή πρακτικά σε αποδοχή παρέμβασης ξένου κράτους στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή σε παραχώρηση δικαιώματος προστασίας από τρίτη δύναμη. Εφόσον υπάρχει τουρκική μειονότητα εκτός των συνόρων της, τότε η Τουρκία έχει, όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να την υπερασπιστεί.
Άρα οι υποστηρικτές της «τουρκικής μειονότητας», δεν υπερασπίζονται ένα μειονοτικό δικαίωμα Ελλήνων πολιτών, αλλά ένα εθνικό δικαίωμα της Τουρκίας στην Ελλάδα. Συντάσσονται δηλαδή με τον τουρκικό αναθεωρητισμό συνθηκών, πίσω από τον οποίο υφέρπει ο αλυτρωτισμός και ο επεκτατικός μεγαλοϊδεατισμός της. Η Τουρκία επιδιώκει επιρροή στα Βαλκάνια μέσω των μουσουλμανικών πληθυσμών στο πλαίσιο δορυφοροποίησης και φινλανδοποίησής τους.
Υπάρχει όμως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και πότε; Προσωπικά, έχω αντιμετωπίσει το ερώτημα από τουρκόφρονα Θρακιώτη: «πώς θα μου επιβάλεις εσύ πώς θα αισθάνομαι;»
Είναι πολύ εύκολη η απάντηση και την πήρε πληρωμένη.
Αν κάποιος μειονοτικός ισχυριστεί ότι αισθάνεται Τούρκος, τότε σε ατομικό επίπεδο, αυτό, δε μπορεί να του το αμφισβητήσει η ελληνική Δημοκρατία. Τονίζω όμως: σε ατομικό επίπεδο, όχι σε συλλογικό επίπεδο μειονότητας. Είναι άλλο πράγμα το ατομικό δικαίωμα και άλλο πράγμα το συλλογικό δικαίωμα σε επίπεδο μειονότητας, για το οποίο υπάρχει πρόβλεψη από το διεθνές δίκαιο να αναγνωρίζεται στην βάση διεθνούς ή διμερούς συνθήκης.
Το άτομο έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστεί όπως θέλει, η συλλογικότητα όμως, όχι, χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη αναγνώρισή της. Μπορεί κάποιος να λέει ότι αισθάνεται Ελβετός για να πάρει ελβετική σύνταξη και να αποφύγει αυτή του Κατρούγκαλου. Ίσως οι Ελβετοί τον συγχαρούν για την τιμή που τους κάνει, αλλά μάλλον δε θα πληρώσουν.
Η ατομική ελευθερία του εθνολογικού αυτοπροσδιορισμού είναι δεδομένη και άρα δεδομένο και το ατομικό δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ως Τούρκου. Η μειονότητα όμως είναι από νομικής άποψης συλλογική έννοια, όχι ατομική. Μία μειονότητα δεν μπορεί να είναι ένα αυθαίρετο εφεύρημα ή κατασκεύασμα προσωπικής αντίληψης. Είναι σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Δε συνιστά μόνο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, αλλά και υποχρέωση αναγνώρισης με γνώμονα τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας. Μειονότητα χωρίς συνθήκη που να την αναγνωρίζει δεν έχει νομική βαρύτητα και σημασία.
Η Ελλάδα έχει κάθε νομικό και πολιτικό δικαίωμα να αμφισβητήσει τον αυθαίρετο αυτοπροσδιορισμό και μειονοτικό δικαιωματισμό, εφόσον κρίνει πως διακυβεύεται ζήτημα εθνικής ασφαλείας και εσωτερικής σταθερότητας. Η συμβατική της υποχρέωση αφορά μόνο στην κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες της, χωρίς διακρίσεις. Υποχρέωσή της όμως, ως κυρίαρχο κράτος, είναι και η προστασία της Δημοκρατίας της.
Ποια είναι όμως η πρακτική διαφορά:
Αν ο μειονοτικός πολίτης έχει ένα αίτημα, το οποίο αφορά σε μειονοτικό ζήτημα (συνθήκες ζωής, προβλήματα διακρίσεων, εκμάθηση πατρογονικής γλώσσας, ίσα δικαιώματα κτλ), τότε οφείλει να το απευθύνει στο ελληνικό κράτος, όχι σε τρίτο κράτος, εν προκειμένω στην Τουρκία, επικαλούμενος την προστασία της «μητέρας πατρίδας». Δε μπορεί δηλαδή να επικαλείται την ελληνική Δημοκρατία χτυπώντας την παράλληλα με τα όπλα που η ίδια του προσφέρει, παρακάμπτοντάς την και θέλοντας να την αντικαταστήσει με τους όρους κάποιας άλλης.
Δεν μπορεί δήθεν να επικαλείται προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων την ίδια στιγμή που κατά παράβαση διεθνούς συνθήκης, εθνικής ασφάλειας και συνταγματικής νομιμότητας, επιδιώκει διείσδυση και δικαίωμα παρέμβασης ξένου κράτους στο εσωτερικό της χώρας, επικαλείται δηλαδή ουσιαστικά το δικαίωμα πρόσκλησης και επίκλησης της Τουρκίας ως προστάτιδας δύναμης.
Όποιος λοιπόν μιλάει για τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα ή δικαίωμα αυτοδιάθεσης και αυτοροσδιορισμού σε συλλογικό επίπεδο, τότε ουσιαστικά αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία, εφόσον αυτή θα ήταν πια υπόλογη σε ξένο κράτος και θα λογοδοτούσε σε αυτό κατά τρόπο δεσμευτικό για μειονοτικούς πολίτες που διαβιούν στην επικράτειά της.
