Μερικές φορές το αυτονόητο δεν είναι και το σωστό. Όλοι μας μαθαίνουμε στραβά κολλυβογράμματα, γιατί έτσι θέλαν να ξέρουμε οι κουμανταδόροι της ζωής μας. Αναφέρομαι στους κλέφτες, τη μαγιά της λευτεριάς. Αυτούς τους κλέφτες τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές, ήταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά των τιμώραγε το βόλι του κλέφτη. Ήταν εκεί γύρω από τα 1650 ως το 1690 που η Ρούμελη είχε γεμίσει από κλέφτες*, όταν ξέκαναν έναν, φύτρωναν δέκα.
Είδαν οι πασάδες και οι μπέηδες πως δεν μπορούσα να τα βγάλουν πέρα μαζί τους και συνάχτηκαν να πάρουν μία απόφαση. Άμα το σκυλί γαυγίζει είπανε, ρίξε του ένα κομμάτι ψωμί να ησυχάσει. Συνεννοήθηκαν και με τους Έλληνες κοτζαμπάσηδες, που πάντα τους βρίσκαν πρόθυμους για τα σχέδιά τους, και δίνουνε μήνυμα στους κλέφτες που ένας από τους πιο τρανούς ήταν ο Πάνος Μεϊντάνης, ποιοι θέλουν να πέσουνε σε μουτακερέδες (συμφωνία) μαζί τους. Το «Μεϊντάνης» είναι παρατσούκλι. Σήμαινε τον άνθρωπο που βγήκε στο μεϊντάνι, μ’ άλλα λόγια εκείνον όπου φανερά αντιστέκεται στην εξουσία.
Ο πασάς στα Τρίκαλα του στέλνει μαντατοφόρο και του λέει: «Τζάνουμ, γιατί να σκοτωνόμαστε; Εγώ θα διαφεντεύω τον κάμπο και εσύ τα βουνά».
Με τα πολλά ο Μεϊντάνης και ο πασάς κλείσανε τούτες τις συμφωνίες:
1. Αρματωμένος Τούρκος να μην μπαίνει στα μέρη όπου θα κρατάει αυτός.
2. Δεν θα ‘ρχονταν οι άνθρωποι του πασά να συνάξουν μαζεμένους τους φόρους και τα χαράτσια, μα θα τα μάζευαν οι κοτζαμπάσηδες και θα τα στέλνανε σε εκείνον, αφού όμως δίνανε ένα μέρος από αυτά στον καπετάνιο που το λέγανε σελιαμέτ παρασί.
3. Τα αρματωμένα κάτω από τις οδηγίες του παλικάρια δεν θα πληρώνουν μήτε φόρους μήτε χαράτσια’
Όταν τα ταίριαξαν αυτά κατέβηκε ο Μεϊντάνης με μεγάλη πομπή στα Τρίκαλα και πήρε από τον πασά τους μουρασελέδες (τίτλοι), τα διπλώματα να πούμε, να διαφεντεύει στην επαρχία του.
Του ‘δωσε και ο κατής ένα καπότο (μια κάπα δηλαδή) που το φορούσε δείγμα της εξουσίας του.
Τούτη όπως, μαρτυράει ο Κασομούλης, στάθηκε η αρχή του αρματολικιού. Ο κλέφτης που γίνηκε αρματολός απόκτησε εξουσία. Τη μοιράζονταν όμως με τον κοτζαμπάση του τόπου που ήταν να πούμε ο διοικητικός αντιπρόσωπος των Τούρκων.
Αυτή η συμφωνία στάθηκε μία λυκοφιλία. Από τη μία οι Τούρκοι δεν υπόφεραν να ακούνε πως υπάρχουν αρματωμένοι ραγιάδες κι από την άλλη το σύστημα δεν άρεσε στους χριστιανούς κοτζαμπάσηδες όπως οι καπεταναίοι τον αρματολών δεν τους άφηναν να γδάρουν όσο επιθύμαγε η ψυχή τους (όπως σήμερα τα Σούπερ Μάρκετ) τον φτωχό χωριάτη και τον μεροκαματιάρη της πόλης, παίρνοντάς του και την τελευταία ακόμα μπουκιά από το στόμα. Έβλεπες λοιπόν να γυρεύουν οι Τούρκοι και Προύχοντες να ξεκάνουν όσους από τους αρματολούς θέλανε να υπερασπίσουν κάπως τα δίκαια του λαού.
Αυτά όμως δεν θα πουν πως οι κλέφτες γίνηκαν όλοι αρματολοί. Κάθε άλλο. Μα όποιος πια έβγαινε Ζορμπάς στο κλαρί είχε οχτρό του όχι μονάχα τον Τούρκο αλλά και τον αρματολό. Γιατί ο τελευταίος αυτός δεν δέχονταν να κάνει άλλος κουμάντο στο αρματολίκι του.
Με τον καιρό τα αρματολίκια γίνηκαν κληρονομικά. Σαν πέθαινε ο πατέρας, ο πρωτότοκος γιος έπαιρνε τη θέση του. Άλλο λοιπόν κλέφτης κι άλλο αρματολός. Ο πρώτος είχε αφίλιωτο ντουφέκι με τους Τούρκους. Στέκονταν τ’ αγρίμι της λευτεριάς το κυνηγημένο απ’ όλους. Ο δεύτερος ήταν υποχρεωμένος να συμβιβάζει την εξουσία του ανάμεσα στον πασά και τον κοτζαμπάση.
*Οι τότε κλέφτες δεν είχαν καμιά σχέση με το σημερινούς ΚΛΕΠΤΕΣ.
8/1/2024