Η απάντηση στο ερώτημα λοιπόν είναι πού, σε ποιο κράτος, οφείλει να απευθύνει τη διαμαρτυρία ή το πρόβλημά του ένας μειονοτικός πολίτης. Έχει το δικαίωμα να λέει ότι είναι Τούρκος, δικό του πρόβλημα η δική του πλάνη. Έχει όμως την υποχρέωση να απευθύνεται στην Ελλάδα, όχι στην Τουρκία. Αυτή είναι η διαφορά.
Ο Φερχάτ Οζγκιούρ τη γνωρίζει πολύ καλά, με τον Νίκο Φίλη να του κρατάει το φανάρι. Την έμαθε και ο φίλος Θρακιώτης που με ρώτησε.
Υπάρχει κάποιος σώφρων άνθρωπος που να θεωρεί ότι η Τουρκία ενδιαφέρεται πραγματικά για μειονοτικά δικαιώματα; Υπάρχει γενικά κάποιος άνθρωπος, ο οποίος δε χρίζει ψυχιατρικής παρακολούθησης που να πιστεύει, ότι η «αντιδημοκρατική» Ελλάς (δεσμευμένη μάλιστα από το ευρωπαϊκό δίκαιο) είναι ανίκανη να κατοχυρώσει μειονοτικά δικαιώματα και ως εκ τούτου οφείλει να επιτρέψει επιρροή στη «δημοκρατική» Τουρκία, ώστε να αναλάβει αυτή αυτόν τον ρόλο, επειδή το μπορεί καλύτερα;
Επίσης, η συζήτηση περί «μακεδονικής μειονότητας» δεν είναι διαφορετική. Λειτουργεί ως δεκανίκι για «εξευγενισμό» του τουρκικού αναθεωρητισμού, διότι για τους Τούρκους ενέχει το στοιχείο υπεράσπισης «μειονοτικών δικαιωμάτων» από κοινού με άλλους. Το ζήτημα του τουρκικού αναθεωρητισμού θα ξεπεράσει πια την «διμερή» του διάσταση. Η «τουρκική μειονότητα» αποκτά άλλη βαρύτητα και σημασία δίπλα σε μία «μακεδονική μειονότητα», διότι η δεύτερη προσδίδει πλέον χαρακτήρα «νομιμοποίησης» στην πρώτη, λειτουργεί ως όχημα για τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Δε θα είναι πια μόνοι οι Τούρκοι, αναθεωρητές, αλλά μαζί με τους «Μακεδόνες μειονοτικούς» και τους «εκτοπισμένους» και «ξεριζωμένους» Τσάμηδες θα θέσουν αντάμα εμάς απέναντι σε ζητήματα «ανθρώπινων μειονοτικών δικαιωμάτων»: Οι «κακοί» Έλληνες και τα «μειονοτικά θύματα».
Η δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στον Δήμο Αθηναίων αρνήθηκε πριν λίγες μέρες να υπερψηφίσει κοινό ψήφισμα για την απελευθέρωση του Φρέντι Μπελέρη και τον σεβασμό μειονοτικών δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Αλβανία. Ακούστηκαν προφάσεις που αφορούσαν σε «εργαλειοποίηση» της μειονότητας και «περιττές διατυπώσεις».
Αν πάντως διακρίνετε επιλεκτική μειονοτική ευαισθησία και a la carte ενσυναίσθηση, τότε σωστά διακρίνατε. Μην προσπαθήσετε να διακρίνετε κάποια λογική στη «λογική» τους. Είναι η ιδεολογία του εθνομηδενισμού, δηλαδή η άλλη όψη του φασισμού, διότι το συνάφι τους υπερασπίζεται πάντα κάθε φασισμό σε βάρος της Ελλάδας, ακόμη κι αν εκφράζεται ξεδιάντροπα και απροκάλυπτα ως επίσημη πολιτική ξένων κρατών. Η Χρυσή Αυγή τους ενοχλεί, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, οι Γκρίζοι Λύκοι, όχι!
Αξίζει ίσως να αναφερθεί η καταγγελία από το ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Βασιλικής Σιούτη, ότι: «ο Φερχάτ Οζγκιούρ δεν εκλέχτηκε ποτέ στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βρέθηκε εκεί ως δια μαγείας! Το όνομά του δεν υπήρχε αρχικά στους εκλεγμένους (σύμφωνα με καταγγελίες μελών του ΣΥΡΙΖΑ και δημοσίευμα του Lifo). Υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εμφάνιση των τελικών αποτελεσμάτων. Και όταν τελικά ανακοινώθηκαν, ο Φερχάτ Οζγκιούρ ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής»!
Το κενό εσωτερικής ασφαλείας είναι τεράστιο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τη διείσδυση της εξτρεμιστικής οργάνωσης των διαβόητων «αδελφών μουσουλμάνων» στη Θράκη, για την οποία το πολιτικό και δημοσιογραφικό μας σύστημα σφυρίζει αδιάφορα. Η παρουσία τόσο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, όσο και ισλαμιστών φονταμενταλιστών, με πλοκάμια τους στη Χαμάς, στη Χεζμπολά και στη Θράκη είναι ένα πολύ σοβαρό και υπαρκτό ζήτημα, το οποίο οφείλουμε να αναδείξουμε.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος